...και πώς μπορεί να έχουν καλύτερα αποτελέσματα στο μέλλον

Η πραγματικότητα είναι ότι οι καλοί επιστήμονες που υπηρετούν το χώρο δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν πειστικά τι ακριβώς έχει συμβεί, γιατί η εξήγηση είναι δύσκολη στα περιορισμένα όρια του τηλεοπτικού χρόνου, αλλά και γιατί θεώρησαν ότι οι πολίτες και οι δημοσιογράφοι που παρακολουθούσαν, γνώριζαν βασικά δεδομένα της επιστημονικής τους μεθοδολογίας, τα οποία δεν επεξήγησαν ως αυτονόητα, με αποτέλεσμα όλες οι εξηγήσεις τους να στέκονται -για τους μη γνωρίζοντες- στον αέρα και να μην μπορέσουν να πείσουν τους τηλεθεατές και ακροατές.

Τι λοιπόν συνέβη και τα exit polls δεν μπόρεσαν να προβλέψουν το αποτέλεσμα; Η απάντηση είναι απλή. Η στατιστική εικόνα που πήραν οι εταιρείες δημοσκοπήσεων από τα exit polls έδειχνε μεγάλη προήγηση του ΠΑΣΟΚ (συνήθως αρκετά μεγαλύτερη από αυτήν που παρουσίασαν τα απόγευμα των εκλογών), με δείγματα όμως στα οποία υποαντιπροσωπευόταν η Νέα Δημοκρατία. Η στάθμιση που έκαναν με βάση τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών του 2007 έδειχνε μια προήγηση του ΠΑΣΟΚ μικρότερη από 4 μονάδες. Όμως σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, όπου τα ποσοστά συμμετοχής ήταν μεγάλα και η αποχή δεν είχε πολιτική έννοια ή κατεύθυνση, αυτήν τη φορά -χωρίς ειδική προς τούτο προετοιμασία- δεν υπήρχε τρόπος να γνωρίζουν αν η υποαντιπροσώπευση των νεοδημοκρατών οφειλόταν σε πραγματική αποχή ή σε αποχή από τα exit polls. Ιδίως με δεδομένο ότι στις έρευνες προ των εκλογών οι νεοδημοκράτες εμφανίζονταν να έχουν την πρόθεση να απέχουν σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ.

Οι δημοσκόποι βρέθηκαν λοιπόν χωρίς να γνωρίζουν αν η αγαπημένη τους σταθερά (η στάθμιση με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα της προηγούμενης εθνικής εκλογής), η οποία έχει αποδειχθεί πολύτιμη όλα αυτά τα χρόνια, μπορούσε ή δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Το πρόβλημά τους δεν ήταν το στατιστικό σφάλμα, αυτό με τα μεγέθη των exit polls ήταν πολύ μικρό, αλλά η αδυναμία τους να γνωρίζουν ποιος ήταν ο πληθυσμός επί του οποίου θα έκαναν τις υποθέσεις τους.

Αυτό που είχε σημασία δεν ήταν το μέγεθος της αποχής, αλλά η σύνθεση της αποχής, την οποία ήταν πολύ δύσκολο να γνωρίζουν αν δεν είχαν κάποιο πραγματικό αποτέλεσμα.

Πώς συνέπεσε η πρόβλεψή τους να είναι η ίδια; Μήπως συνεννοήθηκαν; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι επίσης πολύ απλή. Ως άνθρωποι της στατιστικής προτίμησαν όλοι να πορευτούν με τους αριθμούς που έβλεπαν και όχι με τους αριθμούς που θα μπορούσαν να υποθέσουν.

Τι θα μπορούσαν να κάνουν για να αποφύγουν το πάθημα αυτό ή αντίστοιχα παθήματα στο μέλλον; Όχι πολλά πράγματα, όπως αποδεικνύουν τα παθήματα των exit polls στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες του κόσμου με υψηλά ποσοστά αποχής. Πιθανώς πάντως ένα μέρος αυτής της αποχής θα είχε αντιμετωπιστεί αν ήταν γνωστά τα ποσοστά συμμετοχής στη διάρκεια της ημέρας σε επί μέρους εκλογικά τμήματα ίδιων περιοχών με διαφορετική όμως πολιτική συμπεριφορά. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε κανείς με στατιστικές μεθόδους να διαπιστώσει αν η αποχή έχει -και ποια- πολιτική κατεύθυνση συγκρίνοντας τη συμμετοχή σε τμήματα με διαφορετικές πολιτικές συμπεριφορές και να μπορέσει στη συνέχεια να σταθμίσει με αυτά τα στοιχεία του exit poll. Δύσκολη και σύνθετη εργασία, η οποία όμως θα μπορούσε να προσφέρει μια άγκυρα επί της οποίας να στηριχθούν οι λοιπές υποθέσεις.