Η πρώτη συνέντευξη του νέου (και πρώτου…) Chief Creative Officer της ελληνικής κυβέρνησης.
Η είδηση εξέπληξε ευχάριστα τους ειδήμονες στην Ελλάδα κι όχι μόνο: ο Στηβ Βρανάκης ολοκλήρωσε έπειτα από επτά χρόνια την καριέρα του ως (πολυβραβευμένος) υπεύθυνος του Creative Lab της Google EMEA και αναλαμβάνει Chief Creative Officer και ειδικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, με στόχο «το rebranding της Ελλάδας σε συνδυασμό με τον σχεδιασμό, την υλοποίηση και την προώθηση καινοτόμων εφαρμογών», στις δημόσιες πολιτικές.
Στην πρώτη του συνέντευξη, μόλις μια ημέρα μετά την ανακοίνωση της ανάληψης των νέων του καθηκόντων, ο Στηβ (εκ του Σταύρος, βεβαίως) μιλάει αποκλειστικά στο DailyFax και στο NetFax για τη ζωή του, την οικογένεια, τα βραβεία και το ρόλο τους, τους πρόσφυγες, αλλά και τις προοπτικές για την Ελλάδα, που τώρα καλείται να βοηθήσει από σημαντικό κυβερνητικό πόστο, προκειμένου να βρει τα καινούρια «πατήματά» της. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του χθεσινού ετήσιου συνεδρίου του ΣΕΤΕ, σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας.
Πώς πήρατε αυτή τη μεγάλη απόφαση, να επιστρέψετε στην Ελλάδα;
Έφτασα σ’ ένα σημείο της ζωής μου που θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό για την ως τώρα καριέρα μου (είμαι πια 48 χρόνων) κι έχω αρχίσει να δουλεύω πολύ περισσότερο πάνω στη βιωσιμότητα, το περιβάλλον και τον κοινωνικό αντίκτυπο. Όσα έμαθα από το χώρο της επικοινωνίας, μπορούν να εφαρμοστούν στα μεγάλα πραγματικά προβλήματα αυτού του κόσμου, στην οικονομία, την κοινωνία… Μετά ήρθε η πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα, στην οποία πιστεύω πάρα πολύ – νομίζω ότι έχουν ήδη κάνει απίστευτα πράγματα, κι ας είναι ακόμα στην αρχή. Κι ο πρωθυπουργός, ο κ. Μητσοτάκης, νομίζω ότι είναι πάρα πολύ δυναμικός ηγέτης – αυτά που λέει, ο τρόπος που προσεγγίζει τα πράγματα…
Σας βρήκαν ή τους βρήκατε;
Μιλούσαμε για κάποιο διάστημα… Όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία, δεν μπορούσα να την αφήσω. Ετοιμαζόμασταν να επιστρέψουμε στον Καναδά, είχαμε αποφασίσει να αφήσουμε τη Βρετανία – ο μεγάλος μου γιος θα πάει στο Γυμνάσιο, οπότε θέλαμε να πάμε κάπου που να συνεχίσει το σχολείο του. Η γυναίκα μου είναι από τη Σητεία και μεγάλωσε στο Μαρούσι. Οι γονείς μου από τα Σφακιά και το Φραγκοκάστελλο… Μετά τις εκλογές, αποφασίσαμε να αλλάξουμε σχέδια -το container με την οικοσκευή μας είχε φύγει για Καναδά κι έπρεπε να πάω εκεί, να το ξαναστείλω στην Ελλάδα – εδώ είμαστε τώρα μόνο με τις βαλίτσες μας!
Έχετε κερδίσει δεκάδες σημαντικά βραβεία… Τι σημαίνουν για σας;
Είναι δύσκολο να μιλάω γι’ αυτά, αλλά μεγάλωσα με δυσλεξία, είμαι αριστερόχειρας, οι γονείς μου ανήκαν στην εργατική τάξη -ο πατέρας μου ήταν εργάτης. Περνούσαμε καλά, είχαμε όλα τα χρειαζούμενα, όχι όμως χρήματα για πολυτέλειες… Για την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμηση, βοηθάνε – υποσυνείδητα μου δείχνουν πως έφτασα κάπου. Τα βραβεία που αξιώθηκα να κερδίσω αντιστοιχούν σε εμπειρίες, αλλά και στην αξία των ανθρώπων που είχα γύρω μου. Ψάχνω πάντα για ανθρώπους από διαφορετικές τέχνες και επιστήμες, για να κάνουμε κάτι σπουδαίο.
