H διαφορά είναι ότι οι προηγούμενοι επιχειρούσαν να ελέγξουν το τοπίο με την άρνηση ολοκλήρωσης της διαδικασίας που προβλέπεται από το (αναθεωρημένο) Σύνταγμα τακτικής αδειοδότησης, η οποία αναφέρει ότι «ο άμεσος έλεγχος του Κράτους… λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας». Οι τωρινοί χρησιμοποιούν την αδειοδότηση και την αναδρομική φορολόγηση για να διαμορφώσουν κατά το δοκούν το τηλεοπτικό τοπίο, με βάση την αρχή «το πολιτικώς τερπνόν (πολιτική επιρροή), μετά του δημοσιονομικώς ωφελίμου (έσοδα)». Έμπρακτή απόδειξη το γεγονός ότι τα έσοδα που έχουν ήδη προβλεφθεί είναι τελείως εκτός αγοράς. Μιλάμε για 350 εκατ. ευρώ υπεσχημένα στην Ε.Ε. ως προσδοκώμενα έσοδα από τη ραδιοτηλεόραση, όταν οι πωλήσεις -και όχι τα κέρδη, αφού τα περισσότερα είναι ζημιογόνα- των καναλιών εθνικής εμβέλειας στο σύνολο τους κινούνται περί τα 230 εκατ. ευρώ.

Το υπόλοιπο μέρος του «παιχνιδιού» θα παιχθεί μέσω των όρων της αδειοδότησης, οι οποίοι φαίνεται ότι θα κινηθούν στο άλλο άκρο από αυτό της προηγούμενης κυβέρνησης. Από την απόλυτη εύνοια στην εξόντωση των (περισσότερων) υφιστάμενων επιχειρήσεων. Όλα αυτά θα οδηγήσουν αργά ή γρήγορα σε συγκρούσεις που θα έχουν πιθανότατα και νομικό χαρακτήρα, αφού ήδη οι τηλεοπτικές επιχειρήσεις, με αφορμή το ζήτημα των τελών χρήσης συχνοτήτων, πρόκειται να προσφύγουν στα ελληνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια. Αυτό θα είναι πιθανότατα το προοίμιο της πολύ ευρύτερης σύγκρουσης που θα υπάρξει όταν θα έρθει η κυρίως διαδικασία της αδειοδότησης.

Επί της ουσίας βέβαια και οι δύο πολιτικές -και η ακραία εύνοια και το αντίθετό της- στηρίζονται σε ένα απαρχαιωμένο Σύνταγμα, που προβλέπει τον άμεσο έλεγχο του κράτος στο όνομα διαφόρων «καλών σκοπών», τους οποίους το κράτος έχει απολύτως αποτύχει εδώ και δεκαετίες να υπηρετήσει. Ωραία λόγια, κενά περιεχομένου. «Ο άμεσος έλεγχος του Κράτους… έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας». Λες και μπορούσε να υπάρχει ραδιόφωνο και τηλεόραση «χωρίς προϊόντα λόγου και τέχνης», μόνο με άναρθρους ήχους ή να επιτευχθεί ποτέ αντικειμενική χρήση της τηλεόρασης που θα ελέγχεται από μια –οποιαδήποτε- κυβέρνηση. Όσο για την ποιοτική στάθμη, ας το αφήσουμε καλύτερα. Την ματαιότητα όλων αυτών συμβολίζει η πρόσφατη «σπουδαία» πολιτική δήλωση της κ. Ραχήλ Μακρή που αναπαρήγαγαν τα δελτία ειδήσεων: «Είμαι “γκαζοφονιάς”… οδηγάω και ακούω Παντελίδη!». Σε μια φράση συνοψίζονται όλα: κοινωνική αποστολή, προϊόντα λόγου και τέχνης, εξασφάλιση ποιοτικής στάθμης, επί ίσοις όροις μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων.

Ακόμα όμως και η τεχνική πλευρά του καθεστώτος αυτού έχει καταρρεύσει. Το διαδίκτυο υποκαθιστά το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, προσφέροντας ακριβώς τα ίδια προϊόντα (και πολλά ακόμα), χωρίς κανείς να μπορεί να το ελέγξει. Η σπανιότητα των συχνοτήτων είναι πλέον ανέκδοτο. Η αδειοδοτική διαδικασία απλώς διευκολύνει τον ολιγοπωλιακό και πολιτικό-κομματικό έλεγχο της αγοράς. Τι θα ήταν καλύτερο να γίνει; Να αλλάξουν ριζικά τόσο το Σύνταγμα όσο και οι σχετικές διαδικασίες και το κράτος να αποχωρήσει ήσυχα από τον χώρο αυτό, που για πολλά χρόνια τόσο ταλαιπώρησε και να μείνει μόνο στους ρόλους που μπορεί πράγματι να επιτελέσει: Διασφάλιση της άμεσης πρόσβασης των πολιτών στον πολιτικό λόγο και την πληροφορία (όπως κάνει στις ΗΠΑ το c-Span), προώθηση (επιδότηση δηλαδή) της τέχνης και των γραμμάτων, ώστε να έχουν πρόσβαση σ’ αυτές οι πολίτες, τιμωρία από τη δικαιοσύνη όσων παραβιάζουν τον ποινικό νόμο και προστασία από τις αρμόδιες ανεξάρτητες αρχές του ανταγωνισμού, της πολυφωνίας και των θεμελιωδών κανόνων δημοσιογραφικής και τηλεοπτικής δεοντολογίας.