Το τρισέλιδο κείμενό του θεωρήθηκε τόσο φρέσκο, ευθύ, ανεπιτήδευτο και ξεχωριστό, ώστε οι εργοδότες του αποφάσισαν να το δημοσιεύσουν. Και όπως αποδείχθηκε, έπραξαν σωστά γιατί το feedback που έλαβαν ήταν απρόσμενα μεγάλο και η έρευνα γρήγορα εξελίχθηκε σε αντικείμενο συζήτησης σε blogs, παραδοσιακά μέσα και επιχειρηματική κοινότητα.

Αδιαφορώντας για τα τηλεοπτικά σποτ
Τι κι αν η ανάλυσή του για την τηλεόραση βασίζεται σε μερικά αυθαίρετα συμπεράσματα; Αυτό που μετράει είναι ότι προκύπτουν αξιοσημείωτα ευρήματα σχετικά με τις προτιμήσεις των συνομηλίκων του. Για παράδειγμα, ο λονδρέζος teenager υποστηρίζει ότι η έλλειψη ελεύθερου χρόνου δεν αποτελεί «προνόμιο» μόνο των ενηλίκων: «Είναι λιγότεροι πια αυτοί που παρακολουθούν καθημερινά συγκεκριμένα προγράμματα και αυτό γιατί δυσκολεύονται να ξεκλέψουν λίγο χρόνο», αναφέρει και ακολούθως εστιάζει στον κόσμο των διαφημίσεων.

Αυτό που διαπιστώνει είναι ότι τα τηλεοπτικά σποτ αφήνουν παγερά αδιάφορη τη νεολαία, εξ ου και η συνήθεια των νεαρών τηλεθεατών «να κάνουν ζάπινγκ ή να καταπιάνονται με κάτι άλλο όταν κάνουν την εμφάνισή τους οι διαφημίσεις». Γιατί ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι πολλοί αποφασίζουν να μην εγγραφούν σε υπηρεσίες high definition επειδή «οι διαφημίσεις προβάλλονται σε standard definition, άρα δεν διακρίνουν τη διαφορά»; Άβυσσος η ψυχή του πιτσιρικά…

Είδος προς εξαφάνιση οι νεαροί αναγνώστες;
«Δεν γνωρίζω κάποιον έφηβο που να διαβάζει τακτικά εφημερίδες», μας ενημερώνει ο Robson και συνεχίζει: «Οι περισσότεροι δεν έχουν τον απαιτούμενο ελεύθερο χρόνο, συνεπώς δεν βρίσκουν το λόγο γιατί να διαβάζουν ατελείωτες σελίδες ύλης όταν μπορούν να ενημερωθούν περιληπτικά στο internet και την τηλεόραση». Διευκρινίζει πάντως ότι δεν είναι μόνο ζήτημα χρόνου αλλά και κόστους, μιας και «οι νέοι δεν έχουν μάθει να πληρώνουν για μια εφημερίδα».

Γι’ αυτό, λοιπόν, επιλέγουν τα δωρεάν έντυπα και τις (φθηνότερες) tabloids – η The Sun αποτελεί τρανό παράδειγμα, σύμφωνα με τον ίδιο, μιας και από τότε που μειώθηκε η τιμή της έχει δει πολλούς γνωστούς του να τη διαβάζουν.

Power to the listeners!
Περιστασιακοί ακροατές είναι σύμφωνα με το 15χρονο επίδοξο αναλυτή οι περισσότεροι συνομήλικοί του, ενώ ο κυριότερος λόγος που συντονίζονται στα ερτζιανά είναι για να ακούσουν μουσική. Πάντως, όπως επισημαίνει, προτιμούν πια τους online ραδιοφωνικούς σταθμούς καθότι «τους προσφέρουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν το δικό τους playlist και μάλιστα χωρίς την παρεμβολή διαφημίσεων».

