Από το νέο σχέδιο νόμου για τα ΜΜΕ αφαιρείται η διάταξη περί «θεματικών αδειών γενικής στόχευσης» που προκάλεσε σφοδρή σύγκρουση επιχειρηματικών συμφερόντων για το μελλοντικό μοίρασμα της διαφημιστικής πίτας. Για να αποφύγει την «καυτή πατάτα» διαλέγοντας στρατόπεδα, η κυβέρνηση μεταθέτει τον προσδιορισμό του περιεχομένου τους στο μέλλον επαναφέροντας τον… νόμο Παππά.

Χωρίς νικητή λήγει προσωρινά το επιχειρηματικό μπρα-ντε-φερ για τις θεματικές άδειες, ενώ ο γόρδιος δεσμός για τον ακριβέστερο προσδιορισμό του περιεχομένου τους μετατίθεται για αργότερα. Μετά τις σφοδρές αντιδράσεις από τους ομίλους Σκάι και Άλτερ Έγκο, για τη διατύπωση στον κατατεθέν προς διαβούλευση «νόμο Πέτσα» ο οποίος στην πορεία αποσύρθηκε, ακολούθησε νέος γύρος διαβουλεύσεων από τον νέο υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ αρμόδιο για τα ΜΜΕ, Θεόδωρο Λιβάνιο, οι οποίες, όμως, κατέληξαν και πάλι σε αδιέξοδο.

Το «αγκάθι» με την αναφορά σε θεματικές άδειες που μπορεί να περιλαμβάνουν «ενημερωτικό, ψυχαγωγικό γενικής ή ειδικής στόχευσης», αφήνοντας δηλαδή ανοιχτό το ενδεχόμενο για θεματικές άδειες… γενικής στόχευσης, προκάλεσε γενικευμένη σύρραξη. Η εν λόγω διατύπωση και κυρίως η αναφορά «γενικής στόχευσης» ερμηνεύτηκε από τους ομίλους Σκάι και Άλτερ Έγκο ως έμμεση πριμοδότηση του ομίλου ΑΝΤ1 και ειδικότερα του Μακεδονία TV, το οποίο έχει μπει στο στόχαστρο καθώς αποτελεί το πρώτο δυνάμει θεματικό κανάλι όταν προκηρυχθούν οι σχετικές άδειες.

ΣΥΡΡΑΞΗ ΓΙΑ «ΝΟΘΕΥΣΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ»
Στη δημόσια διαβούλευση για τον νόμο Πέτσα που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο, ο Σκάι χαρακτήριζε «εξόχως προβληματική» την προτεινόμενη τότε ρύθμιση και έκανε λόγο για «δήθεν θεματικές άδειες», καθώς όσοι τις λάβουν θα μπορούν να λειτουργούν «ως πάροχοι γενικού περιεχομένου, εκπέμποντας πλήρες τηλεοπτικό πρόγραμμα, χωρίς την υποχρέωση μετάδοσης δελτίων ειδήσεων, άρα με πολύ χαμηλότερο κόστος και πολύ πιο ελκυστικό για τους διαφημιστές και διαφημιζομένους».

Ειδικότερα, ο Σκάι, σχολιάζοντας τη διάταξη για τις θεματικές άδειες, σημείωνε ότι ενώ ρητά προβλέπει ότι η λειτουργία των παρόχων που θα λάβουν θεματικές άδειες δεν επιτρέπεται να αλλοιώνει τον ανταγωνισμό σε βάρος των ήδη υφιστάμενων νόμιμων παρόχων, «στην πραγματικότητα νοθεύει τον ελεύθερο και υγιή ανταγωνισμό» καθώς «δημιουργεί μία κατηγορία (τυπολογία) προγράμματος όμοια με αυτή που εκπέμπουν οι υφιστάμενοι αδειοδοτημένοι πάροχοι γενικού περιεχομένου, με μόνη εξαίρεση τα δελτία ειδήσεων, που, όπως είναι γνωστό, αντιπροσωπεύουν μόλις το 6% του ημερήσιου μεταδιδόμενου προγράμματος (90 λεπτά της ώρας)». Επιπλέον, για τους παρόχους που θα λάβουν θεματική άδεια, ο αριθμός εργαζομένων είναι 50 έναντι 400, ενώ χαμηλότερο θα είναι και το κόστος της άδειας.

