«Βρισκόμαστε σε μια εποχή ολοένα και πιο αυταρχικών καθεστώτων, αστυνομίας σκέψης, διγλωσσίας και ψευδών ειδήσεων - όλων αυτών για τα οποία έγραψε ο Orwell. Όταν έχεις τον απόλυτο έλεγχο του συστήματος ειδήσεων τότε πραγματικά έχεις fake news». Αυτό ήταν, μεταξύ άλλων, το σχόλιο της γνωστής Καναδής συγγραφέως, Margaret Atwood, σε πρόσφατη συνέντευξή της1, για τη δυστοπία της σύγχρονης πολιτικής, του διαδικτύου και των ψευδών ειδήσεων.

Ταυτόχρονα είναι και μια εξήγηση που δίνει στις αυξημένες, φέτος, πωλήσεις βιβλίων (και e-book) όπως το «The Handmaid’s tale», της ιδίας, και το «1984» του George Orwell. Σίγουρα είναι ωραίο τέτοια καταξιωμένα έργα να βρίσκονται ψηλά στη ζήτηση του κοινού, ιδίως ως καλοφτιαγμένο streaming content τηλεοπτικής σειράς.

Όμως, δεν συμμερίζομαι απόλυτα τις ανησυχίες της αξιότιμης Atwood. Το 2017 δεν μοιάζει και τόσο με το «1984», ούτε καν με το 1948, τη χρονιά δηλαδή που γράφτηκε. Πράγματι, τα fake news έχουν δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα, όμως δεν έχουν κυριαρχήσει στο διαδικτυακό τοπίο. Κι αυτό, γιατί οι βασικοί εμπλεκόμενοι, τα social media – δηλαδή τα βασικά κανάλια στα οποία παρεισέφρησαν – οι παραγωγοί δημοσιεύσεων (publishers) και οι ίδιοι οι χρήστες, λαμβάνουν ήδη τα μέτρα τους.

Έχουν γνώση οι Φύλακες…
Πέρα από τα θεμελιώδη ζητήματα, όπως αυτό της καθαρής ενημέρωσης και του δικαιώματος πρόσβασης σε αυτή, τα ΜΜΕ, οι αποδέκτες του περιεχομένου τους αλλά και οι διαφημιζόμενοι έχουν κατανοήσει έγκαιρα τις επιπτώσεις των fake news συνολικά στους κλάδους τους. Είναι χαρακτηριστικά τα ευρήματα έρευνας του Thomson Reuters (Απρίλιος-Μάιος 2017) για τη ζημιά που μπορούν να προκαλέσουν οι ψευδείς ειδήσεις στα brands2:
– Το 87% των χρηστών συμφωνούν ότι προκαλεί ζημιά σε ένα brand το να διαφημίζεται σε χώρο που συνδέεται με κάποια ψευδή είδηση.
– Το 54% θεωρούν πιθανότερο να παρατηρήσουν ένα διαφημιζόμενο όταν εμφανίζεται σε αξιόπιστο ιστότοπο και το 57% έχουν θετικότερη εικόνα για αυτό.
Αλλά και το American Press Institute, σε μια πειραματική έρευνα που διεξήγαγε με το Associated Press, επικέντρωσε στις αναρτήσεις ειδήσεων στα social media και στις αντιδράσεις των χρηστών σε αυτές3:
– Το 50% των χρηστών τουλάχιστον θεωρούν πιο αξιόπιστες και ορθές τις ειδήσεις που γίνονται share από κάποιον που εμπιστεύονται (π.χ. δημόσιο πρόσωπο).
– Το 35%, ή και περισσότερο, είναι πιθανότερο να διαδώσουν μια είδηση/άρθρο αν έχει αναρτηθεί από αξιόπιστη πηγή, και είναι επίσης πιθανότερο να γίνουν followers αυτής στα social media.
Οι απαντήσεις στο ερώτημα πoιο social μέσο εμπιστεύονται περισσότερο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες:
– Το 23% «εμπιστεύονται πολύ» το LinkedIn, ενώ το 30% το εμπιστεύονται «κάπως/λίγο».
– Το 18% εμπιστεύονται πολύ το Twitter, ενώ το 43% το εμπιστεύονται κάπως.
– Αντίστοιχα, τα ποσοστά για το YouTube είναι 16% και 49%.
– Και παρά τη δημοφιλία του, τον βασιλιά των social, το Facebook, το «εμπιστεύονται πολύ» μόλις 12 στους 100, και το εμπιστεύονται «κάπως/λίγο» 48 στους 100.
Συνεπώς, στο ζήτημα της αξιοπιστίας μιας είδησης/ανάρτησης, δεν παίζει μόνο ρόλο η πηγή από την οποία προέρχεται (ο publisher) αλλά και ποιοι χρήστες τη μοιράζονται στα social media.

