Νέες αναταράξεις στο χώρο των ΜΜΕ προκάλεσε η τροπολογία που κατατέθηκε από την κυβέρνηση, η οποία αυστηροποιεί το πλαίσιο λειτουργίας των εφημερίδων, σε μια περίοδο που η συζήτηση περί ελευθερίας του Τύπου έχει φουντώσει.

Η τροπολογία πλέον αποτελεί νόμο του κράτους. «Η εμπειρία των τελευταίων ετών μας έδειξε ότι, δυστυχώς, ο νόμος που έχουμε, αφήνει περιθώρια σε κάποιους να καταστρατηγούν το πνεύμα του Συντάγματος και να ασχημονούν κατά του Τύπου και της κοινωνίας, χωρίς να μπορούν να έρθουν ουσιαστικά αντιμέτωποι με τις κυρώσεις που τους αποδίδουν τα όργανα της συντεταγμένης Πολιτείας.

Προφανώς, οι νομοθέτες της δεκαετίας του 80’ και αργότερα, δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα υπήρχαν έντυπα που βυσσοδομούν έναντι πολιτών, θεσμών, πολιτικών, εκκλησιαστικών παραγόντων και οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί αυτών των αθλιοτήτων στην ουσία δεν θα είχαν ποτέ καμιά πρακτική συνέπεια, ακόμη και στην περίπτωση που υπήρχε εναντίον τους καταδικαστική απόφαση», ανέφερε στη Βουλή ο Γιάννης Οικονόμου, Υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, αρμόδιος για θέματα Επικοινωνίας και Ενημέρωσης, τονίζοντας παράλληλα ότι οι διατάξεις της δεν δημιουργούν ζήτημα λογοκρισίας, ελέγχου ή περιορισμού της ελευθερίας του Τύπου. Ουσιαστικά, η τροπολογία προσθέτει 4 νέα σημεία, τα οποία και έχουν προκαλέσει αντιδράσεις τόσο από την αντιπολίτευση, όσο και από τις δημοσιογραφικές ενώσεις και την ΕΣΗΕΑ:

  1. Ο διευθυντής και ο διευθυντής σύνταξης της εφημερίδας θα πρέπει να είναι μέλη επαγγελματικού σωματείου δημοσιογράφων.
  2. Εάν η εφημερίδα καταδικαστεί για αδικήματα Τύπου και η εκδοτική εταιρεία στην οποία ανήκει δεν έχει χρήματα να πληρώσει τα σχετικά πρόστιμα, τότε τα τελευταία θα πρέπει να πληρωθούν από τον μέτοχο που έχει άνω του 50% των μετοχών της.
  3. Τα ονόματα του εκδότη, του διευθυντή και του διευθυντή σύνταξης θα πρέπει να αναγράφονται ξεκάθαρα στην ταυτότητα της εφημερίδας. Διαφορετικά η εφημερίδα θα πληρώνει επαναλαμβανόμενο πρόστιμο 10.000 ευρώ, το οποίο θα επιβάλει το ΕΣΡ.
  4. Τα πρόστιμα θα παρακρατούνται από τα έσοδα της εφημερίδας απευθείας από το πρακτορείο διανομής.

Εκ πρώτης, η πρωτοβουλία είναι θετική. Ωστόσο ένα βασικό πρόβλημα είναι ότι το ΕΣΡ δεν έχει αρμοδιότητα για τις εφημερίδες αφού θεσμικά ασχολείται μόνο με τα ραδιοτηλεοπτικά ΜΜΕ. Εδώ βέβαια να σημειωθεί ότι ο Γ. Οικονόμου διευκρίνισε ότι το ΕΣΡ το μόνο που θα κάνει είναι να διαπιστώνει την ισχύ ή τη μη ισχύ των διατάξεων.

Σε ανακοίνωσή της η ΕΣΗΕΑ επισήμανε ότι «οι συνοδές διατάξεις που εμπλέκουν το ΕΣΡ στην διαδικασία συμμόρφωσης των υπόχρεων εκδοτικών επιχειρήσεων εγείρουν θέματα και ως προς την σκοπιμότητα και ως προς την συνταγματικότητα της συγκεκριμένης διάταξης, καθώς εμπλέκει το ΕΣΡ σε ένα πεδίο άσχετο με τα ραδιοτηλεοπτικά θέματα». Παράλληλα τόνισε ότι «ειδικά σε μια εποχή που το φαινόμενο της βιομηχανίας αγωγών, διεθνώς αποκαλούμενο ως SLAPPs, λαμβάνει και στην Ελλάδα ανησυχητικές διαστάσεις, η εν λόγω ρύθμιση θα μπορούσε να απειλήσει την βιωσιμότητα των ΜΜΕ, ειδικά των μικρότερων σε μέγεθος».

Η αντιπολίτευση από την άλλη πλευρά, εγείρει θέματα αντισυνταγματικότητας, ενώ εκτιμά ότι η θέσπιση των προστίμων περιορίζει την ελευθερία του Τύπου ή και τον «φιμώνει».

Παράλληλα, εκφράζει την απορία της γιατί στην τροπολογία δεν έχουν συμπεριληφθεί και τα διαδικτυακά μέσα, κάτι όμως που θα γίνει σε δεύτερο χρόνο, όπως έχουν ήδη αναφέρει αρμόδια κυβερνητικά στελέχη. Το αν τελικά το αποτύπωμα της παρέμβασης είναι θετικό θα φανεί στην πράξη. Το σίγουρο είναι ότι υπάρχει ανάγκη για τέτοιου είδους πρωτοβουλίες, πρώτα από όλα για την κατοχύρωση της ελευθεροτυπίας και της ίδιας της δημοκρατίας.