Θα είμαι σαφής από την αρχή. Παραφράζω τη φράση «γίνε η αλλαγή που θα ήθελες να συμβεί» σε: «γίνε ο ηγέτης που θα ήθελες να έχεις». Καλά καταλάβατε, επηρεάστηκα από τις προσφατες εκλογές. Φυσικά και κατανοώ απόλυτα (χωρίς να συμφωνώ κατ’ ανάγκη) τον μισό πληθυσμό των νεοελλήνων ψηφοφόρων, οι οποίοι απέχοντας δήλωσαν ένα ισχυρό αδιαφορώ, αρνούμαι… και δημιούργησαν έτσι το μεγαλύτερο απόν εκλογικό σώμα της νεότερης Ελλάδας. Όμως το χειρότερο είναι να θεωρήσουμε ότι αυτή η μορφή «διαμαρτυρίας» είναι αρκετή.

Όχι, η αντίδραση διά της απουσίας μας, η έκφραση της άρνησης, της αδιαφορίας ή εντέλει του αδιεξόδου που ενδεχομένως βιώνουμε μέσω της απόσυρσής μας, όλα αυτά έχουν ένα κοινό μειονέκτημα: το στερητικό «α-» στη αρχή τους. Γι’ αυτό και σύμφωνα με κάποιους, τα παραπάνω δεν αποτελούν πράξη.

Μπορεί πρόσκαιρα να νιώθουμε ότι αυτό το «χρωστάμε» στον εαυτό μας. Δεν θα το κρίνω – ο καθένας όπως εκτιμά. Όμως μετά; Τι γεύση αφήνει μια τέτοια στάση μας; Πικρή. Και μάλιστα, διπλά πικρή: Πρώτον, γιατί διαπιστώνουμε ότι δεν συμβάλαμε προς την κατεύθυνση που θέλαμε, και δεύτερον -και κυριότερο-, γιατί αισθανόμαστε και προσωπικά την αδράνεια αυτή, και ενισχύεται πλέον η εσωτερική μας δυσαρέσκεια, κυρίως με τον ίδιο μας τον εαυτό. Άρα, πρόσκαιρα η αποχή αυτή μπορεί να εκτόνωσε κάποιους, όμως ήταν μια ψευδαίσθηση δράσης. Όπως συμβαίνει με κάθε αποχή.

Η δράση περιμένει μπροστά μας. Και θα μπορέσουμε να δράσουμε αποτελεσματικά, μόνο αν προηγουμένως σκεφτούμε ηγετικά. Ας γίνουμε λοιπόν ηγέτες, πρώτα στη σκέψη και στη συνέχεια στην πράξη: με όραμα, το οποίο θα λειτουργήσει ως πόλος έμπνευσης και έλξης, και με δέσμευση και συνέπεια, προκειμένου να το υλοποιήσουμε.

Πόσο δύσκολο θα σας φαινόταν να ακολουθήσετε αυτήν τη μαγική συνταγή στα περιβάλλοντα όπου κινείστε; Ας αναρωτηθούμε, έχουμε δοκιμάσει να αποτελέσουμε τον ηγέτη του μικρόκοσμού μας (στην οικογένεια, το τμήμα διεύθυνσης ή ευθύνης μας, μεταξύ φίλων, οπουδήποτε αρκεί να είναι κάπου) έστω και για μικρό χρονικό διάστημα; Μήπως ήρθε η ώρα να το κάνουμε; Γιατί όμως τώρα;

Γιατί η εποχή μας επιτάσσει την αλλαγή. Και αυτή η προσωπική αλλαγή ρόλου μας, αποδεικνύεται η πιο αποτελεσματική διαχείριση των συνθηκών. Πολλοί συμπολίτες μας θεωρούν την εμφάνιση ενός ηγέτη ικανή συνθήκη για να συμβεί η αλλαγή. Δεν είναι όμως έτσι. Προϋπόθεση μπορεί να είναι (αναγκαία συνθήκη, όπως λέγαμε στο σχολείο), δεν είναι όμως και ικανή από μόνη της για να επιτευχθεί ο στόχος. Αντίθετα, αν ο καθένας μας αλλάξει ρόλο και βαθμό εμπλοκής μέσα από μια ηγετική οπτική, θα προκαλέσει και την εμφάνιση του ενός, ο οποίος θα υιοθετήσει το ρόλο του ηγέτη, αλλά και θα συμβάλει στο έργο του αποτελεσματικά.

Εξάλλου, μέσω της στάσης μας αυτής θα αντιληφθούμε και τις άλλες ικανότητες και δυνατότητές μας, που δεν γνωρίζαμε ότι διαθέτουμε, αφού κατανοούμε τις ικανότητες μόνο μέσα από τη δράση – όχι στα λόγια, όχι στη θεωρία. Ακόμη, μόνο έτσι θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε και τους άλλους, ιδιαίτερα όσους κατακρίνουμε ως αποτυχημένους ηγέτες. Και αυτό θα αποδειχθεί πολύ χρήσιμο, όταν κληθούμε να συμπορευτούμε με όποιους αναλάβουν ηγετικό ρόλο.
Θυμάστε το χαριτωμένο και πολυφορεμένο παλιότερα: «Αν ήμουν εγώ πρωθυπουργός για μία μέρα, θα…»; Ε, λοιπόν, ας διαπιστώσουμε στην πράξη, τι «θα…» ως ηγέτες μικρότερου ή μεγαλύτερου «βασιλείου»… Φυσικά, ας μην ξεχνάμε: Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος η ηγεσία-Leadership να μετατραπεί σε …Leadersheep! Φωνάξτε, κάποιος, έναν ηγέτη να το αποτρέψει, γιατί χανόμαστε.

* Κουίζ: Τι λέει η συγκεκριμένη αυτόνομη τοποθέτηση; Η πρώτη φωνή, η «εσωτερική φωνή» του ανήλικα, αντιλαμβάνεται «αυτό» ως κάτι που μπορεί να μας συμβεί (η δική μας στάση είναι παθητική) υπό προϋποθέσεις, ύστερα από την πλήρωση συγκεκριμένων άλλων δεδομένων (της «μόρφωσης»). Όμως, φευ, τέτοιες στιγμές δεν θα υπάρξουν ποτέ, αφού πάντα θα έχει δημιουργηθεί κάτι νέο. Η δεύτερη «εσωτερική φωνή», κάπου στο περασμα από τον ανήλικο εαυτό στον ενήλικο, δίνει μεγαλύτερη εμφαση στους άλλους, στο εξωτερικό περιβάλλον, και αντιλαμβάνεται τη μεταμόρφωσή μας ως μάλλον επιφανειακή διαδικασία. Η τρίτη φωνή, όμως, αντιλαμβάνεται πράγματι την αλλαγή ως ένα νέο «σχηματισμό», ο οποίος ξεκινά από και στηρίζεται κυρίως στην εσωτερική μας ουσιαστική, αυθεντική αλλαγή, στην εσωτερική διαδικασία δημιουργίας-σχηματισμού μιας νέας μορφής.