Όπως αναφέρθηκε κατά την παρουσίασή της από το Δημήτρη Μαύρο, «πρέπει να εξηγήσουμε στον κόσμο τι είναι lobbying για να καταπολεμήσουμε τα ενοχικά σύνδρομα που το περιβάλλουν… στην Ελλάδα το lobbying είναι δαιμονοποιημένο και δεν είναι κατανοητή η χρησιμότητά του», ενώ οι ίδιοι οι έλληνες διαμορφωτές της κοινής γνώμης που συμμετείχαν στην έρευνα θεωρούν -σε υψηλότερα ποσοστά από τον μέσο όρο, σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες- ως πλέον συνήθη κακή πρακτική στο lobbying «την προσφορά αθέμιτων και ανήθικων ανταλλαγμάτων».

Το ίδιο διάστημα στην Ευρώπη, μετά από μεγάλες περιπέτειες η συνθήκη της Λισσαβόνας ξεπέρασε και το τελευταίο εμπόδιο (την πεισματική άρνηση του τσέχου Προέδρου) και πρόκειται πλέον να τεθεί σε ισχύ, αυξάνοντας σημαντικά τις εξουσίες του ευρωκοινοβουλίου και ανοίγοντας έτσι μια νέα εποχή για το lobbying στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών.

Πράγματι στις Βρυξέλλες η εικόνα του lobbying είναι τελείως διαφορετική. Οι μεγάλες εταιρείες και κλάδοι εκπροσωπούνται με άρτια οργανωμένα τμήματα και εξειδικευμένες συμβουλευτικές εταιρείες. Η επιχειρηματολογία των συμφερόντων που υποστηρίζουν οι lobbyists παρουσιάζεται συγκροτημένα στους πολλαπλούς παράγοντες που προσπαθούν να επηρεάσουν και ολόκληρη η διαδικασία εξελίσσεται ομαλά, χωρίς η ίδια η παρουσία των lobbyists να δημιουργεί επιφυλάξεις ή καχυποψίες. Το κλειδί της ομαλής αυτής σχέσης είναι ότι γίνεται από όλους αποδεκτό πως η δουλειά των lobbyists είναι να προσπαθήσουν να επηρεάσουν τους νομοθέτες (στην προκειμένη περίπτωση νομοθέτες είναι και η Επιτροπή και το Ευρωκοινοβούλιο και το Συμβούλιο) και τα επιχειρήματά τους λαμβάνονται υπ’ όψη πάντα υπ’ αυτό το πρίσμα.

Ο κύριος λόγος που το σύστημα λειτουργεί χωρίς καχυποψία είναι ότι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς οι αποφάσεις πολιτικής δεν λαμβάνονται σχεδόν ποτέ από ένα μόνο πρόσωπο. Είναι πάντα το αποτέλεσμα μιας σύνθετης πολυπρόσωπης διαδικασίας, την οποία επηρεάζουν τόσο τα κάθε είδους συμφέροντα (πολιτικά, οικονομικά, συντεχνιακά), όσο και η δύναμη των επιχειρημάτων. Χωρίς τον ένα ισχυρό κλειδοκράτορα η διαδικασία είναι σύνθετη και απρόβλεπτη. Και είναι απρόβλεπτη γιατί ακόμα και αν κανείς μπορέσει να υπερβεί τα εμπόδια που συνεπάγεται η δαιδαλώδης αλλά προβλέψιμη ευρωπαϊκή διαδικασία στην Επιτροπή (γραφειοκρατία και κολέγιο των Επιτρόπων) και στο Συμβούλιο (όπου πρέπει να επιτευχθεί σύγκλιση απόψεων μεταξύ 27 ευρωπαϊκών κυβερνήσεων), υπάρχει πάντα το απρόβλεπτο και με τη δική του ειδική ιδιοσυγκρασία σώμα των ευρωβουλευτών. Ένα σώμα που αποτελείται από πάνω από 700 νομοθέτες από δεκάδες διαφορετικά ευρωπαϊκά κόμματα, που ανήκουν σε 7 διαφορετικές πολιτικές ομάδες, καμμία από τις οποίες δεν έχει την πλειοψηφία στο Ευρωκοινοβούλιο.

Για να προωθήσουν τις θέσεις τους στο σύνθετο αυτό περιβάλλον οι lobbyists δεν έχουν καν κίνητρο να χρησιμοποιούν αθέμιτα μέσα. Είναι τόσο πολλοί αυτοί που είναι υποχρεωμένοι να επηρεάσουν ώστε η χρήση αθέμιτων μέσων θα συνεπαγόταν τεράστιο κόστος και κινδύνους, συνεπώς ο στρατηγικά λογικός δρόμος τον οποίο μπορούν να ακολουθήσουν στις Βρυξέλλες είναι να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη της γνώσης και των επιχειρημάτων.

Βεβαίως για το σκοπό αυτό μπορεί να αξιοποιήσουν το σύνολο των σχέσεων που έχουν δημιουργηθεί με οποιοδήποτε τρόπο σε εθνικό επίπεδο. Αυτές όμως αποτελούν μικρό μέρος της δουλειάς που πρέπει να επιτευχθεί στις Βρυξέλλες… Το lobbying είναι λοιπόν στην Ευρώπη μια σύνθετη και δύσκολη δουλειά, που δεν έχει σχέση με τα δικά μας στερεότυπα και αναπτύσσεται διαρκώς, αφού όλο και περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονται στις Βρυξέλλες, όπου η ύπαρξη τριών εμπλεκόμενων θεσμών στις περισσότερες μεγάλες αποφάσεις, συνεπάγεται μια πολυσταδιακή και πολυσύνθετη διαδικασία, η οποία από τη φύση της απαιτεί επαγγελματική οργάνωση και πειθώ.