Τον συνδυασμό του online και του offline επιλέγουν σε μεγάλο ποσοστό οι Έλληνες καταναλωτές κατά το αγοραστικό τους ταξίδι, κυρίως στις κατηγορίες ένδυσης, παιχνιδιών, μικρών οικιακών συσκευών και προϊόντων πληροφορικής. Τα φυσικά καταστήματα διατηρούν την προτίμηση των αγοραστών, με το online κανάλι να «αντεπιτίθεται» με κύριο πλεονέκτημα την εξοικονόμηση χρημάτων.

Το πολυκαναλικό αγοραστικό ταξίδι για βασικά προϊόντα οικιακής χρήσης αποτελεί παγκόσμια και ευρωπαϊκή τάση. Η τελευταία έρευνα της GfK FutureBuy 2017 σε online κοινό, αποτυπώνει αυτή την τάση και στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, οι Έλληνες καταναλωτές χρησιμοποιούν τόσο το κατάστημα όσο και online πηγές κατά τη διάρκεια του αγοραστικού τους ταξιδιού. Το ποσοστό ανά κατηγορία έχει ως εξής:
 Ένδυση: 51% (Ευρώπη: 52%).
 Μικρές οικιακές συσκευές: 41% (Ευρώπη: 41%).
 Παιχνίδια: 41% (Ευρώπη: 49%).
 Είδη πληροφορικής: 40% (Ευρώπη: 40%).
 Συσκευές ήχου: 38% (Ευρώπη: 43%).
 Χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες: 36% (Ευρώπη: 33%).
 Smartphones / κινητά τηλέφωνα: 34% (Ευρώπη: 35%).
 Συσκευές τηλεόρασης και βίντεο: 32% (Ευρώπη: 40%).
 Μεγάλες οικιακές συσκευές: 31% (Ευρώπη: 37%).
 Είδη προσωπικής φροντίδας και ομορφιάς: 30% (Ευρώπη: 29%).
 Wearables (π.χ. Fitness & Health Trackers): 28% (Ευρώπη: 38%).
 Βρεφικά είδη (Baby Care): 24% (Ευρώπη: 30%).
 Ξυριστικά: 20% (Ευρώπη: 18%).
 Προϊόντα OTC (μη συνταγογραφούμενα): 18% (Ευρώπη: 19%).
 Τροφές και αξεσουάρ για κατοικίδια: 16% (Ευρώπη: 23%).
 Αντικατάσταση ελαστικών: 12% (Ευρώπη: 21%).
 Τυποποιημένα τρόφιμα και ποτά: 10% (Ευρώπη: 14%).
 Απορρυπαντικά / καθαριστικά: 10% (Ευρώπη: 13%).

ΚΥΡΙΑΡΧΑ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ
Τα φυσικά καταστήματα διατηρούν τη σημαντικότητά τους. Σχεδόν οι μισοί Έλληνες καταναλωτές (47%) ανέφεραν ότι αρχικά έψαξαν τα προϊόντα online και αργότερα επισκέφτηκαν το κατάστημα για να τα αγοράσουν (webrooming), σε αντίθεση με εκείνους (24%) που έψαξαν για ένα προϊόν σε κατάστημα και έπειτα το αγόρασαν online (showrooming).

ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ ΓΙΑ ΑΓΟΡΑ ΣΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ
Ανάμεσα σε εκείνους που επέλεξαν να αγοράσουν ένα προϊόν σε κατάστημα, σχεδόν οι μισοί ανέφεραν σαν κύριο λόγο τη δυνατότητα να δουν το προϊόν πριν το αγοράσουν. Αναφέρθηκε επίσης, ως δεύτερος λόγος, η στήριξη των τοπικών επιχειρήσεων (34%), με τη δυνατότητα να παραλάβουν τα προϊόντα νωρίτερα να έρχεται τρίτη σε σημαντικότητα (29%).
Όσον αφορά τους Leading Edge Consumers (LEC), η προσωπική αλληλεπίδραση με το προϊόν στο κατάστημα αποτελεί σημαντικό παράγοντα, ενώ ακολουθεί η ευκολία επιστροφών (35%) και η ταχύτητα αγορών (32%). Η δυνατότητα να δουν το προϊόν πριν το αγοράσουν, καθώς και η στήριξη των τοπικών επιχειρήσεων είναι εξίσου σημαντικές για τη γενιά Y (ηλικία 28-37) και X (ηλικία 38-52). Η δυνατότητα να παραλάβουν τα προϊόντα νωρίτερα (32%) έρχεται τρίτη στους καταναλωτές της γενιάς X, σε αντίθεση με την ευκολία επιστροφών (29%) μεταξύ των καταναλωτών της γενιάς Y.

ONLINE ΑΓΟΡΕΣ ΓΙΑ ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΩΝ
Για τους καταναλωτές που αγόρασαν ένα προϊόν διαδικτυακά, η εξοικονόμηση χρημάτων είναι μακράν ο πιο κοινά αναφερόμενος παράγοντας, καθώς επιλέχθηκε σε ποσοστό 62% στους online αγοραστές και σε ποσοστό 55% ανάμεσα στους LEC. Ο ίδιος λόγος αναφέρεται επίσης μεταξύ των αγοραστών FMCG (63%). Η ευκολία στην αγορά έρχεται δεύτερη (32%), ενώ ανάμεσα στους LEC οι καλύτερες επιλογές πληρωμής αναφέρονται πιο συχνά σε ποσοστό 37%.

