«Είναι άλλο η φευγαλέα είδηση, η ηλεκτρονική, και άλλο η είδηση και το σχόλιο που μπορείς να έχεις μαζί σου όλη την ημέρα, να το επισκέπτεσαι, να το επιβεβαιώνεις, να το υποσημειώνεις, να το αποθησαυρίζεις». Να μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση του όρου “εφημερίδα”, που τα τελευταία – αρκετά- χρόνια τείνουμε να ξεχάσουμε.
Η άποψη αυτή ανήκει στον Πρόεδρο της Βουλής Κωνσταντίνο Τασούλα, την οποία διατύπωσε κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο 2ο ετήσιο συνέδριο της Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΙΗΕΑ), με θέμα το μέλλον και το παρόν των έντυπων μέσων. Κατά τη γνώμη μου αποτελεί μια από τις πιο ουσιαστικές προσεγγίσεις που έχει ακουστεί τα τελευταία χρόνια για τις εφημερίδες.
Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της Πολιτείας, φορέων του Τύπου, μεγάλων εκδοτικών οργανισμών από την Ελλάδα και το εξωτερικό (La Repubblica, Le Figaro) και πλήθος δημοσιογράφων. Η ανησυχία για το μέλλον του έγχαρτου Τύπου περίσσευε, κάτι που ανέδειξε ακόμα περισσότερο τη σημασία του συνεδρίου. Στα σημαντικά της εκδήλωσης ήταν και η ανακοίνωση του Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργό και κυβερνητικού εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη ότι υπάρχει σε τελική μορφή μια ολοκληρωμένη πρόταση για την ενίσχυση των εφημερίδων, η οποία θα σταλεί στον Πρωθυπουργό προς μελέτη και αξιοποίηση.
Όπως είπε, η πρόταση αυτή δίνει έμφαση στην ψηφιοποίηση των εφημερίδων, στο περιβαλλοντολογικό αποτύπωμα, αλλά και στις προσλήψεις δημοσιογράφων. Την ίδια στιγμή ο Π. Μαρινάκης άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο μείωσης του ΦΠΑ στις εφημερίδες.
Τα στοιχεία ωστόσο είναι αμείλικτα. Η μείωση των κυκλοφοριών, η πτώση των διαφημιστικών εσόδων, η αύξηση της πρώτης ύλης, η ακρίβεια, η κρίση στην ενέργεια, αλλά και η συνεχιζόμενη μείωση του δικτύου πώλησης Τύπου δεν αφήνουν περιθώριο για καθησυχασμό. Το τελευταίο ζήτημα δε, εξελίσσεται σε μεγαλύτερο πρόβλημα ακόμα και από την μείωση των κυκλοφοριών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, τα τελευταία 4 χρόνια η μεταβολή των σημείων πώλησης Τύπου στην Ελλάδα έχει αρνητικό πρόσημο, -31%, αφού από τα 5.440 σημεία πώλησης που υπήρχαν στη χώρα το 2020, σήμερα έχουμε μόνο 3.780. Από την άλλη πλευρά, η αρνητική μεταβολή της αξίας των πωληθέντων εντύπων το πρώτο 8μηνο του 2020 σε σχέση με το πρώτο 8μηνο του 2024 έφτασε το ίδιο ποσοστό, -31%.
Παρά το γεγονός όμως ότι η Πολιτεία εκφράζει σε κάθε ευκαιρία την πρόθεσή της να στηρίξει τις εφημερίδες, την ίδια στιγμή η φορολογική πολιτική προς αυτές κάθε άλλο παρά ευνοϊκή είναι. Τουλάχιστον σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει η Ένωση Εφημεριδοπωλών Αθηνών, η οποία σε σχετική της ανακοίνωση τονίζει ότι η επιβολή των τεκμηρίων φορολόγησης του ν.5073/2023, καθώς και οι φορολογικές επιβαρύνσεις που προκύπτουν εξαιτίας του νόμου αυτού είναι δυσβάσταχτες των πραγματικών εισοδημάτων των εφημεριδοπωλών. Όπως λέει, το ετήσιο εισόδημα στο 90% των τελευταίων δεν υπερβαίνει τα 9.000 ευρώ, ενώ φορολογείται για εισόδημα 15.000 ευρώ. Κι αυτό θα οδηγήσει, σύμφωνα με την Ένωση, την πλειονότητα των διανομέων Τύπου στο να υποβάλλουν αίτημα διακοπής διανομής εφημερίδων, με κίνδυνο να μείνουν δίχως έντυπη ενημέρωση 2.500 σημεία πώλησης σε Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Είναι ξεκάθαρο ότι απαιτούνται άμεσα ουσιαστικές και ξεκάθαρες λύσεις.
«Μια εκδοτική επιχείρηση δεν παράγει προϊόν, δημιουργεί προϊόν. Κι αυτό το προϊόν είναι η αγορά της δυνατότητας κάποιου να είναι μέλος μιας κοινωνίας που μοιράζεται τις ίδιες αξίες. Αυτό είναι η πιο δυνατή σχέση που πρέπει να φροντίσουμε». Με αυτή τη φράση έκλεισε την ομιλία του ο Filippo Davanazo, υψηλόβαθμο στέλεχος της La Repubblica, που συμμετείχε στο συνέδριο. Ας την κρατήσουμε…