Αυτό που λείπει -όπως συνήθως γίνεται στη χώρα μας- είναι η σοβαρή συζήτηση για την κατάσταση της αγοράς Μέσων Ενημέρωσης και την πραγματική προσφορά της ΕΡΤ ως παρόχου δημοσίων αγαθών στην ελληνική κοινωνία, σε μια εποχή που η χώρα βρίσκεται δημοσιονομικά σε απόλυτο αδιέξοδο και σε -επιλεκτική για την ώρα- χρεοκοπία. Ο κύριος λόγος που προχωρά η αναδιοργάνωση της ΕΡΤ είναι ότι δεν υπάρχουν χρήματα και το κράτος χρειάζεται και την τελευταία δεκάρα που μπορεί να μαζέψει (περιλαμβανομένου και του μεγαλύτερου μέρους του τέλους που εισπράττει η ΕΡΤ μέσω της ΔΕΗ, αλλά και της ακίνητης περιουσίας της ΕΡΤ).

Οι αποφάσεις που θα πρέπει να ληφθούν είναι, συνεπώς, τέκνα της έκτακτης ανάγκης και της ολέθριας διαχείρισης των πόρων της χώρας την τελευταία τριακονταετία. Όλοι οι ενδιαφερόμενοι (οι οποίοι αποτελούν βασικούς υπαίτιους της κατάστασης στην οποία έχουμε οδηγηθεί), μιλούν σαν να μην αντιλαμβάνονται ποια είναι η πραγματική κατάσταση και να βρισκόμαστε σε μια λίγο-πολύ φυσιολογική εποχή. Ταυτόχρονα στις αναφορές τους στο δημόσιο αγαθό που (υποτίθεται ότι προσφέρει η ΕΡΤ), επίσης ηθελημένα αγνοούν ότι ολόκληρη η ελληνική αγορά Μ.Μ.Ε., υπερδιογκώθηκε για λόγους πολιτικούς περισσότερο από κάθε λογική και τώρα βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, κάτι που έχει ήδη οδηγήσει σε πολλές χιλιάδες απολύσεις και κλείσιμο μεγάλου αριθμού μέσων ενημέρωσης, σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.

Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει ούτε τα ιδιωτικά Μέσα Ενημέρωσης που σήμερα υπάρχουν και πολλά ακόμα θα οδηγηθούν στους επόμενους μήνες σε κλείσιμο ή σε περιθωριοποίηση. Ταυτόχρονα η υπερπροσφορά δημοσίων (πάνω από 100.000 στρέμματα γης για οικοδόμηση) και ιδιωτικών ακινήτων και η έλλειψη ζήτησης σε μια οικονομία που συρρικνώνεται, μειώνει τόσο την αξία, όσο και το πραγματικό ενδιαφέρον για την ακίνητη περιουσία της ΕΡΤ. Στην αδήριτη αυτή πραγματικότητα προστίθεται η πραγματική προσφορά της ΕΡΤ, η οποία κατανάλωσε όλα αυτά τα χρόνια τεράστιους πόρους για να εξυπηρετήσει περισσότερο κομματικούς και συντεχνιακούς μηχανισμούς και προσωπικές επιδιώξεις και λιγότερο το κοινωνικό αγαθό της προσφοράς αντικειμενικής και απαλλαγμένης από σκοπιμότητες πληροφόρησης και υψηλού επιπέδου πολιτισμικών αγαθών, που να βρίσκουν ακροατήριο στην ελληνική κοινωνία.

Η σχετική προσφορά της ΕΡΤ είναι δύσκολο να μετρηθεί, αλλά αδιάψευστος μάρτυς είναι οι χαμηλές ακροαματικότητες, η προσπάθεια απομίμησης των ιδιωτικών σταθμών και η εναλλαγή τηλεοπτικών προσωπικοτήτων, οι οποίες προσφέρουν το ίδιο ακριβώς προϊόν σε ιδιωτικούς και δημόσιους σταθμούς τα τελευταία χρόνια. Γατί αν μια εκπομπή προσφέρεται στην ιδιωτική τηλεόραση με χρηματοδότηση από την αγορά και κατόπιν εμφανίζεται στη δημόσια, η οποία χρηματοδοτείται κατά 85% από το κοινωνικό σύνολο (ή και αντιστρόφως), είναι προφανές ότι καταπίπτει κάθε έννοια δημοσίου αγαθού, αφού είναι αδύνατον ένα τηλεοπτικό προϊόν να μπορεί τη μια μέρα να χρηματοδοτηθεί χωρίς κοινωνική επιδότηση και την επομένη, σε μια άλλη συχνότητα, να θέλει 85% επιδότηση.

Η πραγματικότητα είναι ότι όλοι όσοι εκμεταλλεύτηκαν την ΕΡΤ τα τελευταία τριάντα χρόνια, οικονομικά και πολιτικά, θέλουν να υπάρξουν οι μικρότερες δυνατές αλλαγές. Και αυτό περιλαμβάνει δυστυχώς και την ίδια την κυβέρνηση, η οποία μιλά για περιορισμούς στο κόστος που είναι οριακοί σε σχέση με την πραγματικότητα, τόσο της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε, όσο και της πραγματικής παροχής δημοσίων αγαθών από την ΕΡΤ. Όπως συμβαίνει και με την υπόλοιπη οικονομία, το τελικό αποτέλεσμα όλων αυτών θα είναι η συνέχιση της επιδότησης από το κοινωνικό σύνολο των θέσεων εργασίας των κομματικά διορισμένων υπαλλήλων της ΕΡΤ (χάνεται στα βάθη του χρόνου ο τελευταίος δημόσιος αδιάβλητος διαγωνισμός για προσλήψεις στην ΕΡΤ) και η συνέχιση των απολύσεων των εργαζομένων στα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης, που υφίστανται τον αθέμιτο ανταγωνισμό της.

Όσο για τα κόμματα και τις συντεχνίες, αυτά θα μιλούν για «τη δημόσια ραδιοτηλεόραση», κάνοντας πως αγνοούν τον «ελέφαντα στο δωμάτιο», ότι δηλαδή η τεράστια επιδότηση της ΕΡΤ καταναλώνεται στη μεγάλη της πλειοψηφία όχι για παροχή ενός κοινωνικού αγαθού, αλλά για την εξυπηρέτηση των ιδιωτικών (κομματικών, συντεχνιακών ή και ατομικών) συμφερόντων, που τη διαχειρίζονται όλα αυτά τα χρόνια.