Η κυβέρνηση προσπαθεί όπως είναι γνωστό να ελέγξει την αγορά των μέσων ενημέρωσης. Δεν αρκείται όμως στις ευθείες προσπάθειες παρέμβασης και ελέγχου, με νέους συμμάχους της (πάντα πρόσκαιροι όπως αποδεικνύει με βασανιστική συνέπεια η εμπειρία της ζωής), που προκαλούν βίαιες πολιτικές συγκρούσεις, όπως έγινε τις τελευταίες ημέρες με την τροπολογία που χάρισε τα πρόστιμα της ΣΕΚΑΠ στον Ιβάν Σαββίδη και την επίθεσή του στη συνέχεια στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Παράλληλα με τις επεμβάσεις στα ίδια τα μίντια ακολουθεί με συνέπεια και μια προσπάθεια επηρεασμού και ελέγχου και των διαφημιστικών κονδυλίων, που αποτελούν για την συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ το βασικό ή/και μοναδικό οικονομικό τους έσοδο.

Ένα από τα μεγαλύτερα και πιο σίγουρα ασφαλιστικά κονδύλια είναι για τα ΜΜΕ η διαφήμιση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Το 2016 το συνολικό της ύψος έφτασε 45 εκ. με τα μισά σχεδόν να δίδονται από την Τράπεζα Πειραιώς (21,5 εκ. ευρώ) και τα υπόλοιπα από την Alpha (8,7εκ. ευρώ), την Eurobank (7,8 εκ. ευρώ) και την Εθνική (6,5 εκ. ευρώ). Κι όλα αυτά καθαρά. Χωρίς δηλαδή τις επιβαρύνσεις (ΦΠΑ, ειδικός φόρος τηλεόρασης, αγγελιόσημο κ.λπ.).

Το ποσό αυτό είναι πολύ μεγάλης σημασίας γιατί σε αντίθεση με τα όσα συμβαίνουν στους συνήθεις διαφημιστικούς προϋπολογισμούς, που εξαντλούνται σε λίγα ΜΜΕ για να επιτυγχάνουν την ελάχιστη αναγκαία συχνότητα, η τραπεζική διαφήμιση έχει πολύ μεγάλο όγκο και τελείως διαφορετική στόχευση. Λειτουργεί δηλαδή όχι μόνο για να καλύψει άμεσες διαφημιστικές ανάγκες (π.χ. POS), αλλά και ως στοιχείο επιρροής και lobbying για να επιδρά στην κάλυψη των θεμάτων τους από τα ΜΜΕ, μια που η κερδοφορία τους συναρτάται σήμερα σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις κυβερνητικές αποφάσεις σε πολλαπλά επίπεδα.

Είναι χαρακτηριστικό της ευρείας κατανομής ότι οι τρεις μεγαλύτεροι πελάτες των τεσσάρων τραπεζών (ΑΝΤ1, Alpha, ΣΚΑΙ, Πρώτο Θέμα και Έθνος σε διαφορετικές παραλλαγές ανάλογα με την τράπεζα), λαμβάνουν μόλις το 17% του συνολικού προϋπολογισμού. Κάτι που σημαίνει ότι η κατανομή των κονδυλίων -το υπόλοιπο 83%- πρέπει να αφορά πολύ μεγάλο αριθμό ΜΜΕ κάθε είδους, με αντίστοιχο περιθώριο επιρροής.

Βέβαια, σε αντίθεση με τα άλλα διαφημιστικά κονδύλια, κρατικά και ιδιωτικά, οι τράπεζες αποτελούν αντικείμενο μεγάλου θεσμικού και πολιτικού ενδιαφέροντος και των δανειστών. Τόσο της ΕΚΤ (με βραχίονα την Τράπεζα της Ελλάδος), όσο και των άλλων «θεσμών» (ESM, Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ΔΝΤ). Η κυβέρνηση λοιπόν δεν μπορεί να προχωρήσει στο γνωστό «αποφασίζομεν και διατάσσομεν». Είναι υποχρεωμένη να αναζητήσει μια συμβιβαστική λύση, μέσω πολιτικής συμφωνίας, ώστε να πετύχει κάποιους ελάχιστους στόχους, όπως η διάθεση του 30% στα περιφερειακά ΜΜΕ, που δεν ισχύει πλέον νομικά για τις τράπεζες εφόσον έχουν πάψει να ανήκουν τυπικά ή/και ουσιαστικά στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και η εφαρμογή του online Μητρώου.

Πόσο θα ανταποκριθούν οι τράπεζες στο κυβερνητικό αίτημα; Για την ώρα μόλις μια στις τέσσερις δείχνει μια τέτοια προδιάθεση. Ένδειξη ότι διαπραγματευτικά η κυβέρνηση είναι σε πολύ αδύναμη θέση. Κάτι βέβαια που δεν την εμποδίζει να προσπαθεί. Το ρητό είναι άλλωστε γνωστό. «Πες το, πες το, το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει…»