Στο ανάλογο πλαίσιο επιχειρημάτων και στην ίδια επιχειρηματική στρατηγική, εντάσσεται και η πρόσφατη προσφυγή τριών καναλιών, του Σκάι, του Mega και του Open, στο ΕΣΡ κατά του Μακεδονία TV με στόχο να μπλοκάρουν τη μετάδοση καθημερινού μαγκαζίνο το όποιο όπως ισχυρίζονται παραβιάζει τον «μη ενημερωτικό χαρακτήρα» του σταθμού. Η εν λόγω εκπομπή «Ό,τι πεις» που επρόκειτο να κάνει πρεμιέρα στο Μακεδονία TV, αρχικά αναβλήθηκε και τελικά ματαιώθηκε οριστικά.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ STATUS QUO ANTE
Για να προσπεραστεί ο σκόπελος των θεματικών αδειών που «ανάβει» τα αίματα ανάμεσα στους καναλάρχες, καθώς βάζει τους όρους για το μελλοντικό μοίρασμα της πίτας και σε επιπλέον κανάλια, η κυβέρνηση αποφάσισε να πετάξει για την ώρα την… μπάλα στην εξέδρα. Στο νέο νομοσχέδιο για τα ΜΜΕ που κατατέθηκε στη Βουλή, η επίμαχη διάταξη για τις θεματικές άδειες που προκάλεσε την κήρυξη πολέμου ανάμεσα σε επιχειρηματικά συμφέροντα αλλά και ισχυρές πιέσεις προς κυβερνητικά στελέχη, απαλείφεται εντελώς χωρίς να αντικατασταθεί από άλλη.

Αντί να απαλειφθεί ο όρος περί «γενικής στόχευσης» κάτι που θα ερμηνευόταν ως ικανοποίηση του αιτήματος της μίας πλευράς, τελικά αποφασίστηκε να αποσυρθούν όλες οι διατυπώσεις για «θεματικές άδειες ψυχαγωγικού ή ενημερωτικού περιεχομένου γενικής στόχευσης», αφήνοντας έτσι σε ισχύ τις προηγούμενες διατάξεις του νόμου Παππά, που δεν προσδιορίζουν το περιεχόμενο των θεματικών αδειών. Για την ακρίβεια, με την απόσυρση όλης της διατύπωσης, δεν υπάρχει πλέον ούτε η πρόβλεψη για θεματικές άδειες ενημερωτικού περιεχομένου, κάτι που απαγορεύει ο νόμος Παππά. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά υψηλόβαθμη τηλεοπτική πηγή, «όταν γίνεται πόλεμος, για να λήξουν οι εχθροπραξίες ενίοτε επιλέγεται η επιστροφή στο status quo ante», στο καθεστώς δηλαδή που ήταν σε ισχύ αμέσως πριν.

ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ ΤΟ 2022
Παρότι δεν προσδιορίζει το είδος των θεματικών αδειών, το νέο σχέδιο νόμου που έφερε στη Βουλή ο Θεόδωρος Λιβάνιοςπροσδιορίζει χρονικά τη χορήγησή τους. Σύμφωνα με πληροφορίες, στον νόμο θα περιλαμβάνεται διάταξη στην οποία ορίζεται ότι οι θεματικές άδειες πρέπει να δοθούν εντός διετίας, δηλαδή έως το τέλος του 2022. Για την ώρα έτσι κι αλλιώς δεν είναι δυνατή η χορήγηση επιπλέον αδειών λόγω περιορισμένης χωρητικότητας φάσματος.

Πριν χορηγηθούν θεματικές άδειες, θα πρέπει η ελεύθερη τηλεόραση να περάσει σε τεχνολογία DVB-T2 που σημαίνει ότι η Digea και η ΕΡΤ θα πρέπει να προχωρήσουν σε νέα μορφή κωδικοποίησης και νέους ψηφιακούς πομπούς, καθώς με την τρέχουσα κωδικοποίηση οι συχνότητες δεν επαρκούν για την εκπομπή όλων των τηλεοπτικών σταθμών σε HD.

