Στην εποχή της ευμάρειας αρκούσε να ισχυριστεί ένα προϊόν ή μια υπηρεσία ότι είναι το καλύτερο και ο καταναλωτής να το αποδεχθεί. Αρκούσε μια διαφημιστική εταιρεία να πει στον διαφημιζόμενο «αυτή η καμπάνια είναι αποτελεσματική» και ο τελευταίος να το δεχθεί, αφού δεν είχε να χάσει και πολλά. Σήμερα πρέπει να αποδεικνύονται και τα αυτονόητα. Η συνδρομητική τηλεόραση, από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε, στήριξε την εμπορική της πολιτική στην θεωρία ότι το κοινό της είναι by default ποιοτικότερο από τον μέσο τηλεθεατή της ελεύθερης τηλεόρασης.

Έτσι, δεν αποδέχονταν την λογική με την οποία κινείται η αγορά, ότι πρέπει να πληρωθεί για τα «ζευγάρια μάτια» που «παραδίδει» σε κάθε πλάνο, με ένα CPR που θα την επιβραβεύει για το ποιοτικό της περιβάλλον. Ωστόσο, παρά την πραγματικότητα αυτή, η συνδρομητική τηλεόραση απορροφούσε σημαντικά κονδύλια από μεγάλους διαφημιζόμενους και συνέχιζε την πορεία της.

Σήμερα όμως, που ακόμα και οι μεγάλοι διαφημιζόμενοι έχουν μειώσει αισθητά το budget τους, η συνδρομητική τηλεόραση πρέπει να αποδεικνύει τον premium χαρακτήρα που – ισχυρίζεται ότι – έχει, με στοιχεία ερευνών και αξιόπιστες μελέτες. Κάτι τέτοιο προς το παρόν δεν συμβαίνει. Κι εδώ ξεκινά το πρόβλημα, τη στιγμή που ένα ρεαλιστικό και βιώσιμο πλάνο εμπορικής πολιτικής μιας συνδρομητικής πλατφόρμας πρέπει να απευθύνεται πλέον σε κάθε διαφημιζόμενο, είτε αυτός είναι μικρός, είτε μεγάλος.

Τα στοιχεία ερευνών είναι απολύτως αναγκαία από τους διαφημιζόμενους, προκειμένου να στραφούν περισσότερο στη συνδρομητική τηλεόραση. Όσο οι έρευνες αυτές δεν εμφανίζονται (ή δεν έχουν την εγκυρότητα που θέλουν οι marketers), τόσο η συνδρομητική τηλεόραση θα αγγίζει «το ταβάνι» των δυνατοτήτων της ως διαφημιστικό μέσο. Και στην εποχή του digital και του mobile, αυτό είναι σχεδόν «εγκληματικό». Το αφιέρωμα που ακολουθεί στις εσωτερικές σελίδες, προσφέρει πλούσιο υλικό για τον σχετικό προβληματισμό.