Συχνάζοντας σε online στέκια
«Κάθε νεαρός έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο», εκτιμά, προτού καταθέσει την άποψή του για τις συνήθειες των συνομηλίκων του σε ό,τι αφορά τα sites κοινωνικής δικτύωσης. Με παιδική αφέλεια και έντονα επηρεασμένος από το μικρόκοσμό του, τονίζει ότι «σχεδόν κάθε χρήστης είναι εγγεγραμμένος στο Facebook και μάλιστα το επισκέπτεται τουλάχιστον 4 φορές την εβδομάδα». Δεν έχει, ωστόσο, ανάλογα θετική άποψη για το Twitter. Διότι (μπορεί οι περισσότεροι να έχουν κάνει register, όμως) είναι λίγοι αυτοί που ασχολούνται με αυτό γιατί πολύ απλά το καθημερινό «τιτίβισμα» και δη μέσω κινητού τηλεφώνου κοστίζει. Και, συν τοις άλλοις, ποιος ο λόγος να πληρώνουν όταν, όπως παραδέχεται στωικά, «ουδείς παρακολουθεί το προφίλ μας» -χρήσιμο μάθημα για τα brands που συχνά πυκνά σπεύδουν, προτού καν καταλήξουν για τη χρησιμότητά της, να «αγκαλιάσουν» μία μόδα απλώς επειδή αυτό κάνουν ανταγωνιστές τους.

Τι άλλο αποκαλύπτουν οι, κατά Robson, «Δέκα Εντολές» για τις συνήθειες των νέων στο διαδίκτυο; Ότι δεν επιδίδονται σε online αγορές απλούστατα γιατί είναι ελάχιστοι αυτοί που διαθέτουν πιστωτική κάρτα, ότι συχνάζουν στο YouTube και ότι για τις αναζητήσεις τους χρησιμοποιούν κυρίως το Google επειδή είναι «ένα brand γνωστό και εύκολο στη χρήση».

Αυτά που θέλει ο πελάτης
Αναφερόμενος στην online διαφήμιση, o 15χρονος Matthew αποφαίνεται ότι «οι νέοι θεωρούν τα pop ups και τα banner ads ιδιαίτερα εκνευριστικά και ανούσια» και υποστηρίζει ότι «ουδέποτε τους δίνουν πραγματικά σημασία». Αντιθέτως, θεωρεί ότι «υποστηρίζουν και ενίοτε απολαμβάνουν το viral marketing για το πολλές φορές ενδιαφέρον και χιουμοριστικό περιεχόμενό του».

Όσο για την υπαίθρια διαφήμιση, δηλώνει αποστομωτικά ότι «την αγνοούμε γιατί εκτιθέμεθα σε αυτήν από τότε που πρωτοβγήκαμε έξω και επιπροσθέτως, συνήθως, δεν απευθύνεται σε εμάς». Πάντως, παραδέχεται ότι υπάρχουν και καμπάνιες, όπως αυτή για το παιχνίδι Grand Theft Auto IV, οι οποίες κεντρίζουν το ενδιαφέρον τους χάρη στη διαφορετικότητά τους.


Δεσμώτες των κινητών τηλεφώνων
«Το 99% των νεαρών διαθέτει κινητό τηλέφωνο», είναι η τραβηγμένη διαπίστωσή του, ενώ δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τα Sony Ericsson τα κορυφαία τηλέφωνα – έστω και άθελά του, λοιπόν, μετατράπηκε σε τυπικό παράδειγμα brand ambassador.

Θίγοντας και πάλι το ζήτημα του περιορισμένου budget, ο Robson επισημαίνει ότι το μέσο παιδί της ηλικίας του δεν έχει την οικονομική δυνατότητα -ω, τι δυστυχία- για βιντεοκλήσεις και mms παρά μόνο για απλές κλήσεις και sms. Επίσης, όπως ισχυρίζεται, ελάχιστα ασχολείται πια με το (ακριβό) χόμπι των ringtones και σπανίως «σερφάρει» μέσω κινητού. Τουναντίον, χρησιμοποιεί συχνά το Bluetooth, κάτι που αποτελεί ενδιαφέρουσα είδηση για τους εκπροσώπους της υπαίθριας διαφήμισης.

