Η οινοπαραγωγή είναι ένας από τους κλάδους της οικονομίας που αξιοποίησε την μακρά περίοδο της οικονομικής ύφεσης για να εξαγνιστεί από λάθη του παρελθόντος, να γίνει καλύτερος και να αποκτήσει σταθερότερο βηματισμό σε Ελλάδα και εξωτερικό. Τόσο, που προβλέπεται ότι θα καταφέρει να ξεπεράσει τα μεγάλα πλήγματα στην εστίαση που επέφερε η πανδημία.

Θυμάμαι την απόγνωση που συχνά ένιωθα, όταν στην πρώτη δεκαετία του 2000, με προσέγγιζαν οινοπαραγωγοί για να τους βοηθήσω στο branding των εγχειρημάτων τους. Ελάχιστοι μπορούσαν να μιλήσουν για όσα τους διαφοροποιούσαν και γιατί θα έπρεπε να προτιμηθεί το δικό τους προϊόν, οινοποιείο ή brand από αυτό κάποιου άλλου. Από τα εκατοντάδες μικρά οινοποιεία της κατακερματισμένης ελληνικής παραγωγής, ελάχιστα μπορούσαν να προτείνουν κάτι διακριτό στον Έλληνα ή ξένο καταναλωτή. Οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι έφτιαχναν «πολύ καλό κρασί, με καλή σχέση ποιότητας τιμής, αλλά χρειάζονταν ωραίες ετικέτες και προώθηση».

Αλλά αν ζητούσα να μου αναφέρουν κάποιο brand που πέτυχε να διακριθεί διεθνώς λόγω καλής σχέσης τιμής-ποιότητας, μου ανέφεραν παραγωγούς από χώρες του Νέου Κόσμου, που είχαν κάτι που δεν είχαν οι ίδιοι: Τεράστιες παραγωγικές δυνατότητες, κυρίως από γνωστές διεθνείς ποικιλίες, και ήδη έτοιμα τα κανάλια επικοινωνίας και διανομής προς το εύπορο οινόφιλο κοινό της Δύσης. Του οποίου μάλιστα, όχι μόνο γνώριζαν τις οινικές συνήθειες και προτιμήσεις, αλλά μπορούσαν και να τις συνδιαμορφώσουν λόγω της ισχύος που συνεπάγετο η μεγάλη τους παραγωγή και επαφή με τα δίκτυα.

Ευτυχώς, φαίνεται ότι από τότε κύλησε πολύ κρασί στο αυλάκι. Πότε λόγω του οράματος συγκεκριμένων οινοπαραγωγών που έδωσαν το παράδειγμα και πότε με τη βοήθεια συντονισμένων συλλογικών προσπαθειών, η ελληνική οινοπαραγωγή προχωράει μπροστά και πια είναι αρκετοί οι Έλληνες παραγωγοί που χτίζουν πραγματική αξία branding σε αυτό που κάνουν. Περιορίστηκε η έμφαση σε ξένες ποικιλίες και στα ήδη διαδεδομένα Αγιωργίτικο και Μοσχοφίλερο και άρχισε να αναδεικνύεται ο πλούτος του ελληνικού αμπελώνα, βάζοντας στο παιχνίδι ακόμα και ξεχασμένες υποτιμημένες τοπικές ή όχι ποικιλίες, που άρχισαν να δείχνουν το ξεχωριστό δυναμικό τους και να συμπεριλαμβάνονται σε διεθνείς λίστες.

Η ανάπτυξη του τουρισμού και της φήμης τοπωνυμίων τη χώρας μας βοήθησε πολύ, και η σύνδεση συγκεκριμένων ποικιλιών και οινοπαραγωγών με τον τόπο καταγωγής τους απέδωσε πρόσθετα οφέλη. Το ίδιο και η αξιοποίηση ελληνικών ποικιλιών για τη δημιουργία κρασιών που ακολουθούν τις διεθνείς τάσεις οινοποίησης και τις προτιμήσεις των οινόφιλων. Το ελληνικό κρασί αρχίζει και διαμορφώνει το δικό του διακριτό στίγμα και αυτό αρχίζει να φαίνεται ήδη και στις πωλήσεις του.