Η μάχη είναι ήδη σε εξέλιξη
Τόσο τα social media όσο και οι πλατφόρμες που διαθέτουν news feed γενικώς (π.χ. Google News) γίνονται συχνά ο αποδιοπομπαίος τράγος της δυσαρέσκειας που προκαλούν τα fake news. Είναι εύκολο, άλλωστε, ένας χρήστης να πει «το διάβασα στο Facebook», θεωρώντας το μέσο υπεύθυνο για την ίδια την ψευδή είδηση, ή τέλος πάντων ότι δεν φρόντισε να προστατεύσει τους χρήστες του από αυτήν. Είναι όμως έτσι; Ήδη, την ώρα που διεξάγονταν οι έρευνες που αναφέραμε πιο πάνω, η Google προχώρησε σε δύο δράσεις που στοχεύουν – μεταξύ άλλων – στο πρόβλημα των fake news:

1. Διασυνέδεσε τις αναζητήσεις ειδήσεων με πλατφόρμες διασταύρωσης γεγονότων (fact-checking) και οργανισμούς δημοσιογραφικής έρευνας, όπως το PolitiFact και το Snopes. Στα αποτελέσματα αναζήτησης μιας αμφιλεγόμενης είδησης, εμφανίζεται η ετικέτα «Fact Check», με σύνδεσμο στην ανάρτηση του αντίστοιχου fact-checking φορέα4. Η Google δίνει μάλιστα τη δυνατότητα στους publishers να περιληφθούν ως τέτοιοι φορείς και να αποκτήσουν το δικό τους markup. Και εξηγεί ότι το Fact Check «δεν θα είναι διαθέσιμο για κάθε αποτέλεσμα αναζήτησης […]. Tις διασταυρώσεις δεν τις διεξάγει η Google και προβάλλονται ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να κάνουν πιο ενημερωμένες κρίσεις. Ακόμα κι αν υπάρξουν διαφορετικά συμπεράσματα, πιστεύουμε ότι είναι χρήσιμο για τους ανθρώπους να κατανοούν το βαθμό συναίνεσης γύρω από έναν ισχυρισμό».
2. Προχώρησε σε δομικές αλλαγές στη λειτουργία της μηχανής αναζήτησης5. Εκτιμώντας ότι το παραπλανητικό ή προσβλητικό περιεχόμενο στη ροή της κυμαίνεται γύρω στο 0,25% – ποσοστό διόλου ευκαταφρόνητο, αν αναλογιστούμε ότι κάθε λεπτό ανεβαίνουν online εκατοντάδες χιλιάδες posts και ιστοσελίδες ολόκληρες – αναβάθμισε τους αλγόριθμούς της ώστε να προβάλλονται αποτελέσματα (ειδήσεις) όσο το δυνατό καλύτερης ποιότητας (δηλαδή αξιοπιστίας). Για να το πετύχει βασίστηκε στο feedback πραγματικών ανθρώπων-αξιολογητών που εξετάζουν συνεχώς τα αποτελέσματα των αναζητήσεων. Παράλληλα, αλλάζει τα κριτήρια κατάταξης των αποτελεσμάτων ώστε το πιο αναξιόπιστο content να βρίσκεται όσο πιο «χαμηλά» γίνεται. Παρόμοιες βελτιώσεις προβλέπονται και για τη λειτουργία αυτόματης συμπλήρωσης (όταν πληκτρολογούμε κάτι στο search box και προτείνονται αυτόματα ορισμένες αναζητήσεις).
Από την πλευρά του, το Facebook – που μαζί με τη Google κατέχει περίπου το 65% της συνολικής online διαφημιστικής αγοράς στις ΗΠΑ – συνήλθε από το… χαμό των αμερικανικών εκλογών πέρυσι και φέτος κοιτάει στα μάτια τους χρήστες του6:
– Ξεκίνησε ήδη από τον Ιανουάριο τη δική του συνεργασία με οργανισμούς διασταύρωσης ειδήσεων και μεγάλα ΜΜΕ (όπως το Γαλλικό Πρακτορείο στη Γαλλία και το Correctiv στη Γερμανία). Έτσι όταν μια ανάρτηση ειδησεογραφικού περιεχομένου είναι αμφιλεγόμενη, προστίθεται σε αυτή προειδοποιητική ετικέτα (disputed content). Παράλληλα το Facebook βελτιώνει την κατάταξη του news feed, βασιζόμενο στο feedback των χρηστών και κάνει πιο εύκολη την αναφορά αναρτήσεων (όταν π.χ. έχουν προσβλητικό περιεχόμενο).
– Σχεδίασε το Facebook Journalism Project, μια πλατφόρμα συνεργασίας με ΜΜΕ και δημοσιογραφικούς φορείς, όπως τη σχολή Walter Cronkite, περιφερειακά πανεπιστήμια κ.ά., με στόχο την προώθηση της καλύτερης «ειδησεογραφικής παιδείας».
– Δυσκόλεψε την αγορά διαφημιστικού χώρου για όσους διαδίδουν ψευδείς ειδήσεις ή προσβλητικό περιεχόμενο.



