Η προδιάθεση του κράτους να παρεμβαίνει βίαια στον τρόπο λειτουργίας της διαφημιστικής αγοράς δεν είναι κάτι καινούργιο. Δεν αναφερόμαστε στην θεμιτή ανάγκη να θέτει το θεσμικό πλαίσιο, αλλά σε ανορθόδοξες παρεμβάσεις, οι οποίες μπορεί να ξεκινούν από αγαθά κίνητρα, σχεδόν πάντα όμως καταλήγουν να δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από εκείνα που υποτίθεται θα έλυναν.

Η αρχή έγινε με τον ιστορικό πλέον Νόμο Βενιζέλου 2328/1995, ο οποίος προκάλεσε κυριολεκτικά καταιγίδα εξελίξεων και αλλαγών στη διαφημιστική αγορά, συνεχίστηκε με τον Νόμο Ρουσσόπουλου το 2007, για να φθάσουμε στο 2014, όταν με τον Νόμο 4279/2014 το κράτος επιχείρησε για άλλη μια φορά να ρυθμίσει τον τρόπο λειτουργίας της. Μάλιστα η τελευταία νομοθετική παρέμβαση ήταν τόσο… εύστοχη, που η εφαρμογή της σε όλο της το εύρος πηγαίνει διαρκώς – έξι χρόνια μετά – από αναβολή σε αναβολή, με διαρκείς τροποποιήσεις που στο πέρασμα του χρόνου τείνουν να αλλοιώσουν ολοκληρωτικά την αρχική του μορφή.

Όλα αυτά τα χρόνια, οι θεσμικές ενώσεις του ευρύτερου κλάδου της Επικοινωνίας – και κυρίως της ΕΔΕΕ και του ΣΔΕ – αναρωτιούνται σε όλους τους τόνους για ποιο λόγο το κράτος δεν λαμβάνει ποτέ υπόψη του (ή σχεδόν ποτέ) τις προτάσεις που αυτές θέτουν σταθερά, αναλυτικά, ξεκάθαρα και τεκμηριωμένα. Αν εστιάσουμε δε στα τελευταία χρόνια, οι παρεμβάσεις που κατά καιρούς έχουν κάνει στα ΜΜΕ τόσο ο Πρόεδρος της ΕΔΕΕ, Μανόλης Παπαπολύζος, όσο και ο Πρόεδρος του ΣΔΕ, Γρηγόρης Αντωνιάδης, αποτυπώνουν ξεκάθαρα τις προβληματικές παρεμβάσεις του κράτους, οι οποίες διαιωνίζουν προβλήματα και συντηρούν κακές πρακτικές που εμποδίζουν την υγιή ανάπτυξη του κλάδου. Για να μην είμαστε ωστόσο άδικοι, υπάρχουν κατά καιρούς και παρεμβάσεις που είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο δεν αρκούν για να βελτιώσουν τη συνολική προβληματική εικόνα.

Όλα αυτά θα ήταν μια καλή ευκαιρία για μεγάλη συζήτηση και προβληματισμό εάν βρισκόμασταν σε μια ομαλή περίοδο της αγοράς. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει, αφού οι επιπτώσεις της πανδημίας του Covid-19 είναι ακόμα εδώ και θα τις ζούμε για πολλούς ακόμα μήνες. Όπως σε κάθε περίοδο κρίσης, ο κλάδος της Επικοινωνίας είναι ο πρώτος που βιώνει τις συνέπειες και σχεδόν πάντα, σε ακραίο βαθμό. Το ίδιο συμβαίνει και αυτή την εποχή.

Γιατί όμως αναφερόμαστε σε όλα αυτά, σήμερα; Διότι κάθε μέρα πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι το κράτος ετοιμάζει για τις προσεχείς εβδομάδες άλλη μια ανάλογη νομοθετική παρέμβαση. Οι πληροφορίες μιλούν για τον σχεδιασμό ενός – ακόμα – νέου νομοσχεδίου που θα ρυθμίζει τις εμπορικές συναλλαγές των τηλεοπτικών σταθμών με τους διαφημιζόμενους. Το οποίο μάλιστα – εάν επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες – θα έρθει για άλλη μια φορά προς ψήφιση μέσα στον Αύγουστο, μήνα που φαίνεται να προτιμούν οι κυβερνήσεις όταν προχωρούν σε πρωτοβουλίες που θέλουν να ολοκληρώνουν άμεσα και χωρίς πολλά-πολλά.

Προφανώς και δεν είμαστε κατά της θέλησης του κράτους να θέτει όρια και κανόνες, ειδικά σε μια αγορά που έχει αποδειχθεί από τη δεκαετία του 1990 πόσο εύκολα μπορεί να εκτροχιαστεί σε αθέμιτες πρακτικές. Έχει καθήκον και υποχρέωση να κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, πριν προβεί σε τετελεσμένες κινήσεις, θα πρέπει να μιλάει και να ακούει σοβαρά τους προβληματισμούς και τις προτάσεις εκείνων που ζουν μέσα στην αγορά. Συναντήσεις της Πολιτείας με τα θεσμικά όργανα του κλάδου γίνονται κατά καιρούς. Ωστόσο είναι μάλλον τυπικές, ρηχές και χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, με ευθύνη κυρίως της Πολιτείας.

Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτές οι επαφές θα πρέπει να διατηρηθούν και ο δίαυλος επικοινωνίας να παραμείνει ανοικτός. Ειδικά αυτή την περίοδο που η όποια νομοθετική παρέμβαση μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια ή μοιραία. Θα είναι λοιπόν οι μέρες του Αυγούστου ήσυχες; Αναμένουμε.