Τα παιδία παίζει
«Όχι, δεν καταπιάνονται με παιχνιδομηχανές μόνο τα αγόρια», δηλώνει με βεβαιότητα και εξηγεί ότι το λανσάρισμα του Wii δημιούργησε μια νέα «φουρνιά» παικτών από κορίτσια και ακόμα νεότερες ηλικίες. Θεωρεί ότι η δυνατότητα που παρέχουν πολλές κονσόλες για σύνδεση στο διαδίκτυο καθιστά εφικτό το voice chat. Κάτι που «έχει αντίκτυπο στη χρήση του κινητού τηλεφώνου, μιας και έτσι μπορούν να μιλήσουν δωρεάν». Τέλος, αναφέρει ότι οι νέοι προτιμούν να «κατεβάσουν» παρά να αγοράσουν παιχνίδια για τον υπολογιστή τους.

Από μικροί στην… παρανομία
«Με όποιο δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις», συνεπώς, με δεδομένη την ευρεία εξάπλωση της πειρατείας στη μουσική βιομηχανία, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το συμπέρασμα του Robson ότι 8 στους 10 έφηβοι κατεβάζουν παράνομα μουσική. Τόσο γιατί έτσι μεγάλωσαν, όσο και επειδή θεωρούν τις νόμιμες πηγές downloading σχετικά ακριβές για την τσέπη τους. Είναι δε τόσο μεγάλη η απροθυμία τους να πληρώσουν για μουσική, ώστε, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ελάχιστοι αυτοί που έχουν αγοράσει cd.

Κάτι αντίστοιχο, δηλαδή να τις «κατεβάζουν», πράττουν και με κινηματογραφικές ταινίες, αν και, όπως επεξηγεί, η βόλτα στο σινεμά εμπεριέχει πολλά περισσότερα από την παρακολούθηση μιας ταινίας – η δικαίωση των multiplex ως ολοκληρωμένων χώρων ψυχαγωγίας. «Είναι εμπειρία», λέει ο μικρός και συμπληρώνει ότι μαζί με τις συναυλίες, το σινεμά είναι ένα από τα ελάχιστα θεάματα, για τα οποία, αυτός και οι συνομήλικοί του είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν…

Με το βλέμμα στο μέλλον
Ένα εύλογο ερώτημα, λοιπόν, είναι γιατί αποδείχτηκε τελικά τόσο, μα τόσο δημοφιλής αυτή η έκθεση. Μήπως οι αδίστακτοι ρυθμοί της καθημερινότητας και η πίεση της δουλειάς μας εμποδίζουν να δούμε την πραγματικότητα και να αντιληφθούμε αυτά που ένας νεαρός μαθητής βλέπει τόσο ξεκάθαρα και θεωρεί αυτονόητα; Ή ήταν, λόγου χάρη, πράγματι τόσο ρηξικέλευθο το συμπέρασμα ότι οι νέοι καταναλώνουν όλο και περισσότερα μίντια μα είναι απρόθυμοι να πληρώσουν γι’ αυτά;

Την απάντηση οφείλει να την αναζητήσει ξεχωριστά ο καθένας μας μέσα του. Και ίσως αυτό είναι το μεγαλύτερο όφελος που προέκυψε από την έρευνα του νεαρού Λονδρέζου. Όχι τα ευρήματά του, αλλά η παραδοχή ότι πρέπει να ξαναδούμε το δάσος και όχι το δέντρο. Να χαλαρώσουμε λίγο και να θέσουμε και πάλι το μυαλό μας σε εγρήγορση. Να κάνουμε μία νέα, ειλικρινή αρχή. Να ξαναβρούμε τη χαμένη μας παιδικότητα και την αγνότητα πρότερων εποχών, όπως τότε που καθόμασταν στο θρανίο δίπλα στον… Θυμάστε πώς τον έλεγαν, έτσι;