Αλγόριθμοι VS κριτική σκέψη
Βλέπουμε λοιπόν ότι, σε αντίθεση με πολιτικούς φορείς που εξετάζουν σενάρια επιβολής διοικητικών μέτρων, μεταξύ των εμπλεκόμενων κλάδων (social media, ΜΜΕ, δημοσιογραφικοί φορείς, χρήστες) υπάρχει μια συνέργεια για την αντιμετώπιση των fake news. Και μάλιστα, δεν αρκούνται στα αυτοματοποιημένα συστήματα του λογισμικού τους, περιμένοντας να πάψουν έτσι απλά να υπάρχουν ψευδείς ειδήσεις στο διαδίκτυο. «Δεν μπορούμε να γίνουμε διαιτητές της αλήθειας οι ίδιοι – δεν είναι εφικτό και δεν είναι ο ρόλος μας», τόνισε ο αντιπρόεδρος του Facebook για τα News Feed, Adam Mosseri. «Αντίθετα, εργαζόμαστε πάνω σε καλύτερους τρόπους να αφουγκραστούμε την κοινότητα και να δουλέψουμε με τρίτους οργανισμούς για να ανιχνεύσουμε τα fake news και να τα εμποδίσουμε να διαδοθούν».

Οι καταχωρίσεις που έκανε το Facebook στον βρετανικό Τύπο, ενόψει των πρόσφατων εκλογών, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη7. Ζήτησε από τους αναγνώστες να είναι σκεπτικοί απέναντι σε κραυγαλέους τίτλους, να προσέχουν το URL, τις φωτογραφίες μιας ανάρτησης, τις ημερομηνίες, άλλες πηγές για την ίδια είδηση κ.λπ. Με δυο λόγια, προσπαθεί να εκπαιδεύσει τους χρήστες του να έχουν κριτική σκέψη απέναντι σε ό,τι διαβάζουν. Γιατί αυτό είναι το κλειδί σε έναν κόσμο που οι πληροφορίες είναι ακατάπαυστες και αμέτρητες. Και είναι και η δέουσα λογική, ούτως ώστε να μη συγχέονται για παράδειγμα τα fake news με τα κείμενα γνώμης, των οποίων δηλαδή οι συντάκτες δεν κρύβουν τι πιστεύουν, ή ακόμα και τα στρατευμένα κείμενα που προωθούν συγκεκριμένες πολιτικές ή άλλες απόψεις, χωρίς ωστόσο να περιέχουν πλαστό ρεπορτάζ.

