Στο περασμένο τεύχος χαρακτήρισα το γεγονός ότι παραδοσιακοί αντίπαλοι της επιχειρηματικότητας προσπαθούν αίφνης να αλλάξουν ρητορική, ως μια πρώτη ήττα του εγχώριου «αντι-επιχειρείν».

Ψάχνοντας κανείς στα αποτελέσματα των μετρήσεων κοινής γνώμης ίσως βρει μια εξήγηση για αυτή την αλλαγή. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Βαρομέτρου της Public Issue (Ιούλιος 2017) φαίνεται ότι συντελείται μια σημαντική αλλαγή στις κυρίαρχες αξίες της ελληνικής κοινωνίας, την οποία ο διευθυντής της εταιρείας κ. Μαυρής αναλύει υπό τον τίτλο «Η ιδεολογική μεταστροφή 2009-2017: Η απόλυτη επικράτηση του ιδιωτικού» και μεταξύ άλλων αναφέρει ότι εμφανίστηκε τεράστια αύξηση τόσο στις θετικές γνώμες για τον «Ιδιωτικό Τομέα» (σήμερα 74%, έναντι 56% το 2009) όσο και στις αρνητικές γνώμες για το «Δημόσιο Τομέα» (61% έναντι 35% το 2009). Φυσικά, όσοι επιχειρούν στην Ελλάδα γνωρίζουν καλά ότι η πραγματικότητα είναι λιγότερο ρόδινη.

Τον τελευταίο χρόνο η κερδοφορία των επιχειρήσεων κατάντησε να έχει μεγάλο ενδιαφέρον για τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά ελάχιστο για τους επιχειρηματίες και τους εργαζόμενους, ενώ καθημερινά νομοθετούνται νέα επιχειρηματικά εμπόδια γκρεμίζοντας τη χώρα στις τελευταίες θέσεις οικονομικής ελευθερίας και επενδυτικής ελκυστικότητας. Και μόλις λίγες εβδομάδες μετά τη δήθεν φιλοεπιχειρηματική στροφή της κυβέρνησης, είχαμε μια αλληλουχία από γεγονότα που την ακυρώνουν στην πράξη: Νέα προβλήματα παρουσιάζονται στις υποθέσεις του Ελληνικού, της Eldorado Gold και της Fraport, δύο μεγάλες πολυεθνικές ανακοίνωσαν την απόσυρση τμήματος παραγωγικών δραστηριοτήτων τους από τη χώρα, ενώ ένα υπουργείο εμφανίζεται να συνεργάζεται με μια συντεχνία για να φτιάξουν νόμο που «σκοτώνει» ένα από τα ελάχιστα ελληνικά startups που κατάφεραν να δημιουργήσουν success story.

Η Taxibeat ήταν ένα καινοτόμο startup το οποίο μεγάλωσε επειδή βελτίωσε ουσιαστικά την ποιότητα μετακίνησης στην πόλη. Βοηθάει τους επαγγελματίες ενός κλάδου να γίνονται καλύτεροι και να βρίσκουν πελάτες και τους πελάτες να επιλέγουν και να επιβραβεύουν τους καλούς επαγγελματίες, αποδεικνύοντας ότι επαγγελματίες και καταναλωτές μπορούν να φροντίσουν μόνοι τους τη σχέση και τα συμφέροντά τους, χωρίς την ανάγκη κρατικής ρύθμισης ή συντεχνιακής προστασίας. Υπό αυτό το πρίσμα, ήταν αναμενόμενη η βίαιη αντίδρασή του κράτους και της συντεχνίας που έχαναν τον λόγο ύπαρξής τους. Αυτή που δεν ήταν αναμενόμενη όμως, ήταν η μεγάλη αντίδραση της κοινωνίας που δεν μας είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους φιλική στάση προς επιχειρήσεις. Η μαζική διαδικτυακή διαμαρτυρία εξανάγκασε τον υπουργό να δηλώσει ότι το νομοσχέδιο θα επανεξεταστεί και αυτή θεωρώ ότι ήταν η δεύτερη – μέσα σε λίγες εβδομάδες – μικρή ήττα του εγχώριου «αντι-επιχειρείν».