Η πτώση της κυκλοφορίας των εφημερίδων εδώ και χρόνια, δεν αποτελεί μυστικό. Η διείσδυση του διαδικτύου μέσω των ειδησεογραφικών sites, που ενημερώνουν σε real time για τις εξελίξεις ήταν καταλυτική για την εξέλιξη αυτή, ωστόσο οι λόγοι της πτώσης είναι πολύ περισσότεροι.

Τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας της Focus/Bari για τον βαθμό εναλλαξιμότητας μεταξύ των ενημερωτικών εφημερίδων και το προφίλ του αναγνωστικού τους κοινού παρουσιάζουν μια άλλη διάσταση της παραπάνω εξέλιξης. Η συγκεκριμένη έρευνα διεξήχθη για λογαριασμό της Επιτροπής Ανταγωνισμού και αξίζει να σταθούμε σε κάποια σημεία της, τα οποία άλλα επιβεβαιώνουν αυτά που ήδη γνωρίζαμε και κάποια άλλα δείχνουν μια πτυχή που ίσως και να μας διέφευγε.

Το βασικότερο και ξεκάθαρο μήνυμα της έρευνας είναι ότι η μεταστροφή από τις εφημερίδες στα ενημερωτικά web sites είναι έντονη και χρόνο με το χρόνο γίνεται εντονότερη, ειδικά όσο το δείγμα αφορά νεαρότερες ηλικίες.

Σύμφωνα λοιπόν με αυτή, το 73,3% των ερωτώμενων ανέφερε ότι δεν διαβάζει καθόλου πολιτικές και οικονομικές εφημερίδες, ενώ και το υπόλοιπο 26,7% που δήλωσε ότι διαβάζει, παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις ως προς την συχνότητα ανάγνωσης των εφημερίδων. Πιο συγκεκριμένα, το 8,9% αυτών δηλώνει ότι διαβάζει εφημερίδα μια φορά τον μήνα, το 12,1% μια φορά την εβδομάδα – κυρίως εφημερίδες του σαββατοκύριακου – και μόνο το 5,7% αναφέρει ότι διαβάζει εφημερίδα κάθε μέρα ή σχεδόν κάθε μέρα. Ο καταιγισμός πληροφόρησης που δέχεται ο μέσος πολίτης σήμερα μέσω των ηλεκτρονικών και διαδικτυακών ΜΜΕ είναι τόσο έντονος – ειδικότερα μέσω των smartphones – που ουσιαστικά αφήνει τεράστιο όγκο ενημέρωσης που δεν μπορεί να «καταναλωθεί». Ποιος λοιπόν θα σκεφθεί να αγοράσει εφημερίδα τη στιγμή που δεν μπορεί να «καταναλώσει» την δωρεάν πληροφόρηση που ούτως ή άλλως φθάνει στο κινητό τηλέφωνο χωρίς καμία κίνηση;

Από την άλλη πλευρά, το ποσοστό του αναγνωστικού κοινού είναι χαμηλότερο στις μικρότερες ηλικίες (18-24 και 25-34 ετών) και αυξάνεται όσο αυξάνεται η ηλικία των ερωτώμενων, ιδιαίτερα μετά τα 45 χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, μόνο το 21% των ερωτώμενων που ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα των 18-24 διαβάζει κάποια εφημερίδα – μεταξύ μας, ακόμα κι αυτό το ποσοστό τουλάχιστον εμένα μου φαντάζει μεγάλο – , ενώ στην ομάδα 25-34 ετών το ποσοστό αυτό μειώνεται ελαφρά και φθάνει το 19,36%. Στις επόμενες ηλικιακές ομάδες, δηλαδή στα κοινά 35-44, 45-54, 55-64 και 65-74, το ποσοστό των αναγνωστών αυξάνεται σταθερά και διαμορφώνεται σε 22,50%, 29,50%, 31,67% και 33,75% αντίστοιχα.

Ένα ακόμα πιο ενδιαφέρον στοιχείο της έρευνας είναι εκείνο που αφορά στο τι κάνουν οι αναγνώστες όταν δεν βρίσκουν στο περίπτερο την εφημερίδα που διαβάζουν. Το 56,18% υποστήριξε ότι θα διάβαζε την εφημερίδα του στο διαδίκτυο, το 54,31% θα διάβαζε τις ειδήσεις από άλλα ειδησεογραφικά sites, ενώ το 37,83% θα διάβαζε κάποια άλλη εφημερίδα σε έντυπη μορφή. Με άλλα λόγια, οι μισοί μόνο από τους αναγνώστες μιας συγκεκριμένης εφημερίδας αν δεν την βρουν στο περίπτερο θα την αναζητήσουν στο διαδίκτυο.

Διαβάζοντας τα παραπάνω προκύπτει ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα, το οποίο συνιστά εν πολλοίς και το μεγάλο πρόβλημα των εφημερίδων: η πιστότητα σε έναν τίτλο δεν είναι πλέον τόσο ισχυρή όσο παλαιότερα. Κάτι που υποχρεώνει τις εφημερίδες να ακολουθήσουν «επιθετική πολιτική» από πλευράς περιεχομένου, ώστε να κρατήσουν τον αναγνώστη. Πολιτική που πολλές φορές δεν είναι η ενδεδειγμένη και εντείνει το πρόβλημα αξιοπιστίας, αλλά και ποιότητας του περιεχομένου. Και εδώ μπαίνουμε σε έναν φαύλο κύκλο, που δεν προσφέρει τίποτα ούτε στις εφημερίδες, ούτε στους αναγνώστες. Η απάντηση σε αυτή την πραγματικότητα δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε ξεκάθαρη. Παραμένει μια μεγάλη πρόκληση…