Για παράδειγμα έρευνα της YouGov στο Ηνωμένο Βασίλειο8 διαπίστωσε ότι το 77% των Βρετανών θεωρούν fake news – πολύ απλά – τις ειδήσεις που δεν είναι αληθινές. Ένα 68% επίσης εντάσσουν σε αυτά και τις ειδήσεις Μέσων ή φορέων που δεν διασταυρώνουν αυτό που δημοσιεύουν. Όμως υπάρχει κι ένα 61% που θεωρούν ότι fake news είναι το ρεπορτάζ Μέσων ή οργανισμών που εξυπηρετούν πολιτική ατζέντα. Η άποψη αυτή όμως μπορεί να κατηγορηθεί ότι κινείται στα όρια του περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ, ιδίως του Τύπου (εφημερίδες), είχαν επί αιώνες και έχουν εκπεφρασμένη πολιτική γραμμή ή έστω ένα ιδεολογικό πλαίσιο.

Αν λοιπόν πολλοί χρήστες αρχίσουν να καταχρώνται το “report” στο Facebook ή να τους προσφέρεται περιεχόμενο από πολύ λίγους publishers – το λεγόμενο whitelisting – θα φτάναμε σε ένα άλλο άκρο, όπου πάλι η ενημέρωση θα ήταν προβληματική και τα διαφημιζόμενα brands θα περιορίζονταν σε ένα… λογοκριμένο περιβάλλον, όπως έχουν προειδοποιήσει οι επαγγελματίες του μάρκετινγκ9. Σίγουρα οι αλγόριθμοι και οι λίστες μπορούν να αποδειχθούν αρωγοί στον περιορισμό των ψευδών ειδήσεων. Αυτή τη φορά όμως, ο «μεγάλος αδελφός» (Facebook, Google) είναι ένα βήμα πιο μπροστά από την κοινωνία, θυμίζοντας ότι ο φάρος της αλήθειας στη δυστοπία των fake news παραμένει ένας: η ανθρώπινη κρίση και σκέψη.
*O Παναγιώτης Αλεφραγκής είναι Digital Unit Director της The Newtons Laboratory

Τι δείχνουν οι έρευνες
Thomson Reuters (Απρίλιος-Μάιος 2017):
 
– Το 87% των χρηστών συμφωνούν ότι προκαλεί ζημιά σε ένα brand το να διαφημίζεται
σε χώρο που συνδέεται με κάποια ψευδή είδηση.
– Το 54% θεωρούν πιθανότερο να παρατηρήσουν ένα διαφημιζόμενο όταν εμφανίζεται
σε αξιόπιστο ιστότοπο και το 57% έχουν θετικότερη εικόνα για αυτό.

American Press Institute/ Associated Press:
– Το 50% των χρηστών τουλάχιστον θεωρούν πιο αξιόπιστες και ορθές τις ειδήσεις
που γίνονται share από κάποιον που εμπιστεύονται (π.χ. δημόσιο πρόσωπο).
– Το 35%, ή και περισσότερο, είναι πιθανότερο να διαδώσουν μια είδηση/άρθρο αν έχει αναρτηθεί από αξιόπιστη πηγή, και είναι επίσης πιθανότερο να γίνουν followers αυτής στα social media.

1 Margaret Atwood, author of ‘The Handmaid’s Tale,’ talks Trump, dystopian politics and fake news, http://www.sec.marketwatch.com/story/margaret-atwood-is-concerned-about-press-freedom-and-fake-news-2017-03-30
2  Thomson Reuters – Tomorrow’s News 2017 https://www.thomsonreuters.com/en/press-releases/2017/june/tomorrows-news-2017-survey-finds-fake-news-can-damage-brands.html
3 ‘Who shared it?’: How Americans decide what news to trust on social media https://www.americanpressinstitute.org/publications/reports/survey-research/trust-social-media
4 Fact Check now available in Google Search and News around the world, https://blog.google/products/search/fact-check-now-available-google-search-and-news-around-world/
5 Our latest quality improvements for Search, https://blog.google/products/search/our-latest-quality-improvements-search/
6 Working to Stop Misinformation and False News, https://newsroom.fb.com/news/2017/04/working-to-stop-misinformation-and-false-news/
7 https://www.theverge.com/2017/5/8/15577174/facebook-fake-news-ad-warning-uk-papers
8 https://yougov.co.uk/news/2017/03/23/what-counts-fake-news/
9 http://www.campaignlive.co.uk/article/whitelisting-best-improve-brand-safety/1436766