Ακόμα και τα κόμματα που είχαν άφθονο τηλεοπτικό χρόνο, δεν ξόδεψαν παρά ελάχιστα για να τον αξιοποιήσουν. Μηδέν εξωτερικά γυρίσματα, φωτογραφίες από φωτοθήκες που δεν είχαν καμία σχέση με την ελληνική πραγματικότητα και ήταν τόσο προφανώς μη πραγματικές που να απωθούν αντί να προσελκύουν τον ψηφοφόρο.

Όλα αυτά είναι τελείως φυσιολογικά. Τα κόμματα δεν έχουν χρήματα. Συνεπώς δεν έχουν να πληρώσουν διαφημιστές και επικοινωνιολόγους, οι οποίοι έχουν ρίξει τις τιμές τους δραματικά, αλλά δεν είναι και δωρεάν. Επίσης τα κόμματα είναι φτωχά από πλευράς ανθρώπινου δυναμικού. Οι διαδοχικές αλλαγές και πολυδιασπάσεις έχουν αδυνατίσει τα κομματικά επιτελεία και απαξιώσει την συσσωρευμένη εμπειρία που υπήρχε εκεί σε θέματα πολιτικής επικοινωνίας. Επίσης, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, τα κόμματα δεν έχουν πια οπαδούς. Η κοινωνία βρίσκεται μακριά από την πολιτική διαδικασία και ψηφίζει με τεράστια απόσταση από τους πολιτικούς σχηματισμούς. Έτσι, χωρίς να αισθάνονται την επαφή με τον κόσμο, οι σχεδιαστές των εκστρατειών λειτουργούν τελικά μηχανιστικά, απευθυνόμενοι σε μάλλον στενά ακροατήρια.

Όπως σε κάθε εκστρατεία, έτσι και σ’ αυτήν έχουμε κάποιο σποτ να γίνεται αντικείμενο διαμάχης. Στην προκειμένη περίπτωση τα δύο σποτ του Ποταμιού, τα οποία αναφέρονται στην «πρώτη φορά», προκάλεσαν την αντίδραση των άλλων κομμάτων και ειδικά γυναικών από άλλα κόμματα, ενώ παράλληλα δημιούργησαν συζητήσεις και στο εσωτερικό του νέου αυτού κόμματος. Η ανοιχτή αναφορά στην «πρώτη φορά» των γυναικών, που είχε ως προφανή στόχο να προκαλέσει ενδιαφέρον και συζήτηση, πέτυχε το στόχο, αλλά και ενόχλησε. Ποιους και γιατί, έχει ασφαλώς ενδιαφέρον. Ήταν υποκριτική αντίδραση υπερφεμινισμού; Ήταν κάποια συντηρητικά αντανακλαστικά, ή ήταν η αίσθηση ότι το νέο κόμμα εκμεταλλεύεται ένα θέμα αποκλειστικά προσωπικό, χωρίς να έχει κάποιο πολιτικό λόγο να το κάνει αυτό, πέραν της εκμετάλλευσης των ιδιαίτερων συναισθημάτων που δημιουργεί;

Δεν θα μπούμε στη σχετική συζήτηση, δεν είναι αυτός ο ρόλος μας, όμως η δημιουργία εντυπώσεων, με τα υπέρ και τα κατά της ήταν πάντα ένας τρόπος να αυξηθεί η αναγνωρισιμότητα και η εκλογική διείσδυση. Η συνολική τώρα αποτίμηση είναι ότι η πολιτική επικοινωνία, όπως και όλα τα άλλα στη χώρα, προσαρμόζεται στην καινούρια πραγματικότητα. Λίγα χρήματα, έλλειψη εμπιστοσύνης, κακή διάθεση. Η Ελλάδα δεν είναι πια η ίδια, ο χώρος (διαφήμιση και πολιτική επικοινωνία), δεν είναι πια ο ίδιος και δεν πρόκειται στο προβλεπτό μέλλον να γνωρίσει τις «ημέρες δόξης» του παρελ-θόντος. Περασμένα μεγαλεία…