ΟΙ ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΣΥΣΚΕΥΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Πέντε στους δέκα ερωτηθέντες συμφωνούν με τη δήλωση «Η φορητή συσκευή μου (smartphone ή / και tablet) γίνεται ολοένα και πιο σημαντικό εργαλείο για τις αγορές μου», σε σύγκριση με το αντίστοιχο ποσοστό για την Ευρώπη που φτάνει το 31%. Η σημαντικότητα της φορητής συσκευής είναι ακόμα πιο καθοριστική (52%) μέσα στο κοινό των καταναλωτών της γενιάς Y. Τέσσερις στους δέκα δηλώνουν ότι «τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν καταστεί εξίσου σημαντικά με άλλες πηγές πληροφοριών» σχετικά με τις αποφάσεις αγορών (σε αντίθεση με 26% των Ευρωπαίων καταναλωτών), ενώ το συγκεκριμένο ποσοστό ανεβαίνει στο 71% μεταξύ των LEC.

Συνοψίζοντας, οι ψηφιακές συσκευές καθίστανται όλο και πιο απαραίτητες στην αγορά καθημερινών καταναλωτικών αγαθών. Ωστόσο, οι Έλληνες καταναλωτές εξακολουθούν να βασίζονται στα φυσικά καταστήματα για την περιήγηση και την τελική αγορά. Σημαντική ευκαιρία είναι η προσφορά στους καταναλωτές πιο γρήγορων και εύκολων επιλογών, ώστε οι αγορές να αποτελούν μέρος του απαιτητικού προγράμματός τους, ενισχύοντας τη δυνατότητα αγοράς οπουδήποτε, οποτεδήποτε και με οποιοδήποτε τρόπο.

ΑΥΞΗΜΕΝΗ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑΣΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ
Όπως είναι αναμενόμενο, η αγοραστική συμπεριφορά επηρεάζεται και από την αγοραστική δύναμη του καταναλωτή, προσαρμοζόμενη στις εκάστοτε συνθήκες. Σύμφωνα με τη μελέτη GfK Αγοραστική Δύναμη της Ευρώπης 2017, στα 13.937 ευρώ ανέρχεται κατά μέσο όρο το διαθέσιμο κατά κεφαλήν εισόδημα των Ευρωπαίων για δαπάνες και αποταμίευση το 2017. Το διαθέσιμο καθαρό εισόδημα διαφοροποιείται αισθητά ανάμεσα στις 42 χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα: το Λιχτενστάιν, η Ελβετία και η Ισλανδία έχουν τη μεγαλύτερη μέση αγοραστική δύναμη, ενώ η Λευκορωσία, η Μολδαβία και η Ουκρανία παρουσιάζουν τα χαμηλότερα επίπεδα.

Το 2017, στο σύνολό τους οι Ευρωπαίοι διαθέτουν περίπου 9,4 τρις ευρώ για δαπάνες σε τρόφιμα, διαμονή, καθημερινά έξοδα, υπηρεσίες, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, εισφορές σε ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία και ασφαλιστήρια συμβόλαια, διακοπές, μετακίνηση και άλλες καταναλωτικές δαπάνες. Αυτό αντιστοιχεί σε μέση κατά κεφαλή αγοραστική δύναμη ύψους 13.937 ευρώ, αύξηση 1,9%, σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Ωστόσο, ορισμένες χώρες αποκλίνουν από αυτή τη μέση τιμή. Με μέση τιμή της τάξης των 9.433 ευρώ σε αγοραστική δύναμη ή διαθέσιμο εισόδημα ανά κάτοικο, η Ελλάδα παραμένει στην 22η θέση στην ευρωπαϊκή κατάταξη. Αυτό είναι περίπου κατά 1/3 χαμηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου και μικρή ονομαστική αύξηση 2,7% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Συγκρίνοντας σε επίπεδο των ελληνικών περιφερειών, οι κάτοικοι του Νοτίου Αιγαίου, έχουν την υψηλότερη αγοραστική δύναμη: με σχεδόν 12.496 ευρώ κατά κεφαλή, έχουν 32,5% περισσότερο διαθέσιμο εισόδημα από τον μέσο όρο της χώρας, παραμένουν όμως ακόμα 10% χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Οι 3,78 εκατομμύρια κάτοικοι της Αττικής κατέχουν τη 2η θέση ως προς την κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη: με μέσο όρο 10.679 ευρώ κατά κεφαλή, έχουν 13% περισσότερο διαθέσιμο εισόδημα από τον μέσο όρο της χώρας, αλλά 23% χαμηλότερο από τη μέση ευρωπαϊκή τιμή. Αυτό τους κατατάσσει περίπου στο ίδιο επίπεδο αγοραστικής δύναμης με τους κατοίκους της Σλοβενίας (21η στην Ευρώπη). Πιο κοντά στη μέση τιμή της χώρας εμφανίζεται η Δυτική Μακεδονία, με τους 1,88 εκατομμύρια κατοίκους να έχουν μέσο όρο αγοραστικής δύναμης, 9.236 ευρώ ανά κάτοικο.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ FUTUREBUY
Η ετήσια μελέτη FutureBuy της GfK είναι ιδανική για Managers που δραστηριοποιούνται στις Πωλήσεις, στο Marketing και στη διαχείριση Κατηγορίας, καθώς και γενικότερα για τη χάραξη Στρατηγικής. Τα ευρήματα του FutureBuy διατίθενται σε επίπεδο χωρών, αλλά και σε προσαρμοσμένα reports μέσω της διαδικτυακής πύλης GfK Connect. Το 2017, το FutureBuy κάλυψε 35 χώρες και 18 κύριες κατηγορίες προϊόντων, όπως προϊόντα φροντίδας, μεγάλες οικιακές συσκευές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.