Καθώς μπαίνουμε στην τελευταία φάση της εκλογικής περιόδου, οι προβλέψεις του τελικού αποτελέσματος δίνουν και παίρνουν. Σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν, όταν απαγορεύονταν οι προεκλογικές δημοσκοπήσεις, τώρα έχουμε πλήρη ελευθερία δημοσίευσης και επιπροσθέτως υπάρχουν και τα στοιχήματα, που πλέον προσφέρονται από μεγάλο αριθμό εταιρειών.

Ποια είναι η διαφορά μεταξύ των δύο και πώς μπορεί κανείς να τα συνδυάσει; Οι δημοσκοπήσεις όπως όλοι γνωρίζουμε επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες και αποτελούν μια φωτογραφία του παρελθόντος. Με ειδικές τεχνικές (π.χ. κατανομή αναποφάσιστων), μπορεί κανείς να τις χρησιμοποίηση για να προβλέψει το μέλλον. Ατελώς όπως έχουμε πολλές φορές διαπιστώσει, ακόμα και όταν δεν υπάρχουν πολιτικές σκοπιμότητες ή άλλου είδους μεροληψίες. Τα στοιχήματα από την πλευρά τους είναι ένα πολύ πιο γήινο και σκληρό παιχνίδι. Όποιος τα προσφέρει παίζει με τα λεφτά του. Συνεπώς λαμβάνει υπόψη του και την διάθεση των παικτών που στοιχηματίζουν, αλλά και όλες τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες ανά πάσα στιγμή. Και οι ίδιοι οι παίκτες, επειδή κι αυτοί βάζουν χρήματα, λαμβάνουν κι αυτοί στην πλειοψηφία τους υπόψη τις πραγματικές και ρεαλιστικές τους προβλέψεις για το μέλλον.

Παρακολουθώντας τις εκστρατείες στην Μέκκα της πολιτικής επικοινωνίας, τις Ηνωμένες Πολιτείες, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι στην τελευταία φάση των εκλογών, δημοσκοπήσεις και στοιχήματα συγκλίνουν και συνήθως από κοινού προβλέπουν ικανοποιητικά το εκλογικό αποτέλεσμα. Ιδίως όταν –όπως κάνουν τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ-, χρησιμοποιούν ένα μοντέλο poll of polls, όπου χαρτογραφούν τις τάσεις χρησιμοποιώντας μεγάλο αριθμό δημοσκοπήσεων από διαφορετικές εταιρείες και έτσι περιορίζουν τις επί μέρους μεροληψίες που αναπόφευκτα υπάρχουν στις δημοσκοπήσεις των συγκεκριμένων επί μέρους εταιρειών. Για παράδειγμα, μια εταιρεία που συνεργάζεται τακτικά με ένα μέσο ενημέρωσης έχει παρατηρηθεί ότι έχει –ό,τι και να κάνει- μια μικρή, στατιστική για να μην παρεξηγούμεθα, μεροληψία, που οφείλεται στην τάση όσων συμφωνούν με την πολιτική ταυτότητα του συγκεκριμένου μέσου ενημέρωσης να αυτοεπιλέγονται στο συγκεκριμένο δείγμα, έχοντας μικρότερο ποσοστό μη απαντήσεων από το μέσο όρο του δείγματος.

Πώς λοιπόν μπορεί να χρησιμοποιήσει ο μέσος πολίτης τα στοιχεία που του προσφέρονται; Να τα παρακολουθεί όλα, να τα συσχετίζει μεταξύ τους και να μην επηρεάζεται από επί μέρους εντυπώσεις. Και στην παρακολούθηση αυτή να υπολογίζει ισότιμα στοιχήματα και δημοσκοπήσεις. Συνειδητοποιώντας τις αδυναμίες της κάθε πλευράς. Παραδείγματος χάριν: Τα στοιχήματα δεν θα αποκαλύψουν μια νέα τάση από κάποιο νέο πολιτικό γεγονός, αφού το σχετικό πρωτογενές υλικό θα προέλθει από τις δημοσκοπήσεις και χρειάζεται μια διαδρομή χρονική για να εισέλθει στις σχετικές προβλέψεις. Αντίθετα μπορεί να δίνουν ακριβέστερη εικόνα για ένα θέμα στο οποίο υπάρχει επιστημονική δυσκολία αντικειμενικής μέτρησης (π.χ. παραδοσιακά η δημοσκοπική υποεκτίμηση της ψήφου στα ακροδεξιά κόμματα και στα καθ’ υμάς στη Χρυσή Αυγή, που με βάση τα στοιχήματα –όχι όμως και τις δημοσκοπήσεις- υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να καταλήξει να βγει τρίτο κόμμα, μπροστά από το Ποτάμι). Για όσους θέλουν να ψηφίζουν τακτικά, να λαμβάνουν δηλαδή υπόψη το πιθανό εκλογικό αποτέλεσμα πριν ψηφίσουν, η σωστή εκτίμηση όλων των σχετικών πιθανοτήτων έχει σημασία.