Διαχωρίζοντας λοιπόν την ενδογενή (intrinsic motivation) από την εξωγενή (extrinsic) υποκίνηση, είπαν οι άνθρωποι αυτοί ότι μπορεί κάποιος να κάνει κάτι επειδή το θεωρεί ενδιαφέρον ή διασκεδαστικό ή επειδή αυτό αποτελεί ένδειξη αυτονόμησης για το άτομο αυτό ή επειδή μέσω αυτής της πράξης του θα ωφεληθεί με άλλους τρόπους, που επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες (π.χ. θα εισπράξει έπαινο ή κάποια αμοιβή από άλλους).

Έτσι, μας παρείχαν ένα συνεχές και προσδιόρισαν ότι από την μια πλευρά μπορεί να μην αισθανόμαστε καμία υποκίνηση, [εξηγώντας μας και το γιατί: γιατί μπορεί να έχουμε αισθήματα μη ικανότητας επίτευξης του σκοπού αυτού ή να αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε το σκοπό αυτό], ενώ στην άλλη πλευρά, στο άλλο άκρο του συνεχούς, η εξωγενής υποκίνηση μπορεί να πάρει τις εξής παραλλαγές: υποκινούμαι όταν προσδοκώ την ανταμοιβή από τον άλλο ή φοβούμενος την τιμωρία του, υποκινούμαι όταν υπερισχύουν μέσα μου αισθήματα κοινωνικής πίεσης, οπότε αισθάνομαι ότι «δεν μπορώ να κάνω αλλιώς».

Στο ενδιάμεσο υπάρχουν στάδια μεγαλύτερης ή μικρότερης ενδογενούς υποκίνησης: μπορεί να μας υποκινεί το γεγονός ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά συνδέεται ή είναι εναρμονισμένη με την αυτο-εικόνα και την αίσθηση ταυτότητάς μας ή, να υποκινούμαστε όταν η συμπεριφορά αυτή μας προκαλεί βαθύ εσωτερικό αίσθημα ικανοποίησης, το οποίο εντέλει φλερτάρει με την αίσθηση αυτοπραγμάτωσης που έχουμε για τον εαυτό μας.

Κοιτώντας γύρω μου αναρωτιέμαι αν τα παραπάνω δεν είναι απλά… θεωρία, αλλά πράξη! Αν ναι, πώς μπορούμε να υποκινήσουμε τους άλλους ως προϊστάμενοι, αλλά και τους εαυτούς μας; Εντέλει, επιτρέπουμε να αυτο-υποκινηθούμε από τις βαθιές και σημαντικές για εμάς αξίες ή περιμένουμε πάντα κάποιο «καρότο»; Ή μήπως τέλος τέλος έχουμε αφεθεί σε ένα βύθισμα μη υποκίνησης (amotivation) με μια ηδονή επιθετικής παθητικότητας;