Για άγονες γραμμές, Φολέγανδρους και Κουφονήσια θεωρώ αστειότητα ακόμα και να το να ξεκινήσω την κουβέντα. Για το τι συνέβαινε στην περήφανη χώρα πριν το 80 δεν το γνωρίζω, αλλά έχω κάθε λόγο να πιστεύω πως με την ίδια λογική και τη ρομαντική διάθεση που το κουτσομπολιό της «γειτονίας» βαφτίστηκε αρκετά χρόνια μετά «ενδιαφέρον» και «κοινωνικότητα», κάποιες σκούνες που είχαν ξεμείνει από την Μπουμπουλίνα βαφτίστηκαν «κρουαζιερόπλοια» και το κέφι θα ξεπερνούσε κάθε προσδοκία για τον ανύποπτο ταξιδιώτη. Υποθέτω όμως ότι τουλάχιστον στα χρόνια εκείνα δεν θα υπήρχαν οι ρακέτες και αυτό από μόνο του θα αρκούσε για την ψυχική γαλήνη των λουόμενων – αλλά αυτό είναι μία άλλη κουβέντα.

Στην επιστροφή από τη Νάξο, ουδεμία διάθεση είχα να αναπολήσω τα νεανικά μου χρόνια. Αντιθέτως, είχα όλη την καλή διάθεση να σχεδιάσω το μέλλον μου και δη το άμεσο – πού θα πάω μετά δηλαδή, γιατί είχα ένα μικρό υπόλοιπο και σκόπευα να διατηρήσω το rock lobster look που είχα αποκτήσει.  Το να ταξιδεύεις όμως με το «Μαρινάκι» και να έχεις και άποψη για το πώς θα περάσεις τις ώρες μέχρι το ευλογημένο να «πιάσει» Πειραιά, είναι τόσο αισιόδοξο (για να μην πω αφελές ή τίποτα χειρότερο και το κόψει ο αρχισυντάκτης) όσο και το να πιστεύεις πως θα βρεις τη γαλήνη και την ηρεμία στην Ψαρού καταμεσής τον Αύγουστο. Ο πνιγμένος όμως από τα μαλλιά του πιάνεται. Αφού η μοίρα θέλησε να πάρω το «Μαρινάκι», εγώ το πήρα. Όταν οι 8 ώρες του γυρισμού έγιναν 18, όταν οι ανακοινώσεις για τις «μικρές» καθυστερήσεις των 5 και 10 ωρών έγιναν μόνο σε άπταιστα ελληνικά και όταν άρχισαν οι αέρηδες και μαζί τους οι προσευχές και οι λιτανείες , τότε και εγώ ξαναανακάλυψα τις κρυφές χαρές του 80 και άρχισα να αναπολώ.

Για να είμαι ειλικρινής, ξεκίνησα να γράψω για το πώς οι έλληνες ανακαλύπτουν το online community -για πρώτη ίσως φορά- αλλά παρασύρθηκα και το πάω για το επόμενο τεύχος…