Αν και ξεκίνησε με προσδοκίες ότι θα κάλυπτε μέρος του κενού που άφησε το προηγούμενο έτος, το 2021 δεν άφησε πολλά να θυμόμαστε για τα εγχώρια brands. Για την ακρίβεια το 2020 αποδείχτηκε παραγωγικότερο, κι ας ήταν το πρώτο της πανδημίας. Υποχρέωσε αρκετά brands να ψαχτούν, να ξαναεπισκεφτούν το brand purpose, να εξελιχθούν, να βρουν νέες διόδους επαφής με τους καταναλωτές. Αντίθετα, μετά από ένα σύντομο ελπιδοφόρο ξεκίνημα, το 2021 κατέληξε σε μια κατάσταση ιδιόμορφης ραθυμίας, σαν να συγχρονίστηκε με τη μουντάδα των lockdowns και της απομακρυσμένης εργασίας. Κάποιες νέες προτάσεις από καταναλωτικά brands, η αυξημένη δραστηριότητα στον χώρο της ενέργειας και των τραπεζών, κάποιες ενδιαφέρουσες δράσεις στον χώρο του retail και μια σχετική τόνωση της διαφήμισης, δεν έφταναν για να αλλάξουν την εικόνα.

Δυστυχώς το 2021 δεν ήταν καλό ούτε για το εθνικό μας brand. Χάσαμε μεγάλο μέρος της κληρονομιάς που άφησε το 2020 στην εξαιρετική διαχείριση της πανδημίας. Από αναπτυγμένη ευρωπαϊκή χώρα που βελτίωνε τη διεθνή της εικόνα το 2020, καταλήξαμε με τα μεγάλα ποσοστά ανεμβολίαστων στο βαλκανικό πανόραμα των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών. Παρά το ευρύ, εντυπωσιακά οργανωμένο για τα δεδομένα μας, εμβολιαστικό πρόγραμμα.

Στην πραγματικότητα αυτή ήταν η τρίτη μεγάλη ευκαιρία που χάνει η Ελλάδα τις πρόσφατες δεκαετίες, να ενισχύσει το εθνικό της brand. H πρώτη είχε να κάνει με την μη αξιοποίηση της κληρονομιάς που άφησαν οι εξαιρετικοί Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004. Η δεύτερη με την αποτυχία να μετατραπεί η οικονομική κρίση σε ευκαιρία και να δείξουμε τον καλό μας εαυτό – ότι μαθαίνουμε από τα λάθη μας, διορθωνόμαστε και αυξάνουμε την προσπάθεια για να ξεπεράσουμε τους δύσκολους καιρούς ενωμένοι.

Ό,τι δηλαδή συνέβη σε άλλες χώρες με αντίστοιχα προβλήματα. Και αν στην περίπτωση της αξιοποίησης της κληρονομιάς των Ολυμπιακών Αγώνων, η ευθύνη βάραινε κυρίως την Πολιτεία, στις δύο κρίσεις που ακολούθησαν ήταν κυρίως μέρος της κοινωνίας, το οποίο μέσα από φοβικές αντιλήψεις και συμπεριφορές, οδήγησε το εθνικό μας brand σε απώλειες. Και αυτό ίσως δίνει κάποια εξήγηση και για τη μεγάλη καθυστέρηση που επέδειξε το branding στη χώρα μας, μετά τη «χρυσή» περίοδο που έζησε μέχρι το 2004 – τότε που αρκετά ελληνικά brands ξεπερνούσαν τα ελληνικά σύνορα και διεθνή brands έβαζαν τη χώρα στον πυρήνα της δράσης τους. Ας θυμόμαστε πάντα ότι τα ισχυρά brands σπάνια είναι αυτοφυή – συνήθως σπέρνονται σε κοινωνίες που δεν φοβούνται να κοιτάξουν μπροστά.

Από τη στήλη, πολλές ευχές για καλή χρονιά. Για όλους και ειδικά για τα εγχώρια brands.