Η τάση αυτή αποτελεί ένα σφάλμα στον μηχανισμό της αντίληψης. Τα σφάλματα τύπου Α (false positive) αφορούν την πίστη σε κάτι που δεν ισχύει. Τα σφάλματα τύπου Β (false negative) συμβαίνουν όταν δεν αναγνωρίζουμε κάτι που ισχύει ως σωστό. Οι εγκέφαλοί μας έχουν εξελιχθεί ως μηχανές δημιουργίας συσχετισμών- μηχανές που ενώνουν τις κουκίδες που προκύπτουν στη φύση και πέφτουν στην αντίληψή μας.

Κάποιες φορές το Α συνδέεται με το Β, και κάποιες άλλες όχι. Όταν όντως συνδέεται, τότε έχουμε μάθει κάτι χρήσιμο για το περιβάλλον – κάτι με βάση το οποίο μπορούμε να κάνουμε προβλέψεις που βοηθούν την επιβίωση και την αναπαραγωγή μας. Είμαστε όλοι απόγονοι πλασμάτων που τα πήγαν καλά στο να εντοπίζουν σχέσεις και σχήματα. Δυστυχώς όμως δεν έχουμε αναπτύξει έναν ικανοποιητικό «μηχανισμό εντοπισμού μούφας» έτσι ώστε να ξεχωρίζουμε αποτελεσματικά τα αληθινά σχήματα από αυτά που δεν ισχύουν. Αλλά η έλλειψη ενός τέτοιου μηχανισμού δεν είναι αρκετά καταστροφική για να ασκήσει επαρκείς εξελικτικές πιέσεις – και τελικά να ξεριζωθεί από τη γονιδιακή δεξαμενή.

Οι βιολόγοι Kevin Foster και Hanna Kokko, μέσα από ειδικά αλγοριθμικά μοντέλα αποδεικνύουν ότι όποτε το κόστος της πίστης σε ένα ψευδές σχήμα/σχέση είναι μικρότερο από αυτό της μη πίστης σε ένα σχήμα που ισχύει, τότε η φυσική επιλογή θα ευνοεί τη γενετική προδιάθεση εξεύρεσης σχημάτων.

Για παράδειγμα, η πίστη ότι το σάλεμα των φύλλων ενός θάμνου συνδέεται με την παρουσία ενός επικίνδυνου θηρευτή (ενώ στην πραγματικότητα είναι ο άνεμος) δεν έχει ιδιαίτερο κόστος. Η πίστη όμως ότι το φαινόμενο οφείλεται πάντα στον άνεμο (ενώ πίσω από το θάμνο καιροφυλακτεί ένα λιοντάρι) μπορεί να κοστίσει σε ένα ζώο τη ζωή του. Με άλλα λόγια, τα false alarms είναι ανεκτά ως κόστος των σωστών προβλέψεων – μία απλά ενοχλητική παρενέργεια των υπερευαίσθητων μηχανισμών συσχέτισης.