Οι εφημερίδες συνεχίζουν -παρά το μεγάλο αριθμό εκδόσεων- την καθοδική τους πορεία τα τελευταία χρόνια. Οι πανελλαδικής κυκλοφορίας εφημερίδες πωλούν σήμερα κάτω από 100.000 φύλλα τις καθημερινές, λίγο πάνω από τις 100.000 φύλλα τα Σάββατα και γύρω στις 250.000 φύλλα την Κυριακή. Οι συλλογικοί φορείς του κλάδου, αντιμέτωποι με τη συνεχή μείωση των κυκλοφοριών, της διαφήμισης, των μισθών και των θέσεων εργασίας, εύλογα ζητούν διάφορα μέτρα για την ενίσχυση του κλάδου.
Πολλά από αυτά -κυρίως όσα προτείνουν οι Ενώσεις Συντακτών-, δείχνουν πως ο κλάδος παραμένει προσκολλημένος στην προ κρίσης εποχή των παχέων αγελάδων και της κρατικοδίαιτης δημοσιογραφίας. Μηδενισμός ΦΠΑ, επιδοτήσεις ταχυδρομικές, υποχρεωτική αγορά από το στρατό, ενισχύσεις μέσω ΕΣΠΑ κ.λπ. Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα!
Μεταξύ όμως των αιτημάτων υπάρχουν και κάποια που ασφαλώς έχουν μια πολύ πιο σύγχρονη και ρεαλιστική τεκμηρίωση και αφορούν στο πραγματικό φαινόμενο της λογοκλοπής, που υπάρχει και πολλαπλασιάζεται μέσω ειδησεογραφικών σελίδων του διαδικτύου, κοινωνικών δικτύων και ραδιοτηλεόρασης. Εδώ οι διαχωριστικές γραμμές είναι λεπτές, αφού το δικαίωμα του πολίτη να γνωρίζει μια είδηση είναι συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας.
Η αναπαραγωγή της είδησης αποτελεί λοιπόν δημόσιο αγαθό, από το οποίο όμως δεν επωφελούνται μόνο οι πολίτες (όπως είναι αυτονόητα θεμιτό), αλλά και οι ενδιάμεσοι, που με διάφορους τρόπους μετατρέπουν την είδηση σε ατομικό οικονομικό όφελος. Οι δημοσιογράφοι των εφημερίδων δικαίως καταφέρονται κατά των δεκάδων site τα οποία κλέβουν την ύλη τους και εισπράττουν μέσω αυτής διαφημιστικά έσοδα. Η σκέψη που αναπτύσσεται τον τελευταίο καιρό προς την κατεύθυνση αυτή είναι η δημιουργία ενός ισχυρού συλλογικού φορέα ο οποίος -όπως έκαναν οι μουσικοί για τα δικά τους δικαιώματα- να «καταδιώκει» όσους χρησιμοποιούν την πνευματική παραγωγή του Τύπου και να διαχειρίζεται τα σχετικά συλλογικά δικαιώματα, αποδίδοντας τα έσοδα στους δικαιούχους.
Στρεφόμενος έναντι των εταιρειών ηλεκτρονικής αποδελτίωσης, των άλλων μέσων, και βέβαια έναντι των πολυεθνικών (FB, Google κ.λπ.), που χρησιμοποιώντας αυτό το περιεχόμενο αυξάνουν τα διαφημιστικά και άλλα έσοδά τους. Η σκέψη αυτή είναι σωστή από πλευράς δημόσιας πολιτικής. Αν πρόκειται ο Τύπος να συνεχίζει να διαδραματίζει το ρόλο του ως ανεξάρτητος ελεγκτής της εξουσίας και φορέας δομημένης και τεκμηριωμένης πληροφόρησης πρέπει να μπορεί να πουλήσει τις υπηρεσίες που παράγει στην αξία της οποία έχουν για το κοινό.
Αν η αξία αυτή κανιβαλίζεται από τη λογοκλοπή, αυτό είναι απολύτως αδύνατο και τελικά το σχετικό έλλειμμα το πληρώνουμε όλοι με τη μορφή μιας χειροτέρευσης της λειτουργίας της δημοκρατίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται όχι μόνο κοινωνικά αλλά και με αμιγώς οικονομικούς όρους, αφού η κρατική εξουσία διαχειρίζεται ούτως ή άλλως το 40-50% των εισοδημάτων μας. Πως πρακτικά θα συμβεί αυτό και πως θα μπορέσουν οι ενδιαφερόμενοι να συνεργαστούν και να λειτουργήσουν με αποτελεσματικότητα, αλλά και πως ο περιορισμός της λογοκλοπής δεν θα καταλήξει σε περιορισμό της πληροφόρησης, απαιτεί μια πολύ σοβαρή δημόσια συζήτηση, από την οποία και θα έπρεπε να ξεκινήσουν οι συλλογικοί αυτοί φορείς. Γιατί αν και το αίτημα είναι δίκαιο, η μεθοδολογία είναι κάθε άλλο παρά αυτονόητη.