Ο χώρος του ραδιοφώνου απαιτεί εδώ και χρόνια μια ουσιαστική νομοθέτηση, η οποία θα ρυθμίζει την λειτουργία του μέσου ουσιαστικά και με βιώσιμο τρόπο. Τις τελευταίες εβδομάδες κάτι φαίνεται να κινείται ξανά προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος.

Πολλές φορές τα προηγούμενα χρόνια ανακοινώθηκαν νομοθετικές πρωτοβουλίες από τις κυβερνήσεις, οι οποίες υποτίθεται θα έβαζαν τέλος στην άναρχη δόμηση του ραδιοφωνικού τοπίου στη χώρα μας, κάτι που ουδέποτε συνέβη. Αν σκεφθεί κανείς το πόσο επίπονη ήταν η διαδικασία αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών πανελλήνιας εμβέλειας πριν από μερικά χρόνια, μάλλον θα καταλάβει τους λόγους της καθυστέρησης αυτής. Και ο πιο σημαντικός λόγος είναι ότι για να προχωρήσει η ρύθμιση του ραδιοφωνικού τοπίου θα απαιτηθούν πρωτοβουλίες που θα ξεβολέψουν πολλούς, επιχειρηματίες, πολιτικούς, ανθρώπους των μέσων. Το πολιτικό κόστος – εάν μιλάμε για ουσιαστική και αποτελεσματική παρέμβαση – θα είναι μεγάλο για όλες τις πλευρές.

Τι συνέβη όμως τις τελευταίες ημέρες στο θέμα αυτό; Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι μετά την ψήφιση του ν. 4779/21 και τη σύσταση ομάδας εργασίας για την επεξεργασία θεμάτων που αφορούν στους ραδιοφωνικούς σταθμούς, ξεκινά συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες που διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις και πολυετή εμπειρία για την υλοποίηση του εγχειρήματος. Όπως αναφέρει η σχετική ανακοίνωση, «η εν λόγω συνεργασία κρίνεται αναγκαία λόγω της πολυπλοκότητας, του εξειδικευμένου αντικειμένου και της αναγκαίας ενσωμάτωσης των σύνθετων τεχνικών προαπαιτούμενων, έτσι ώστε, από κοινού με τους αρμόδιους κατά περίπτωση φορείς και τα συναρμόδια Υπουργεία, να εκπονηθεί το πλέον άρτιο από ουσιαστικής, νομικής και τεχνικής πλευράς νέο νομοθετικό πλαίσιο για την αδειοδότηση των ραδιοφωνικών σταθμών της ελληνικής Επικρατείας». Να σημειωθεί εδώ ότι η σχετική πρωτοβουλία αφορά και στην αδειοδότηση των περιφερειακών τηλεοπτικών σταθμών, ένα ακόμα πιο ακανθώδες ζήτημα που θεωρείται – και είναι – «καυτή πατάτα» για όλους, ειδικά όταν το 2023 θεωρείται έτος βουλευτικών εκλογών.

Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, μέχρι τον Απρίλιο του 2023 έχουν την υποχρέωση οι 4 ειδικοί που ορίστηκαν από την Κυβέρνηση να συντάξουν νέα νομοθεσία αδειοδότησης των ραδιοφωνικών σταθμών και των περιφερειακών τηλεοπτικών σταθμών.

Η ανακοίνωση ωστόσο προβληματίζει περισσότερο απ’ ότι χαροποιεί. Κι αυτό διότι αναδεικνύει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο όλες τις διαχρονικές παθογένειες του νομοθετικού συστήματος της χώρας, όπου οι καθυστερήσεις και οι γραφειοκρατικές διαδικασίες δεν αφήνουν να προχωρήσουν και να ολοκληρωθούν οι σχετικές πρωτοβουλίες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η κυβέρνηση θα μελετήσει τις προτάσεις των ειδικών επιστημόνων, οι οποίοι διαθέτουν τις εξειδικευμένες γνώσεις και την πολυετή εμπειρία που απαιτούνται για να προτείνουν λύσεις σε ζητήματα που αφορούν στην ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία. Στη συνέχεια, θα υπάρξει συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς και τα υπουργεία που εμπλέκονται στη διαδικασία αυτή.

Το επόμενο βήμα είναι η εκπόνηση του νέου νομοθετικού πλαισίου, το οποίο όμως μόλις ολοκληρωθεί – σε πόσο χρόνο άραγε; – θα πρέπει να τεθεί σε διαβούλευση με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, το ΕΣΡ και τα πολιτικά κόμματα. Αφού ολοκληρωθεί η παραπάνω διαδικασία, τότε θα ξεκινήσει η διαδικασία για την αδειοδότηση, η οποία είναι άγνωστο πόσο θα διαρκέσει. Δύσκολα ωστόσο αυτό το διάστημα μπορεί να είναι μικρότερο του ενός χρόνου. Οπότε θα πει κανείς, να μην γίνει τίποτα; Προφανώς και να γίνει, είναι απολύτως απαραίτητο. Ωστόσο προηγουμένως θα πρέπει όλες οι πλευρές να είναι έτοιμες να συζητήσουν ουσιαστικά, να είναι ευέλικτες και να δεχθούν και «δύσκολες» λύσεις. Διαφορετικά η όποια αναγγελία δεν έχει κανένα νόημα. Το ερώτημα λοιπόν είναι ένα: Είναι έτοιμες γι’ αυτό; Και η απάντηση-εκτίμηση είναι δυστυχώς μια και ξεκάθαρη: Όχι…