Η νέα κυβέρνηση μπορεί ακόμα και να καλοδέχεται αυτή την πτυχή του φόρου επί της τηλεοπτικής διαφήμισης, μια που σε συνδυασμό με τη νέα προκήρυξη των αδειών και τα «ξεχασμένα τέλη» (που τα κανάλια αμφισβητούν), θα έχει ως συνέπεια να πιεστούν οι σταθμοί ασφυκτικά από οικονομικής πλευράς και να αναγκαστούν είτε να αποζητήσουν προστασία από τη νέα κυβέρνηση (αν τους προσφερθεί), ή να αλλάξουν ιδιοκτησία. Οι πολιτικές όμως ή μιντιακές αυτές πτυχές, μπορεί να είναι σημαντικές για τους πολιτικούς και τα ΜΜΕ, είναι όμως πολύ μικρότερης σημασίας για την οικονομία και για την αγορά, όπου ο νέος φόρος επί των τηλεοπτικών διαφημίσεων έρχεται σε πλήρη αντίθεση με όλους τους διακηρυγμένους στόχους της κυβέρνησης. Σε πολλαπλά επίπεδα:
Η αύξηση κατά 20% του πραγματικού κόστους της διαφήμισης ανεβάζει αντίστοιχα το κατώφλι εισόδου στη διαφημιστική αγορά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το ισχυρότερο διαφημιστικό μέσο, που εξακολουθεί να είναι η τηλεόραση. Αυτό ωφελεί τις ήδη υφιστάμενες και μεγαλύτερες μάρκες σε σχέση με τις μικρές και κυρίως τις μεσαίες επιχειρήσεις. Ωφελεί δηλαδή -για να το πούμε σε όρους αριστερής κυβέρνησης- , τους μεγαλύτερους σε σχέση με τους μικρότερους (κατά κανόνα πολυεθνικές) και όσους έχουν εξασφαλίσει δεσπόζουσα θέση σε σχέση με όσους επιδιώκουν την ανταγωνιστική λειτουργία της αγοράς.
Η αύξηση του φόρου της διαφήμισης επιδρά επίσης, όπως έχουμε εξηγήσει στο παρελθόν, ευθέως αρνητικά και στην αλλαγή της ψυχολογίας της αγοράς, στην οποία η κυβέρνηση κατά τα άλλα υποτίθεται ότι επενδύει ή θα επενδύσει οψέποτε υπάρξει κάποια ομαλοποίηση στις σχέσεις μας με τον έξω κόσμο. Η διαφήμιση είναι εργαλείο κλειδί στην προσπάθεια αυτή, αφού με την φυσική της αισιοδοξία, αλλά και το έργο της ως φορέας επιτάχυνσης της κυκλοφορίας των πληροφοριών, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους καταλύτες στη μετάβαση από την ύφεση στην ανάκαμψη σε μια οικονομία. Ιδίως η τηλεοπτική διαφήμιση, η οποία από την φύση της είναι και το ταχύτερο εργαλείο που διαθέτουν οι επιχειρήσεις (και η οικονομία γενικότερα), για τον σκοπό αυτό.
Τέλος, και αυτό είναι το πλέον ενδιαφέρον πολιτικό στοιχείο στην υπόθεση αυτή, ο φόρος στη διαφήμιση, από πλευράς κοινωνικής δικαιοσύνης, δεν έχει τις επιπτώσεις που φαντάζονται οι εμπνευστές του. Αυτοί θεωρούν ότι επιβάλλεται στους καναλάρχες και στους διαφημιστές, ή άντε και στις πολυεθνικές. Στην πραγματικότητα μέσω της αγοράς οι έμμεσοι φόροι πληρώνονται πάντα κατά ένα ποσοστό από τον τελικό καταναλωτή. Με δεδομένο ότι οι εταιρείες αργά ή γρήγορα τον περνούν στο κόστος τους, ο φόρος στην τηλεοπτική διαφήμιση τελικά πληρώνεται από όσους παρακολουθούν και επηρεάζονται από την τηλεόραση. Δηλαδή από τους καταναλωτές των προϊόντων μαζικής κατανάλωσης. Και σε περίοδο που ο κόσμος δεν μπορεί να αγοράσει υψηλής αξίας διαρκή καταναλωτικά αγαθά και αγαθά πολυτελείας, ο φόρος πληρώνεται τελικά σε μεγάλο βαθμό από τους φτωχότερους, που υποτίθεται ότι αποτελούν αυτούς που η κυβέρνηση επιδιώκει να προστατεύσει! Αυτή είναι η ίσως η μεγαλύτερη αντίφαση του φόρου επί της τηλεοπτικής διαφήμισης, σε σχέση με τους διακηρυγμένους στόχους αυτής της κυβέρνησης.