Πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, όταν ανακαλύπταμε, παρέα με τον Γρηγόρη και με μερικούς άλλους, το Internet, ήταν πολύ πιο εύκολο να πέσεις επάνω σε τύπους όπως ο Raymond. Κατά πρώτον, επειδή το Internet ήταν μικρότερο, κατά δεύτερον επειδή (ακόμα) οι μορφές δεν προέρχονταν από τις εταιρείες αλλά από αυτό που τώρα πια λέμε «cyber culture» και, κατά τρίτον, επειδή εκείνη την εποχή κυριαρχούσαν οι κάπως πιο σύγχρονοι τρόποι επικοινωνίας, κυρίως τα groups του Usenet (βεβαίως και οι mailing lists, αλλά αυτές δεν είναι σύγχρονες).

Σ’ εκείνα τα μέσα και σ’ εκείνους τους κύκλους, πολύ περισσότερο από ό,τι συμβαίνει σήμερα στα SNS, μπορούσες πολύ γρήγορα να καταλάβεις ποιος έχει αξία και ποιος όχι. Φυσικά, πάντα μπορούσες να κρυφτείς στο Internet (κανείς δεν ξέρει ότι είσαι σκύλος κ.λπ.), όμως αυτό δεν ίσχυε για πρόσωπα όπως ο Raymond. Πάντα πολυγραφότατος και πάντα με πολύ συγκεκριμένες απόψεις για το πώς πρέπει να είναι το Δίκτυο, ξεροκέφαλος και συχνά απότομος, ο Raymond ήταν ο τύπος που πάντα περιμέναμε να διαβάσουμε. Για να μάθουμε.

Και βεβαίως δεν ήταν ο μόνος. Με την ίδια λαχτάρα περιμέναμε τα post του Richard Stallman, του Mitch Kapor, της Esther Dyson, του John Perry Barlow, του John Gilmore, του Howard Rheingold και όλης εκείνης της πρώτης γενιάς των denizens. Γιατί καθένας από τη μεριά του μας έδειχνε και από μια διαφορετική όψη του περιβάλλοντος που καταλαβαίναμε ότι σιγά σιγά ερωτευόμαστε για την ελευθερία του, για τις προοπτικές του και για το πώς μας έφερνε κοντά το μέλλον.

Το παραπάνω κείμενο ακούγεται κάπως σαν επικήδειος και σε καμία περίπτωση δεν θέλω να φανεί έτσι. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι ζωντανοί και δραστήριοι και το Internet παραμένει πολύ καλά στην υγεία του – το ίδιο κι εγώ και ο Γρηγόρης, αν και τώρα πια σχεδόν μονίμως σε διαφορετικό γεωγραφικό πλάτος. Όμως πού και πού μου λείπουν αυτές οι μορφές. Όχι επειδή έχουν σωπάσει, αλλά επειδή μερικές φορές είναι δύσκολο να ακουστούν μέσα στο γενικότερο θόρυβο των δικτύων, κοινωνικών και μη. Και είναι κρίμα, επειδή ακόμα έχουν πολλά να πουν.