Η άλλη διαφοροποίηση που θα έχει ο νέος νόμος για τα ΜΜΕ που αναμένεται να κατατεθεί έναντι του νόμου Πέτσα είναι ότι ορίζει ότι στο μίνιμουμ των 400 εργαζομένων που οφείλει κάθε αδειοδοτημένο κανάλι να απασχολεί, το ποσοστό των εργαζομένων που θα προσμετρώνται -αν και θα εργάζονται σε συνεργαζόμενες εταιρείες παραγωγής-προσδιορίζεται πλέον σε 15%. Με άλλα λόγια, κάθε κανάλι οφείλει να απασχολεί με συμβάσεις αορίστου χρόνου τουλάχιστον 340 άτομα, έναντι 280 που προέβλεπε το σχέδιο νόμου Πέτσα.

ΣΤΑ 31,1 ΕΚΑΤ. «ΠΕΦΤΕΙ» ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΩΝ ΑΔΕΙΩΝ
Όσο για το κόστος των αδειών και την κατανομή τους σε δόσεις, διατηρούνται όσα προβλέπονταν στο προηγούμενο σχέδιο νόμου. Για το 2020, οι τηλεοπτικοί σταθμοί απαλλάσσονται από την ετήσια δόση 3,5 εκατ. ευρώ της τηλεοπτικής άδειας, και όπως ορίζεται, αν μπορούν μέσω ορκωτού λογιστή να βεβαιώσουν ότι πραγματοποίησαν επενδύσεις σε πρόγραμμα ύψους 3.450.000 ευρώ θα καταβάλλουν μόλις 50.000 ευρώ. Από τον Οκτώβριο του 2021, επανέρχεται η κανονική καταβολή του κόστους των τηλεοπτικών αδειών, με μηνιαίες όμως δόσεις.

Οι πέντε τηλεοπτικοί σταθμοί που αδειοδοτήθηκαν το 2018, θα «ξεχρεώσουν» το κόστος της άδειας έως το τέλος του 2027, σε συνολικά 84 μηνιαίες δόσεις των 287.500 ευρώ. Έχοντας ήδη καταβάλλει δύο ετήσιες δόσεις συνολικού ύψους για τον καθένα 7 εκατ. ευρώ, τα κανάλια με την εξαίρεση του 2020, υπολείπεται να καταβάλλουν συνολικά 24.150.000 έκαστος. Το συνολικό κόστος των αδειών που είχε προσδιοριστεί σε 35 εκατ. ευρώ, μειώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο σε 31.150.000 ευρώ.

ΜΟΝΟ 1 ΣΤΟΥΣ 2 ΑΠΟ ΤΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΚΟΙΝΟ ΒΛΕΠΕΙ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
Η ΕΡΤ ανοίγει συζήτηση «αμφισβήτησης» του 18-54

Μόνο 1 στους 2 τηλεθεατές ηλικίας 17 έως 54 ετών παρακολουθεί τηλεοπτικά προγράμματα από την τηλεόραση. Το εν λόγω εύρημα σχετικά με τον τρόπο που καταναλώνει το τηλεοπτικό περιεχόμενο το λεγόμενο δυναμικό κοινό αναδεικνύεται μέσα από πρόσφατη έρευνα κοινής γνώμης που πραγματοποίησε η ΕΡΤ, ανοίγοντας τη συζήτηση σχετικά με τη δυναμική της γραμμικής τηλεόρασης έναντι της κατανάλωσης περιεχομένου on demand.

Όπως προκύπτει από την πανελλαδική έρευνα της εταιρείας Marc για λογαριασμό της ΕΡΤ που πραγματοποιήθηκε με τηλεφωνικές συνεντεύξεις σε 1.214 νοικοκυριά από τις 18 Δεκεμβρίου 2020 έως τις 4 Ιανουαρίου 2021, το τελευταίο έτος και μετά τη συνθήκη της διπλής καραντίνας σημειώνονται σημαντικές αλλαγές στις συνήθειες του κοινού. Σύμφωνα με τα ευρήματα, μόλις το 52,8% του κοινού ηλικίας 17-54 ετών δηλώνει ότι παρακολουθεί τηλεοπτικά προγράμματα μέσω της τηλεοπτικής συσκευής, ενώ 43,3% χρησιμοποιεί άλλες συσκευές όπως υπολογιστή, λάπτοπ, τάμπλετ ή κινητό.

