Έγραφα τότε ότι τα άλλοτε κραταιά κόμματα, τα δύο πρώην megabrands της ελληνικής πολιτικής, φαίνονταν να χάνουν μέρος του loyalty του κοινού επειδή είχαν χάσει κάτι ακόμα σημαντικότερο, το brand equity. Μεγάλο τμήμα των κοινών-στόχων τους δεν καταλάβαινε αν η πρότασή τους (brand proposition) παρέμενε αυτή στην οποία είχαν στηριχθεί στα χρόνια της ισχύος τους ή έστω ποια την είχε αντικαταστήσει. Δεν καταλάβαινε επίσης πόσο αυτά συνδέονταν με τις κεντρικές τους αξίες (core values), ενώ ταυτόχρονα η προσωπικότητά τους (brand personality) έδειχνε αλλαγμένη. Τα όσα είχαν συμβεί έκαναν κεντρικά στοιχεία του brand DNA όπως το «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», η «Αλλαγή», το «λαός ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία», ή το «ανήκομεν εις την Δύσιν», η ελευθερία του επιχειρείν και το «πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια» να φαίνονται ότι δεν υπηρετούντο πειστικά ή ότι, έστω πρόσκαιρα, εκφράζονταν πειστικότερα από άλλα πολιτικά brands. Την ίδια στιγμή, ένα πρώην niche brand έκανε ένα επιτυχημένο rebranding. Λαμβάνοντας υπόψη τις επιθυμίες των δυνητικών πελατών, μετέφερε στην ταυτότητά του στοιχεία που είχαν απολέσει τα δύο μεγάλα brands, ενώ μεταφράζοντας έξυπνα τα όσα συνέβαιναν στο εξωτερικό ευρωπαϊκό περιβάλλον έχτισε ένα proposition που μπορούσε να απευθυνθεί αποτελεσματικά και σε πρώην μη ευήκοα ώτα.

Έκτοτε το ένα από τα δύο παλιά megabrands συνέχισε να σπαταλά το παλιό DNA του, χωρίς να χτίζει αποτελεσματικά κάποιο καινούργιο. Το άλλο κατάφερε να διατηρηθεί ζωντανό επιστρέφοντας σε μέρος του DNA του (το «ανήκομεν εις τη Δύσιν»), αλλά μόνο εν μέρει, αφού δεν κατάφερε να παρέχει πειστικό proposition μην χτίζοντας οποιοδήποτε όραμα για τα κοινά-στόχους. Το νέο ισχυρό brand κατάφερε να κερδίσει ηγετικό μερίδιο στην πολιτική αγορά αλλά πολύ γρήγορα πρόδωσε τόσο την πρόταση όσο και τις κεντρικές αξίες πάνω στα οποία είχε χτιστεί. Αυτό του κόστισε 330.000 ψηφοφόρους, ενώ συνολικά περισσότεροι από 550.000 ψηφοφόροι αρνήθηκαν να ψωνίσουν σε μια αγορά χωρίς ελκυστικά brands. Διατήρησε την ηγετική θέση λόγω συνέπειας στo brand personality και απουσίας άλλων πειστικών ανταγωνιστικών καλοδομημένων brands. Με δεδομένο όμως ότι το brand personality είναι το πιο ρηχό και εφήμερο από τα συστατικά στοιχεία ενός brand, είναι εμφανές ότι η πολιτική αγορά θα συνεχίσει να έχει ανάγκη από σωστά, ολοκληρωμένα και καλοσχεδιασμένα brands. Και εδώ είναι που προκύπτει το ερώτημα: Άραγε θα καταφέρει κάποιο από τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα να αναδομήσει το brand του ή θα αναπτυχθεί κάποιο νέο;