Σε μια τέτοια πλατεία λοιπόν, τέθηκε εμπρός μας ο αρχέγονος προβληματισμός του Μάρκετινγκ παρακαλώ. Τι είναι τελικά αυτό που κάνει τη διαφορά, ανάμεσα σε δύο εντελώς παρόμοιες υπηρεσίες και προϊόντα; Ποια στοιχεία είναι αυτά που κινητοποιούν την προτίμηση του καταναλωτή σε ένα επίπεδο μάλλον ασυνείδητο ως ένα βαθμό; Βαρύς αλλά αναπόφευκτος ο προβληματισμός, καθώς μας εμφανίστηκε στην πρωτόγονη μορφή του: Μία πλατεία, δύο καφενεία. Το ένα γεμάτο σε σημείο σκασμού, το άλλο πιο άδειο κι από την Κηφισίας τον Δεκαπενταύγουστο.

Γιατί; Γιατί να στριμώχνονται όλοι στο καφενείο του κυρ-Μήτσου και όχι του κυρ-Κίτσου, όταν και τα δύο βρίσκονται δίπλα-δίπλα στην ίδια πλατεία και σερβίρουν πάνω-κάτω τα ίδια πράγματα; Σίγουρα όχι γιατί οι μπλε καρέκλες του ενός είναι πιο ελκυστικές από τις πράσινες του άλλου. Τότε γιατί;

Μετά από ένα μεγάλο debate και πολλές ρακές, η παρέα συμφώνησε ότι τη διαφορά κάνουν τα απλούστερα όλων των υλικών: Η κοινή λογική, η παρατηρητικότητα, η σφαιρική αντίληψη, η ευελιξία. Και η τρεχάλα βεβαίως. Διότι στο καφενείο του κυρ-Μήτσου, ο ίδιος ο κυρ-Μήτσος ήταν διαρκώς πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, μιλούσε με όλους τους θαμώνες και καταλάβαινε πριν από αυτούς τι τους λείπει και τι θα θέλανε, είχε τη διάθεση και την ευγένεια να εξυπηρετήσει μετά λογικής όλο τον κόσμο, σε κοιτούσε στα μάτια, σε κερνούσε μια ρακή, ήταν έτοιμος να αυτοσχεδιάσει όπου αυτό ήταν αναγκαίο.

Δίπλα, το εντελώς αντίθετο. Βαριεστημένος γιος ή ανιψιός, όπως εκείνος στη διαφήμιση που καίει το σοκολατένιο αυγό με το πιστολάκι. Σχεδόν παρατάει τις παραγγελίες πάνω στα τραπέζια, εξαφανίζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα για να τσεκάρει το κινητό. Κι ο ιδιοκτήτης όμως δεν πάει πίσω. Εμφανίζεται που και που για να δώσει μονολεκτικές και ξερές απαντήσεις και έχει επιφορτίσει τον εαυτό του με το δύσκολο καθήκον της υψηλής επιστασίας από τη βολή της καρέκλας του…

Εσείς δηλαδή, ποιον από τους δύο καφετζήδες (μάρκες, υπηρεσίες, προϊόντα), θα συστήνατε με θρησκευτικό φανατισμό στους φίλους σας; Θέλει και ρώτημα…