Έχουν περάσει ήδη πέντε χρόνια από την πρώτη φορά που έγραψα άρθρο για το συγκεκριμένο φαινόμενο και από τότε έχω επανέλθει αρκετές φορές.

Στη δεκαετία που τελειώνει σχεδιάζονταν οπτικές ταυτότητες σαν κάποιοι να προσπαθούσαν να αρνηθούν έναν από τους βασικούς στόχους που εξυπηρετεί μια ταυτότητα – αυτόν της διακριτότητας και της διαφοροποίησης. Tαυτότητες επιχειρήσεων και αγαθών χωρίς ισχυρά οπτικά στοιχεία, που αντί να αυξάνουν μείωναν τα visual assets του brand. Συσκευασίες που έμοιαζαν περισσότερο με private labels ή διακοσμητικά χαρτιά περιτυλίγματος και λιγότερο με σημαντικές πηγές έκφρασης της μοναδικότητας του brand.

Τα διαδικτυακά λευκώματα που παρουσιάζουν δουλειές branding ή design είναι γεμάτα παραδείγματα. Δουλειές με δύο κύρια χαρακτηριστικά: Πρώτον, είναι όμορφες και καλαίσθητες. Δεύτερον, στερούνται διαφοροποιητικής δύναμης – τις μπερδεύεις. Σπάνια θυμάσαι ποιο brand αφορούσαν. Θα μπορούσαν εύκολα με μια απλή αντικατάσταση του λογοτύπου να αφορούν κάποιον ανταγωνιστή χωρίς κανείς να το πάρει είδηση. Καλές φωτογραφήσεις, ενδιαφέρουσες εικονογραφήσεις, επιλογή από μοντέρνες γραμματοσειρές.

Αλλά ο λογότυπος όλο πιο μικρός και ουδέτερα σχεδιασμένος. Βασισμένος σε απλές, απέριττες γραμματοσειρές και συχνά στερούμενος της προσθήκης άλλων συμβόλων ή ακόμα και χρωμάτων, πολλές φορές υπολείπεται σε ένταση κάποιου προϊοντικού περιγραφέα που του κλέβει την προσοχή. Τα στοιχεία brand housestyle επίσης, σχεδόν ανύπαρκτα. Μινιμαλισμός, μονοχρωμίες, κενό. Σπάνια τα σύμβολα, σπάνια και άλλα έντονα σχεδιαστικά στοιχεία.

Η συγκεκριμένη πρακτική μπορεί να είναι πραγματικά επωφελής γι’ αυτά τα λίγα brands που είναι πασίγνωστα, παντοδύναμα και αφορούν χειροπιαστά προϊόντα, (Apple ή Burberry). Τέτοια brands πιθανόν όχι μόνο να μην έχουν ανάγκη τα επιπλέον οπτικά στοιχεία, αλλά με την αφαίρεσή τους να ενισχύουν τη δύναμη και το εύρος του κατοχυρωμένου εμπορικού τους σήματος και να στερούν δυνατότητες από πιθανούς αντιγραφείς.

Η ταυτότητά τους στηρίζεται αποτελεσματικά στο όνομά τους και στην όψη των προϊόντων τους. Τα υπόλοιπα brands όμως δεν έχουν πια την ευκαιρία να ξεχωρίσουν μέσα από την έλλειψη έντονης οπτικής ταυτότητας, όπως συνέβαινε κάποτε, αφού πλέον είναι πάρα πολλές οι ταυτότητες που μοιάζουν μεταξύ τους. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που στην αρθρογραφία των τελευταίων μηνών έχουν αρχίσει και εμφανίζονται πολύ συχνά ειρωνικές αναφορές για το φαινόμενο του «blanding» (bland = αδιάφορο, ουδέτερο, βαρετό), όπως και προβλέψεις ότι με το νέο έτος, μετά την κορύφωσή του το 2018, θα σημάνει η αρχή του τέλους του.