Κύμα αντιδράσεων και παραπόνων από πλευράς καταναλωτών φαίνεται να έχει εγείρει πρόσφατη καμπάνια της John Lewis, γνωστής αλυσίδας πολυκαταστημάτων στη Βρετανία, η οποία στοχεύει στην προώθηση την υπηρεσιών της για την ασφάλιση σπιτιού. Η καμπάνια «Let life happen» φέρει την υπογραφή της Adam & Eve/DDB και παρουσιάζει ένα μικρό αγόρι να χορεύει στον ρυθμό του μουσικού κομματιού «Edge of Seventeen», ντυμένο με ένα t-shirt και ένα φόρεμα της μητέρας του και με έντονο μακιγιάζ στο πρόσωπο. Το αγόρι φαίνεται να διασκεδάζει πραγματικά με το τραγούδι και περιδιαβαίνει όλο το σπίτι, σπάζοντας και… καταστρέφοντας αντικείμενα άθελά του, στο πλαίσιο της χορογραφίας του.

Τα παράπονα επικεντρώνονται στο γεγονός ότι το αγόρι εμφανίζεται με γυναικεία ρούχα και μακιγιάζ. Άλλοι υποστηρίζουν ότι το σποτ τοποθετεί το παιδί σε ένα σεξουαλικό πρίσμα, ενώ άλλοι αντιτίθενται στην απεικόνιση του παιδιού ως κακομαθημένο, όπως υποστηρίζουν.

Από την άλλη πλευρά, πολλοί έσπευσαν να την υπερασπιστούν ως «εξαιρετικό παράδειγμα διαφήμισης που προσπερνά τα στερεότυπα και προωθεί τη διαφορετικότητα και τη συμπερίληψη».
Αρχικά, η καμπάνια έχει ήδη επιτύχει μέχρι ένα σημείο τον σκοπό της, με όλο αυτό το buzz που έχει συγκεντρώσει γύρω της ως αντικείμενο συζήτησης. Και εκεί έρχεται το ερώτημα: πόσο τολμηρό μπορεί να γίνει ένα brand σε διαφημιστικό επίπεδο και ποια είναι η λεπτή αυτή γραμμή που χωρίζει την αποδοχή από την αποδοκιμασία μιας καμπάνιας; Μπορούν τα brands να τολμούν διαφημιστικά, να υπερασπίζονται τις επιλογές τους και να βγαίνουν κερδισμένα; Τα τελευταία χρόνια, έχουμε δει διεθνή brands να τολμούν στην επικοινωνία τους, προσεκτικά και με politically correct τρόπο, και να ανταμείβονται με τις επευφημίες του καταναλωτικού κοινού.

Και όλο αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι, τι πραγματικά ισχύει για την ελληνική αγορά; Και, πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, κατά πόσο οι ίδιοι οι καταναλωτές επιτρέπουν στα brands τέτοιου είδους τόλμη και προβολή; Η δική μου απάντηση θα ήταν «αρκετά», αλλά εξακολουθεί να υπάρχει περιθώριο βελτίωσης. Οι καταναλωτές μπορούν να γίνουν πιο δεκτικοί και τα brands μπορούν να νιώσουν πιο δημιουργικά και… ελεύθερα.

Αλήθεια, εσείς τι πιστεύετε;