Είχα παρακολουθήσει την ομιλία σας στο TEDx της Αθήνας, το 2012, με τίτλο «Making Technology Matter». Συνεχίζει να παίζει τον ίδιο ρόλο;
Βέβαια, κι ακόμα σημαντικότερο. Όμως, πρέπει να βρούμε πώς να ζούμε μ’ αυτήν, πώς να τη διαχειριζόμαστε. Έχω τρία παιδιά κι όπως κάθε πατέρας, παλεύω με το χρόνο που περνάνε στην οθόνη, πώς θα τα διαχειριστώ, πώς θα αξιοποιήσω τις απίστευτες ευκαιρίες της τεχνολογίας για την πρόοδο της κοινωνίας, τη γνώση και τις δεξιότητες. Είναι απίστευτος ο αντίκτυπος που έχει και πολύ σημαντικός…
Πείτε μας περισσότερα σχετικά με το project που είχατε ετοιμάσει το 2015, στη Λέσβο, για τους Σύρους πρόσφυγες…
Πήγαμε για μια εβδομάδα στη Λέσβο, με δυο συναδέλφους της Google, για να δούμε πώς μπορούμε να τους βοηθήσουμε με την τεχνολογία μας. Κάναμε σημαντικές δωρεές στη Google, νομίζω ότι συνεχίζονται… κυρίως υποδομές Wi-Fi. Είδαμε ότι οι άνθρωποι ήταν χαμένοι στη θάλασσα και μόλις έφταναν στην ξηρά, με τους διασώστες να τους βοηθούν να βγουν έξω, δεν υπήρχε πραγματικά τρόπος να βρουν πού ήταν, πού έπρεπε να πάνε, τι έπρεπε να κάνουν.
Στήσαμε, λοιπόν, μια εφαρμογή, όλοι είχαν μαζί τα κινητά τους… Στην ανθρωπιστική κρίση που ζήσαμε στη Λέσβο, είδαμε πόσο απαραίτητο τούς ήταν το κινητό. Έχω μια φωτογραφία, που δείχνει δυο γυναίκες να βγαίνουν από τη λέμβο και να κρατάνε από τη μια το παιδί κι από την άλλη το κινητό. Αυτό δείχνει τη σπουδαιότητα της συσκευής γι’ αυτούς… Κοιτούσαμε τα προβλήματα που υπήρχαν, τη βοήθεια που μπορούσαμε να δώσουμε, καθημερινά: hangouts, φωνή, video, μετάφραση… στήσαμε μια εφαρμογή που τους επέτρεπε να ζήσουν με ασφάλεια. Νομίζω ότι εξακολουθεί να χρησιμοποιείται – την παραδώσαμε στους εκεί οργανισμούς…
Πόσο δύσκολο είναι να γίνει rebranding της Ελλάδας;
Όπως είπα και πριν (σ.σ. στον διάλογό του με τον παρουσιαστή της εκδήλωσης, Paul Papadimitriou), είμαι πολύ επιφυλακτικός να το αποκαλέσω «rebranding» – είναι μια νέα εποχή στην οποία μπαίνουμε, ένα νέο αφήγημα που πρέπει να γράψουμε, ένας νέος μύθος (πολύ καλή ελληνική λέξη), να πούμε ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και τι θέλουμε να επιτύχουμε.
Αυτό το αφήγημα θα ενσωματώσει την ταυτότητα και το branding, τη θέση μας και πώς θέλουμε να μας βλέπουν – αυτή θα είναι η ιστορία που θα πούμε στον κόσμο. Ελπίζω να «κτίσω» μια ομάδα, σήμερα (χθες) έχουμε συνάντηση, συναντώ συνέχεια εκπροσώπους φορέων, οργανισμών, φυσικά της κυβέρνησης… τον κ. Σκέρτσο, τον κ. Φραγκογιάννη, την κ. Αγγελοπούλου κ.ά.