Τώρα που οι εκλογές τελείωσαν είναι η ώρα για την καθιερωμένη αποτίμηση των δύο εκστρατειών. Με δεδομένο ότι στις εκλογές αυτές υπήρχε ένας καθαρός νικητής και ένας καθαρός χαμένος υπάρχει πάντα ο πειρασμός του «μετά Χριστόν προφήτη». Να κρίνει κανείς τις δύο εκστρατείες με βάση τα τελικά αποτελέσματα.

Για να αποφύγει κανείς αυτή την παγίδα μπορεί να χρησιμοποιήσει τα ερευνητικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει τι συνέβη στη διάρκεια του εκλογικού αγώνα και τι μέρος του αποτελέσματος είχε προ πολλού διαμορφωθεί. Σχετικά στοιχεία μας προσφέρει το exit poll που δείχνει ότι πολύ πριν αρχίσει η εκλογή, η Νέα Δημοκρατία είχε διαμορφώσει μια πολύ σημαντική διαφορά, σχεδόν διψήφια και ότι στη διάρκεια της εκλογής τα δύο κόμματα ήρθαν περίπου ισοπαλία (με μια ελάχιστη προήγηση της Νέας Δημοκρατίας), που αθροιστικά οδήγησαν στο τελικό αποτέλεσμα του +9.4%.

Το σημαντικό στην προκειμένη περίπτωση είναι το τελικό ποσοστό που έλαβαν τα δύο κόμματα στο τέλος (όσοι αποφάσισαν την τελευταία εβδομάδα ή την ημέρα των εκλογών), που ήταν σχετικά χαμηλό. Κάτι αναμενόμενο σε μια εκλογή δευτέρας τάξεως όπως οι ευρωεκλογές, όχι όμως σε μια εκλογή στην οποία και τα δύο μεγάλα κόμματα είχαν δώσει χαρακτηριστικά εθνικής αναμέτρησης (ψήφο εμπιστοσύνης ο ΣΥΡΙΖΑ, δημοψήφισμα η ΝΔ).

Το συμπέρασμα απ’ όλα αυτά είναι ότι και τα δύο κόμματα δεν πέτυχαν να υλοποιήσουν υψηλής αποτελεσματικότητας εκστρατείες, ή εναλλακτικά ότι οι εκστρατείες τους αλληλοεξουδετερώθηκαν, αφού τα άλλα μικρότερα κόμματα -και ιδίως όσα πήγαν ψηλά (Βελόπουλος και Βαρουφάκης)- δεν είχαν επί της ουσίας εκστρατείες τουλάχιστον σε επίπεδο διαφημιστικής δαπάνης.

Αν τώρα εξετάσουμε την ουσία των δύο εκστρατειών τότε παρατηρούμε ότι και τα δύο κόμματα είχαν μια εσωτερική αντίφαση στις εκστρατείες τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρητικά προσπάθησε να τονίσει τα επιτεύγματά του ως κυβέρνηση και τα θετικά μέτρα που έλαβε υπέρ των πολιτών, όμως αφιέρωσε πολύ χρόνο και χρήμα για να εξαπολύσει βιτριολικές επιθέσεις κατά της ΝΔ, ελαχιστοποιώντας στην ουσία με τον τρόπο αυτό το θετικό του μήνυμα, λόγω της διαφοράς έντασης μεταξύ των δύο μηνυμάτων.

Κάτι ανάλογο συνέβη και με τη Νέα Δημοκρατία που έτρεξε μεν μια διαφημιστική εκστρατεία 80% θετική, είχε όμως αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες αντιπαράθεσης και μεγάλης έντασης στο πρώτο μέρος της εκστρατείας (Πολάκης, κότερο, σύγκρουση στη Βουλή), που δεν την βοήθησαν να έχει ένα εντελώς ενιαίο μήνυμα.

Το συνολικό αποτέλεσμα των δύο εκστρατειών ήταν ότι είχαν σχετικά χαμηλή απόδοση. Όμως παρά τα όσα έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ και κάποιες μη έγκυρες δημοσκοπήσεις, η διαφορά που είχε σχηματιστεί πριν τις εκλογές ήταν πολύ μεγάλη και μια ισοπαλία στη διάρκεια του κυρίως αγώνα αρκούσε για να οδηγήσει τη Νέα Δημοκρατία σε μια μεγάλη πολιτική νίκη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πιέζοντας αφόρητα τους δημοσκόπους τους ανάγκασε να δείχνουν χαμηλότερες από τις πραγματικές διαφορές τις οποίες στο φαντασιακό του μείωνε κι άλλο. Έκανε λοιπόν το στρατηγικό λάθος, πιστεύοντας την ίδια του την προπαγάνδα, να μην πάει σε εθνικές εκλογές μαζί με τις ευρωεκλογές. Η εκστρατεία του οδήγησε σε μια ισοπαλία ή ήττα με χαμηλό σκορ, σε ότι αφορά τους αναποφάσιστους (κάτι σαν 1-1 ή λίγο χειρότερο), που τον οδήγησε στην ήττα. Η Νέα Δημοκρατία αντίθετα τελικά είχε ανάγκη από μια ισοπαλία ή μια μικρή νίκη για να κερδίσει με διαφορά. Και την πήρε.