Στις αρχές του 2012 είχα αναφερθεί στα ελληνικά πολιτικά κόμματα με όρους branding. Προσπαθώντας να εξηγήσω και να προβλέψω τα όσα έρχονταν, έγραφα ότι «τα τελευταία χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε να κάνει ένα μελετημένο rebranding.

Με τη νέα πρόταση κλείνει το μάτι στις τάσεις της εποχής και σε τμήμα των ψηφοφόρων των δύο «μεγάλων». Δεν ξέρω πόσο συνεπές και ειλικρινές μπορεί να είναι κάτι τέτοιο, ειδικά μεσοπρόθεσμα, αλλά αναμένεται μεγέθυνση». Οι συνεχόμενες εκλογικές επιτυχίες δικαίωσαν τις προβλέψεις.

Μέσα σε λίγα χρόνια, το rebranding μετέτρεψε το ΣΥΡΙΖΑ από brand που αντιπροσώπευε μια μάλλον μετριοπαθή πρόταση κάποιας ανανεωτικής αριστεράς, στον κύριο φορέα μιας νέας ιδιόμορφης πρότασης που αναζητούσε τότε η πολιτική αγορά: Συνδυάζοντας με θαυμαστό τρόπο τον λαϊκισμό και τον εθνικισμό, κατάφερε να εκφράσει το αίτημα των πλατειών για κάποια «λαϊκή κυριαρχία» και «εθνική ανεξαρτησία» απέναντι στις «ελίτ», τις «Βρυξέλλες», τα «μνημόνια», τη «Βουλή», αλλά και τους «άριστους», το «lifestyle της επιτυχίας» και τα υπόλοιπα αρνητικά φορτισμένα buzzwords εκείνης της εποχής.

Κυρίαρχα αισθήματα του λαϊκισμού, όπως η πικρία και η μνησικακία είχαν βρει ιδανική έκφραση. Αντίστοιχα και ο εθνικός ναρκισσισμός, η άρνηση ανάληψης ευθυνών και το αίσθημα μαζικής κινητοποίησης εναντίον των Ευρωπαίων. Όλα πακεταρισμένα σε ένα brand που έδειχνε ταυτόχρονα «αριστερό» και φρέσκο.

Η περίοδος 2010-2015 είχε γεννήσει ένα παράδειγμα σωστά οργανωμένου και αποτελεσματικά εκτελεσμένου πολιτικού branding. Η απόφαση σύνδεσής του ΣΥΡΙΖΑ με το άλλο brand που κόμιζε παρόμοια πρόταση, τους ΑΝΕΛ, ενίσχυε το brand equity έτι περαιτέρω και έβαζε τις βάσεις για μακροχρόνια επιτυχία στα μερίδια αγοράς.

Μέχρι που ήρθαν τα όσα συνέβησαν το καλοκαίρι του 2015 και μετά. Μπροστά στο ενδεχόμενο καταστροφής της αγοράς, το brand ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε να διστάζει να παραμείνει συνεπές στα όσα εκπροσωπούσε. Και όπως έχω γράψει επανειλημμένα, χωρίς τη συνέπεια δεν νοείται branding. Οι συνεχείς τακτικισμοί και παλινωδίες, οι σχέσεις με τις Βρυξέλλες και τις ελίτ, τα νέα μνημόνια, η συμφωνία των Πρεσπών, όλα ήταν αντίθετα με την κεντρική πρόταση της μάρκας.

Με συνέπειες όχι μόνο στα ενδεχομένως χαμηλότερα μερίδια αγοράς στις ερχόμενες εκλογές, αλλά κυρίως στους ποιοτικούς δείκτες της σχέσης της μάρκας με το δυνητικό καταναλωτή της. Τον τελευταίο καιρό βλέπουμε να επιχειρείται ένα νέο rebranding, προς άλλη κατεύθυνση αυτή τη φορά, μήπως και «γεφυρωθούν» κάποιες σχέσεις.

Θα πετύχει άραγε; Δυσκολεύομαι να προβλέψω. Όπως δυσκολεύομαι να θυμηθώ περιπτώσεις που συνέβησαν επιτυχώς δύο ριζικά rebranding σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Συνήθως, στη σχέση τους με τις μάρκες οι καταναλωτές δεν έχουν τόσο κοντή μνήμη.