Αν όμως είναι έτσι, γιατί ήταν τόσο λίγες οι συμμετοχές; Υποβλήθηκαν συνολικά μόλις 123 έργα. Περισσότερα ίσως από άλλες φορές αλλά πολύ λίγα αν σκεφτούμε ότι φέτος οι κατηγορίες της ενότητας Ermis Design αυξήθηκαν κατά σχεδόν 50% και η διοργάνωση κάλυψε περίοδο ενάμισι έτους αντί του συνήθους ενός. Πολύ λίγα αν λάβουμε υπόψη και τον πλούτο της ελληνικής παραγωγής αυτό το διάστημα. Σε σημαντικές κατηγορίες εταιρικής ταυτότητας και συσκευασίας οι συμμετοχές δεν ξεπέρασαν τις πέντε-έξι. Και το κυριότερο, δεν συμμετείχαν κάποια από τα σημαντικότερα έργα που δημιουργήθηκαν στην ελληνική αγορά, ενώ και οι συμμετέχοντες ήταν ελάχιστοι. Ενδεικτικά, σε έναν άλλο παρεμφερή διαγωνισμό το 2013, τα Ελληνικά Βραβεία Γραφιστικής και Εικονογράφησης (ΕΒΓΕ), οι συμμετοχές έφτασαν κοντά στις 1.000 και οι δημιουργοί που συμμετείχαν ήταν περισσότεροι από εκατό.
Κάποιοι θα πουν ότι φταίει το υψηλό κόστος συμμετοχής το οποίο είναι αντίστοιχο ή ξεπερνάει το κόστος συμμετοχής, σε κάποια από τα μεγαλύτερα διεθνή φεστιβάλ design. Θα συμφωνήσω ότι αποτελεί αντικίνητρο συμμετοχής αλλά θα υποστηρίξω ότι δεν αποτελεί από μόνο του την αιτία. Στην πραγματικότητα όταν μια εταιρεία πληρώνει αυτό το υψηλό τέλος συμμετοχής αναμένει να έχει ανάλογη αξία και η βράβευση, σε περίπτωση που αυτή έρθει. Και σήμερα δυστυχώς στο χώρο του ελληνικού design ένας Ερμής αποτελεί σημαντικά μικρότερης αξίας διάκριση από ένα υποπολλαπλάσιου τέλους συμμετοχής ΕΒΓΕ ή ένα αντίστοιχου τέλους συμμετοχής διεθνούς βραβείου. Συνεπώς τα Ermis Design θα πρέπει να επιλέξουν και να ακολουθήσουν μια συγκεκριμένη στρατηγική που θα τους επιτρέψει να αποκτήσουν την αίγλη που θα πρέπει να έχει ένα φεστιβάλ που έχει ως διοργανωτή την ΕΔΕΕ.
Με δεδομένο ότι τα τέλη συμμετοχής δεν μπορούν να μειωθούν δραστικά, προφανώς μια στρατηγική cost leadership πρέπει εξαρχής να αποκλειστεί. Άρα απομένουν δύο περιοχές στις οποίες μπορούν τα Ermis Design να διερευνήσουν την στρατηγική τους. Αυτή της σημαντικής τους διαφοροποίησης από τον εγχώριο και διεθνή ανταγωνισμό του και αυτή του segmentation της αγοράς και επιλογής πιο συγκεκριμένων κοινών στόχων. Η σχετική συζήτηση είναι μεγάλη για να γίνει στο πλαίσιο ενός τέτοιου άρθρου, αλλά πιστεύω ότι οποιαδήποτε από τις δύο στρατηγικές κι αν επιλεγεί θα πρέπει να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο branding καθώς και στην αξιολόγηση της πολυπλοκότητας και δυσκολίας των έργων και της αποδοτικότητάς τους προς όφελος του Πελάτη.