«Data vs. Creativity ή Creativity vs. Data? Από όποια σκοπιά και αν προσεγγίσουμε το ερώτημα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι πρόκειται για έναν προβληματισμό που ήρθε, στην digital εποχή που διανύουμε τα τελευταία χρόνια, να προστεθεί πολύ πιο έντονα στην ήδη υπάρχουσα πρόκληση που είχαμε μπροστά μας για προσωπική και ειλικρινή σχέση με τον καταναλωτή.

Από τη μία το ολοένα και πιο θορυβώδες περιβάλλον και από την άλλη η πληθώρα ερευνών και data που συλλέγουν οι εταιρείες, οδήγησε την αγορά σε μια αγωνιώδη προσπάθεια δημιουργίας περιεχομένου σχετικό με τα ενδιαφέροντα του κοινού-στόχος και παράλληλα, αποδομώντας τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας να το “σερβίρουμε” σε συγκεκριμένα segments, προσπαθώντας έτσι να έχουμε πιο αποτελεσματική διαφήμιση και άρα καλύτερα αποτελέσματα.

Κάτι όμως μάλλον δεν λειτούργησε πολύ καλά σε αυτή την αλυσίδα και κάπως έτσι βρισκόμαστε το τελευταίο διάστημα αντιμέτωποι με το hard-fact που ακούει στον όρο viewability και στο γεγονός ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του κοινού που καλείται να καταναλώσει τη διαφήμιση, έχει φτάσει στο σημείο να την αμφισβητεί και να είναι λιγότερο δεκτικό απέναντί της. Μάλλον τελικά θα πρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω, να θυμηθούμε τους βασικούς στόχους της επικοινωνίας και να επαναπροσδιορίσουμε τη στάση μας απέναντι στα data.

Αξιοποιώντας σωστά τα data σίγουρα βελτιστοποιούμε την απόδοση, ταυτόχρονα όμως χρειαζόμαστε τη δημιουργικότητα για να ξεχωρίσουμε από το πλήθος και για να ενισχύσουμε αυτό που η κάθε μάρκα πρεσβεύει, πράγμα το οποίο τείνει τελευταία να έχει στο μυαλό του καταναλωτικού κοινού βαρύνουσα σημασία, εξίσου ή και μεγαλύτερη από αυτό που η μάρκα καλείται να του πουλήσει. Ας μην ξεχνάμε ότι σε όλες τις σχέσεις “It takes two to tango” ή στην περίπτωση των data & creativity, κατά το ελληνικότερο, “Κράτα με να σε κρατώ, να ανεβούμε το βουνό”».