Καθώς πλησιάζουμε προς τις εκλογές -είτε αυτές γίνουν τον Οκτώβριο, είτε νωρίτερα- η τύχη και ο ρόλος της ΕΡΤ την επόμενη μέρα αποτελεί σημαντικό και ενδιαφέρον ερώτημα για το ευρύτερο τηλεοπτικό σκηνικό.

Το γεγονός ότι η ΕΡΤ δεν πηγαίνει καλά, είναι κοινό μυστικό. Στο πρακτικό επίπεδο, της θεαματικότητας, τα χαμηλά νούμερα έχουν τόσο προβληματίσει τη διοίκηση που έφτασε να ζητήσει συνάντηση από τη Nielsen, για το συγκεκριμένο θέμα. Μια μεγάλη διεθνή εταιρία εταιρεία ερευνών στην οποία παλαιότερα είχε μάλιστα ασκήσει σφοδρή κριτική για να καταλήξει να υπογράψει τελικά σύμβαση μαζί της. Παράλληλα με τις χαμηλές ακροαματικότητες, υπάρχει βέβαια και πολύ έντονη κριτική που έχει ασκηθεί στο πρόσφατο παρελθόν κατά της ΕΡΤ, όχι μόνο από την αντιπολίτευση αλλά και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική αυτή κριτική, έχει βέβαια και πολιτικά κίνητρα (που ενεργοποιεί ο ρόλος και ο χαρακτήρας του αρμόδιου υπουργού), έχει όμως προφανώς και πολύ πραγματικές βάσεις.

Με αυτά τα δεδομένα και καθώς πλησιάζουμε προς τις εκλογές -είτε γίνουν αυτές τον Οκτώβριο, που είναι η τελευταία διαθέσιμη συνταγματικά προθεσμία είτε νωρίτερα- η τύχη και ο ρόλος της ΕΡΤ την επόμενη μέρα αποτελεί σημαντικό και ενδιαφέρον ερώτημα για το ευρύτερο τηλεοπτικό σκηνικό. Ιδίως αν λάβουμε υπόψη την στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που προηγείται με σημαντική διαφορά στις δημοσκοπήσεις και έχει ισχυρές πιθανότητες να σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση, η οποία έχει μιλήσει για «επανίδρυση» της ΕΡΤ και μια «δημόσια τηλεόραση πολυφωνική», που η Νέα Δημοκρατία δεσμεύεται ότι οι πολίτες «θα την απολαμβάνουν… με πολύ μικρότερο κόστος», με διατήρηση των μονίμων υπαλλήλων της ΕΡΤ αλλά χωρίς «κομματικούς συμβασιούχους».

Είναι όμως το πρόβλημα της ΕΡΤ μόνο οι κομματικοί συμβασιούχοι, το μεγάλο κόστος και η κακή διοίκηση ή υπάρχουν άλλα πιο δομικά προβλήματα που αφορούν γενικότερα την τύχη της δημόσιας τηλεόρασης σε έναν καινούριο κόσμο που δεν έχει καμία σχέση με το Σύνταγμα του 1975 που καθιέρωσε τον άμεσο έλεγχο του τηλεόρασης από το κράτος; Η απάντηση στο ερώτημα δεν είναι ούτε προφανής, ούτε αυτονόητη. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί, ιδιωτικοί και δημόσιοι, αντιμετωπίζουν στα επόμενα χρόνια έναν πολλαπλό ανταγωνισμό που αφορά τον συνδυασμό απίστευτου όγκου οπτικοακουστικού περιεχομένου που δημιουργείται παγκοσμίως και είναι πλέον άμεσα διαθέσιμο στον μέσο άνθρωπο, με σχεδόν μηδενικό κόστος και του πολλαπλασιασμού των δυνατοτήτων παρακολούθησης του περιεχομένου αυτού μέσω του όλο και πιο γρήγορου internet.

Επιπροσθέτως οι μεγάλες διεθνείς πλατφόρμες (όπως το Netflix), έχουν αρχίσει και δημιουργούν περιεχόμενο και σε άλλες γλώσσες και κουλτούρες εκτός της αγγλικής. Στα τουρκικά, κορεάτικα, ισπανικά κ.λπ. Χρησιμοποιώντας πολύ μεγαλύτερους πόρους από αυτούς που διαθέτουν τα τοπικά κανάλια ή και συνεργαζόμενο μαζί τους. Στο πλαίσιο αυτό μια δημόσια τηλεόραση με τα προβλήματα της ΕΡΤ και σε κατάσταση αυτιστική σε σχέση με όλες αυτές τις εξελίξεις, είναι απολύτως αδύνατο να ανταγωνιστεί ή/και να προσφέρει σοβαρές υπηρεσίες στον τηλεθεατή ή και στην εκάστοτε κυβέρνηση.

Η τύχη της θα είναι αυτή της συρρίκνωσης και της απαξίωσης, εκτός αν αξιοποιήσει τις δυνατότητες που ακόμα διαθέτει ως «εθνικός φορέας» για να συνδεθεί με τις διεθνείς εξελίξεις. Τόσο από τεχνολογικής πλευράς, όσο και από πλευράς συμμαχιών με μεγάλους εγχώριους και διεθνείς παίκτες, σε ό,τι αφορά την παραγωγή περιεχομένου και την χρησιμοποίηση πολλαπλών καναλιών διανομής αυτού του περιεχομένου. Η στρατηγική αυτή απαιτεί βέβαια μια πλήρη αλλαγή λογικής και νοοτροπίας. Το αν θα επιχειρηθεί έστω, είναι ένα ερωτηματικό. Άλλος δρόμος όμως, αν θέλει να έχει πραγματικό μέλλον, δεν υπάρχει.