Παρά το γεγονός ότι ως νομοσχέδιο αναφέρεται στον τρόπο λειτουργίας του Τύπου, περιλαμβάνει και σημαντικές παρεμβάσεις για ζητήματα διαφήμισης, οι οποίες προκάλεσαν την έντονη αντίδραση τόσο της ΕΔΕΕ, όσο και του ΣΔΕ, θεσμικών οργάνων που συμμετείχαν στη δημόσια διαβούλευση. Πρώτα από όλα για το άρθρο 32 του νομοσχεδίου, το οποίο αναφέρει ότι «απαγορεύεται κάθε άμεση ή έμμεση οργανωμένη και συστηματική ή μη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ διαφημιζόμενων επιχειρήσεων ή/και διαφημιστών, ή μεταξύ των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, σχετικά με τις τιμές πώλησης ή τις μέσες τιμές πώλησης ή το κόστος ανά μονάδα διαφημιστικής φόρτισης (CPR) ή τη διαφημιστική δαπάνη για την αγορά διαφημιστικού χώρου ή χρόνου από μέσα».

Ο ΣΔΕ επισήμανε την αντίθεσή του στο θέμα, ζητώντας να αφαιρεθεί η σχετική πρόβλεψη: «Όπως έχουμε επανειλημμένα αναλυτικά αναπτύξει, η καθολική απαγόρευση ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ συνεργατών (διαφημιζομένων, διαφημιστών και Μέσων), ΔΕΝ προστατεύει τον ανταγωνισμό, αντίθετα αποτελεί αδικαιολόγητη παρέμβαση στην λειτουργία της διαφημιστικής αγοράς καθώς:
α. Οδηγεί σε απαγόρευση παροχής υπηρεσιών από εταιρείες μέτρησης Μέσων (συγκεκριμένα, υπηρεσιών media benchmarking). Οι υπηρεσίες αυτές είναι απολύτως νόμιμες και απαραίτητες για την ομαλή λειτουργία της αγοράς, αποτελούν βασικό εργαλείο για κάθε διαφημιζόμενο, προσφέρονται σε όλες τις Ευρωπαϊκές και ανεπτυγμένες χώρες και η απαγόρευσή τους παραβιάζει την ελευθερία του επιχειρείν.
β. Οδηγεί σε απαγόρευση της απολύτως θεμιτής ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ συνεργατών (διαφημιζομένων και διαφημιστών), λειτουργώντας υπέρ της πλήρους αδιαφάνειας της αγοράς και δημιουργώντας τον κίνδυνο μονοπωλιακών πρακτικών από την πλευρά των Μέσων.
γ. Λειτουργεί σε βάρος του υγιούς και θεμιτού ανταγωνισμού, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά δεν εμπίπτουν σε καμία περίπτωση στις διατάξεις της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού.

Η απαγόρευση ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των μερών και κατά συνέπεια, παροχής υπηρεσιών media benchmarking, όχι μόνο στερείται νομικής βάσης, αλλά συνιστά αδικαιολόγητη παρέμβαση στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς κατά παράβαση του ευρωενωσιακού καθεστώτος αλλά και της συνταγματικής ελευθερίας που προβλέπεται από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος περί της ελευθερίας ανάπτυξης οικονομικής δραστηριότητας».

Ωστόσο διαφωνία υπάρχει και για το άρθρο 33 του νομοσχεδίου, το οποίο προβλέπει ότι «χρόνος και χώρος για διαφημίσεις, χορηγίες και κάθε μορφής εμπορική επικοινωνία δύναται να εισφέρονται ως μετοχικό κεφάλαιο σε επιχειρήσεις κάθε μορφής». Αναλύοντας τη διαφωνία του, ο ΣΔΕ αναφέρει πως «αν η ΓΓΕΕ επιθυμεί να δώσει τη δυνατότητα πληρωμής της διαφήμισης σε είδος (με αντιπαροχή προϊόντων ή υπηρεσιών του διαφημιζόμενου) και όχι μόνο σε χρήμα, θα έπρεπε να γράφεται αυτό απλά και ρητά και πάντως με τήρηση της υποχρέωσης τιμολόγησης της διαφήμισης (παρ.2) και όλων των παρελκόμενων ρυθμίσεων του άρθρου 12 (…)».

Ο Σύνδεσμος εκτιμά ότι «καταστρατηγείται η ακρογωνιαία διάταξη του Ν.2328 που αναφέρει ότι για κάθε διαφημιστική μετάδοση πρέπει να εκδίδεται και το αντίστοιχο τιμολόγιο, με μια πρωτοφανή ρύθμιση, όπου η απλή υπόσχεση διαφημιστικού χώρου ή χρόνου, χωρίς υποχρέωση υλοποίησης και χωρίς τιμολόγηση, επιτρέπεται κατά νόμο να “εισφέρεται σε είδος” στο μετοχικό κεφάλαιο οιασδήποτε επιχείρησης, με αποτέλεσμα να αποκτώνται, μετοχικά δικαιώματα με πλήρη αδιαφάνεια». Στα παραπάνω συμφωνεί και η ΕΔΕΕ, ζητώντας και εκείνη την αφαίρεση του άρθρου. Μένει να δούμε τι από όλα τα παραπάνω θα ληφθεί υπόψη πριν το νομοσχέδιο πάρει το δρόμο προς τη Βουλή. Διαφορετικά για άλλη μια φορά θα έχει γίνει μία τρύπα στο νερό.