Για να καταλάβει κανείς πως λειτουργούν οι δημοσκοπήσεις, πρέπει να ξέρει τον βασικό αλγόριθμο της εκλογικής διαδικασίας. Ο οποίος είναι απλός: Εκλογική Δύναμη = [Αναγνωρισιμότητα * Θετική προδιάθεση * Μηχανισμός Εκλογικής Κινητοποίησης]. Αν πολλαπλασιάσεις αυτά τα τρία, έχεις την τελική εκλογική δύναμη του κάθε σχηματισμού. Στις παραδοσιακές αναμετρήσεις το πρώτο συστατικό της εξίσωσης ήταν ίδιο για όλα τα κόμματα, μια που η αναγνωρισιμότητα του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ, του ΚΚΕ κ.λπ. ήταν κοντά στο 100%, οπότε η εκλογή αποφασιζόταν από τα άλλα δύο συστατικά της σχετικής εξίσωσης. Επίσης, ο αριθμός των αναποφάσιστων ήταν σχετικά μικρός και τα χαρακτηριστικά τους προδιαγεγραμμένα. Ήταν οι λεγόμενοι παραδοσιακοί αναποφάσιστοι, οι περισσότεροι νέοι και γυναίκες, λιγότερο πολιτικοποιημένοι και στο κέντρο του πολιτικού σκηνικού. Τα κόμματα στις εκλογές –ιδίως τα δύο μεγάλα-, κινούντο προς το κέντρο και απορροφούσαν το μεγαλύτερο μέρος τους.

Στο νέο πολιτικό σκηνικό όλα έχουν αλλάξει. Με τον μεγάλο αριθμό νέων κομμάτων η αναγνωρισιμότητα δεν είναι καθόλου δεδομένη. Χρειάζεται να έχει κανείς φωτογραφική μνήμη για να θυμηθεί όλα τα κόμματα που έχουν ξεπηδήσει τον τελευταίο καιρό. Συνεπώς για τα νέα κόμματα –που είναι πάρα πολλά-, η μάχη της αναγνωρισιμότητας είναι μάχη επιβίωσης και προηγείται αυτής της θετικής προδιάθεσης ή του μηχανισμού εκλογικής κινητοποίησης. Για να το πούμε απλά, αν δεν μπεις στο ράφι του σουπερμάρκετ είναι αδιάφορο αν είσαι ή όχι καλό προϊόν ή αν κάνεις καλές προσφορές. Ο πελάτης (στην προκειμένη περίπτωση ο ψηφοφόρος), δεν μπορεί να σε αγοράσει (ψηφίσει).

Αυτό αυξάνει πάρα πολύ την επιρροή των δημοσκοπήσεων στο εκλογικό σκηνικό. Αν ένας σχηματισμός εμφανιστεί στις έρευνες αποκτά ευρύτερη αναγνωρισιμότητα ακόμα και μόνο από αυτό το γεγονός. Αυτό αυξάνει και τη θετική προδιάθεση – η ψήφος μπορεί να μην πάει χαμένη – και προσελκύει νέα πολιτικά στελέχη βελτιώνοντας και τον βαθμό εκλογικής κινητοποίησης. Οι δημοσκόποι συνεπώς παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξη των νέων κομμάτων που δεν έχουν ήδη έτοιμη αναγνωρισιμότητα, όπως π.χ. «Το Ποτάμι» του Σταύρου Θεοδωράκη.

Ποια από τα μικρά κόμματα θα εμφανιστούν στις δημοσκοπήσεις επηρεάζει όμως και τα μεγαλύτερα. Αν αναδεικνύονται για παράδειγμα μικρά αντιμνημονιακά κόμματα από τα αριστερά, αυτό βλάπτει τον ΣΥΡΙΖΑ, αν αναδεικνύονται μεταρρυθμιστικά κόμματα στο κέντρο και την κεντροδεξιά, πλήττονται τα δύο κυβερνητικά κόμματα, αν αναδεικνύονται αντιμνημονιακά κόμματα που βρίσκονται στη δεξιά, πλήττεται η Χρυσή Αυγή και οι ΑΝΕΛ κ.λπ.

Όποιος συνεπώς, ελέγχει την ατζέντα των δημοσκοπήσεων, τα κόμματα που μετρώνται και τα ερωτήματα που τίθενται στα ερωτηματολόγιά τους, επηρεάζει τα κόμματα που αναδεικνύονται ή εξαφανίζονται, καθώς και την τελική δυναμική της πρόθεσης ψήφου. Οι δημοσκοπήσεις είναι εργαλείο και όπως όλα τα εργαλεία ο τρόπος που επηρεάζουν την πολιτική διαδικασία εξαρτάται από τα κίνητρα και τις πρακτικές αυτών που τις χρησιμοποιούν. Είναι δε βέβαιο ότι όσο θα πλησιάζουμε στις εκλογές, τόσο περισσότερο θα επιχειρηθεί από τα κόμματα να χρησιμοποιηθούν ως πολιτικό εργαλείο. Πόσο θα αντισταθούν οι επιστήμονες που τις πραγματοποιούν στις αμείλικτες οικονομικές και πολιτικές πιέσεις, θα το διαπιστώσουμε στις επόμενες εβδομάδες.