Κατατέθηκε λοιπόν στη Βουλή πριν μερικές ημέρες το νομοσχέδιο για τα ΜΜΕ, με το οποίο ενσωματώνεται στην εθνική νομοθεσία η τροποποιημένη οδηγία της ΕΕ με αριθμό 2018/1808, επιτρέποντας ένα πρώτο σχόλιο για τα όσα περιλαμβάνει.

Το νομοσχέδιο ενσωματώνει ευρωπαϊκή οδηγία που έχει ψηφιστεί το 2018 από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων, ενώ παράλληλα περιλαμβάνει επιπλέον διατάξεις για την εύρυθμη λειτουργία της τηλεοπτικής αγοράς των ΜΜΕ ευρύτερα, τα οποία έχουν πληγεί σοβαρά από την πανδημία.

Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος του, το πιο σημαντικό είναι ότι για πρώτη φορά ρυθμίζεται το οπτικοακουστικό περιεχόμενο σε όλες τις μορφές προβολής και αναπαραγωγής του, δηλαδή την παραδοσιακή γραμμική τηλεόραση, τις κατά παραγγελία οπτικοακουστικές υπηρεσίες (συνδρομητική, ondemand, Netflix), αλλά και για τις πλατφόρμες διαμοιρασμού video, όπως π.χ. το YouΤube και τις υπηρεσίες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ως προς το οπτικοακουστικό τους περιεχόμενο.

Ωστόσο, οι διατάξεις που αφορούν στην εσωτερική αγορά, παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι φέρνουν 15 αλλαγές. Από τις σημαντικότερες είναι οι ρυθμίσεις για την άμβλυνση των οικονομικών επιπτώσεων που υφίστανται οι επιχειρήσεις ΜΜΕ στην παρούσα, δύσκολη συγκυρία.

Πιο συγκεκριμένα, προβλέπεται η απαλλαγή των περιφερειακών τηλεοπτικών σταθμών από την καταβολή του 1,5% των ετήσιων διαφημιστικών τους εσόδων για την παραγωγή κινηματογραφικών έργων, ενώ παράλληλα τους απαλλάσσει από τον ειδικό φόρο διαφήμισης συντελεστή ύψους 5% έως και τις 31/21/2022. Θετικό το βήμα, θα μπορούσε ωστόσο να ήταν μόνιμο, καθώς η περιφερειακή τηλεόραση βάλλεται πανταχόθεν χρόνια τώρα και πρέπει να στηριχθεί περαιτέρω.

Θετική σε ένα βαθμό είναι και η ρύθμιση για την διατήρηση των θέσεων εργασίας, η οποία δίνει τη δυνατότητα στους τηλεοπτικούς σταθμούς να προσμετρούν στους εργαζομένους τους ποσοστό έως 15% από προσωπικό που απασχολείται με εξαρτημένη σχέση εργασίας σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις ή ανεξάρτητες εταιρείες παραγωγής, οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες για τις ανάγκες του συγκεκριμένου σταθμού.

Εξίσου θετική είναι η ενθάρρυνση για την υλοποίηση επενδύσεων από τους τηλεοπτικούς σταθμούς σε πρόγραμμα, εξοπλισμό και υποδομές προς όφελος του τηλεοπτικού κοινού, μέσω της δυνατότητας απομείωσης της ετήσιας δόσης της άδειας για το 2020 για το αντίστοιχο ποσό. Και μπορεί στο σημείο αυτό η αντιπολίτευση να θεωρεί ότι χαρίζονται χρήματα στους καναλάρχες, ωστόσο η επένδυση της διαφοράς σε πρόγραμμα, λειτουργεί πολλαπλασιαστικά για την τηλεοπτική βιομηχανία, δημιουργώντας επιπλέον οικονομική ανάπτυξη σε εκατοντάδες εργαζόμενους.

Σημαντική είναι και η διάσταση της διαφάνειας. Στο πλαίσιο αυτής, εισάγει την υποχρέωση καταγραφής στο Μητρώο του ΕΣΡ του συνόλου των εγκατεστημένων στην Ελλάδα παρόχων υπηρεσιών μέσων επικοινωνίας, γραμμικών, συνδρομητικών και κατά παραγγελία, ενώ ρυθμίζει θέματα που αφορούν στην έγκριση μεταβιβάσεων ραδιοφωνικών σταθμών ή της εισδοχής νέου εταίρου σε τέτοιες επιχειρήσεις και θεμελιώνει το ασυμβίβαστο της παράλληλης συμμετοχής σε ραδιοφωνική επιχείρηση, φορέα ραδιοφωνικού σταθμού ελεύθερης λήψης και σε διαφημιστική επιχείρηση προς το σκοπό της διασφάλισης της συντακτικής ελευθερίας των παρόχων ραδιοφωνικών υπηρεσιών.

Τέλος, θεσπίζεται η υποχρέωση οικονομικής συνεισφοράς (1,5% του κύκλου εργασιών που αφορά στην Ελλάδα) στους παρόχους κατά παραγγελία υπηρεσιών μέσων επικοινωνίας που απευθύνονται σε ελληνικό κοινό ενώ εδρεύουν σε άλλο κράτος-μέλος. Υπάρχουν και άλλες διατάξεις, όπως π.χ. ο ορισμός ως καταληκτικής ημερομηνίας για τη διαδικασία αδειοδότησης των περιφερειακών και θεματικών τηλεοπτικών σταθμών την 31η Δεκεμβρίου 2022, αλλά και το σχέδιο τεχνολογικής αναβάθμισης της ΕΡΤ.

Το σίγουρο είναι πως δεν πρόκειται για ένα τέλειο νομοσχέδιο, εξακολουθεί να αφήνει γκρίζες ζώνες. Είναι ωστόσο ένα πρώτο βήμα και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί.