Ένα από τα κυρίαρχα ζητήματα που τίθενται στην προσπάθεια αντιμετώπισης της πανδημίας είναι η έλλειψη ενημέρωσης και η κυριαρχία της παραπληροφόρησης. Αντίστοιχα προβλήματα βλέπουμε σε πολλά κοινωνικά ζητήματα αφού τα παραδοσιακά ΜΜΕ χάνουν συνεχώς τη δύναμη διείσδυσης και ενημέρωσης και υποκαθιστούνται από γνώμες και πληροφορίες που ταξιδεύουν στο διαδίκτυο χωρίς πραγματικό έλεγχο για την ποιότητα και εγκυρότητά τους.

Και ενώ οι μεγάλοι οργανισμοί που διαχειρίζονται κοινωνικά δίκτυα ή μηχανές αναζήτησης προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ ελευθερίας και δημιουργίας συστημάτων ελέγχου, η κατάσταση όχι μόνο δεν βελτιώνεται, αλλά χειροτερεύει. Η πανδημία μας έδωσε το πιο πρόσφατο παράδειγμα διασποράς της παραπληροφόρησης, η οποία έχει οδηγήσει σημαντικό τμήμα του κοινού να συνεισφέρει στη διάδοση της πανδημίας αντί να την αποτρέπει.

Το πρόβλημα μεγεθύνεται από την αδυναμία και άλλων θεσμών να παίξουν τον ενημερωτικό ή εκπαιδευτικό τους ρόλο. Η αμφισβήτηση απέναντι στο κράτος και τους πολιτικούς αυξάνεται, το ίδιο συμβαίνει και για τις ΜΚΟ, οι οποίες στο παρελθόν είχαν καταφέρει να καλύψουν μέρος αυτού του κενού. Στο δυτικό κόσμο μειώνεται και η δύναμη της κυρίαρχης θρησκείας να παίξει ρόλους που είχε παλιότερα.

Ακόμα και οι μεγάλες επιχειρήσεις βάλλονται από παντού και βλέπουμε επιχειρηματίες που παλιότερα είχαν τον σεβασμό όλων, να γίνονται με εντυπωσιακή ευκολία θύματα της αύξησης της παραπληροφόρησης, της συνωμοσιολαγνείας και της προπαγάνδας του κάθε επιτήδειου.

Τέλος, οι εκάστοτε ειδικοί – βλ. επιστήμονες και τεχνοκράτες – συνήθως αδυνατούν να καλύψουν το κενό είτε λόγω έλλειψης εξειδίκευσης στην επικοινωνία είτε λόγω μειωμένης συναισθηματικής νοημοσύνης. Παραδείγματα σαν αυτό του Δρ.Τσιόδρα είναι σπάνια.

Κάπου εδώ, αναδύεται η ανάγκη εισόδου νέων φορέων στο πεδίο της ενημέρωσης και εναντίον της παραπληροφόρησης. Φορέων που γνωρίζουν πώς να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά με το κοινό, που απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης του και που εξειδικεύονται σε συγκεκριμένα θέματα. Τρία χαρακτηριστικά που εξ ορισμού έχουν τα εγκαθιδρυμένα brands.

Γι’ αυτό και βλέπουμε συχνά σε έρευνες κοινού τους πολίτες να ζητούν από τις μάρκες να παίξουν αυτό το ρόλο. Αυτή άλλωστε η συμμετοχή των μαρκών στην κοινωνία με νέους διαφορετικούς τρόπους που ξεπερνούν την «εύκολη λύση» της διανομής μέρους του διαφημιστικού budget ή των κερδών σε κοινωφελείς σκοπούς, είναι κυρίαρχο στοιχείο σήμερα και για το branding και για την ΕΚΕ. Και εκεί είναι που η κάθε μάρκα πρέπει να βρίσκει το σωστό πεδίο δραστηριοποίησης, στηρίζοντας το λόγο ύπαρξής της: Το brand purpose που έχει μοιραστεί με την κοινωνία στον πρότερο βίο της.