ΑΛΛΕΣ ΣΥΣΚΕΥΕΣ ΕΠΙΛΕΓΕΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΕΩΣ 35 ΕΤΩΝ
Στους τηλεθεατές έως 34 ετών, μάλιστα, η πλάστιγγα γέρνει ξεκάθαρα υπέρ των άλλων πηγών έναντι της συμβατικής τηλεόρασης. Ειδικότερα, στο κοινό ηλικίας 17 έως 24 ετών μόλις το 46,2% παρακολουθεί τηλεοπτικά προγράμματα «μόνο από την τηλεόραση» (έναντι 53,8% που απαντά από άλλες συσκευές), ενώ ρεκόρ… απεξάρτησης από την τηλεοπτική συσκευή «σπάει» το κοινό ηλικίας 25 έως 34 ετών, καθώς μόλις το 42,5% χρησιμοποιεί την τηλεόραση για να δει… τηλεόραση, έναντι 57,5% που επιλέγει άλλες πηγές. Με άλλα λόγια, σχεδόν 6 στους 10 από την «καρδιά» του λεγόμενου δυναμικού κοινού δεν χρησιμοποιούν τηλεοπτική συσκευή για να καταναλώσουν περιεχόμενο των καναλιών.

Τα ποσοστά όσων επιμένουν στον παραδοσιακό δέκτη της TV ανεβαίνουν ραγδαία στο κοινό άνω των 35 και έως 44 ετών, αγγίζοντας το 65,8% έναντι του επίσης διόλου ευκαταφρόνητου 34,2% που προτιμά άλλες πηγές. Περαιτέρω άνοδος σημειώνεται στο κοινό ηλικίας 45 έως 54 ετών με το ποσοστό όσων επιλέγουν σταθερά την τηλεοπτική συσκευή να ανέρχεται σε 68,4. Αυτό που προκύπτει είναι ότι ακόμα και κοινό 35-54, 3 στους 10 δεν πιάνουν στα χέρια τους… τηλεκοντρόλ για να παρακολουθήσουν τηλεοπτικά προγράμματα. Το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι παρακολουθούν «μόνο από την τηλεόραση» ανεβαίνει στο 70,5% στο κοινό 55 έως 64 ετών, ενώ εκτοξεύεται σε 88,9% στους άνω των 65.

«ΝΑ ΑΝΟΙΞΕΙ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ 18-54» ΖΗΤΑ Η ΕΡΤ
Τα ευρήματα της έρευνας εγείρουν ερωτήματα για το 18-54. Την ώρα που όλοι οι φορείς της αγοράς έχουν το δυναμικό κοινό ως «ιερό τοτέμ», σχεδόν το μισό (οι κάτω των 35) δηλώνει κατά πλειοψηφία ότι καταναλώνει τηλεοπτικό περιεχόμενο εκτός TV, χρησιμοποιώντας εναλλακτικές συσκευές που δεν περιλαμβάνονται στις μετρήσεις τηλεθέασης. Με αφορμή τα ευρήματα αυτά, ξεκινά από την ΕΡΤ ένα κύμα αμφισβήτησης της παντοδυναμίας του 18-54 στην τηλεόραση, δίνοντας έμφαση στην ετεροχρονισμένη τηλεθέαση που δεν περιλαμβάνεται στις μετρήσεις τηλεθέασης.

Το θέμα άνοιξε σε συνέντευξη Τύπου, ο πρόεδρος της ΕΡΤ, Κωνσταντίνος Ζούλας που δήλωσε ότι «αναφέρεται συχνά ως δυναμικό κοινό το 18-54 όταν όλοι πια γνωρίζουμε ότι οι νεότεροι δεν βλέπουν τηλεόραση και ότι είναι εντελώς υποκριτικό να θεωρούμε δυναμικό τηλεοπτικό κοινό κάποιον 20άρη και όχι κάποιον 55άρη ή και 60αρη που αποδεδειγμένα παρακολουθεί περισσότερο γραμμική τηλεόραση». Επιπλέον, ο πρόεδρος της ΕΡΤ ζήτησε «να προβληματιστούμε για τον τρόπο της αξιολόγησης των τηλεοπτικών προγραμμάτων όπως προκύπτει από τα καθημερινά νούμερα τηλεθέασης», αναφέροντας ότι «αν η τηλεθέαση που έχει το Ertflix προστίθετο σε αυτήν που εμφανίζει η Nielsen για την ΕΡΤ, η εικόνα θα ήταν διαφορετική».