Τα τηλεοπτικά κανάλια, που λειτουργούν εδώ και 23 χρόνια με «προσωρινές» άδειες -αμφίβολης συνταγματικότητας με βάση το Συμβούλιο Επικρατείας-, συνεχίζουν να βρίσκονται σε κατάσταση συναλλαγής με το πολιτικό σύστημα. Συναλλαγή που εδράζεται στο νομικό κενό για τις ίδιες τις υφιστάμενες άδειες (που ενσυνειδήτως συνεχίζεται) και την πληρωμή ελάχιστων τελών. Ταυτόχρονα υπάρχει εκκρεμότητα για τον φόρο διαφημίσεων (20%), που αναβάλλεται διαρκώς. Ούτε δηλαδή υιοθετείται (κάτι που θα ήταν λάθος κατά τη γνώμη μας), ούτε όμως καταργείται. Μένει συνεχώς στο «αέρα», παρά την εμπλοκή της τρόικας, για να αποτελεί αντικείμενο διαρκούς συναλλαγής και διαπραγμάτευσης από την πλευρά της κυβέρνησης.

Ταυτόχρονα οι ίδιοι οι όροι με τους οποίους προετοιμάζεται ο διαγωνισμός για τις ψηφιακές συχνότητες, δημιουργούν ακραία άνισες συνθήκες μεταξύ αυτών που κατέχουν σήμερα «άδειες» και κανάλια και εκείνων που θα ήθελαν ενδεχομένως να εισέλθουν στην αγορά αυτή. Άλλωστε μετά την κατάρρευση της ΕΡΤ, επί της ουσίας τεχνικές δυνατότητες για εκπομπή ψηφιακού σήματος έχει σήμερα ένας μόνο μονοπωλιακός ιδιωτικός φορέας (που ανήκει στον συνασπισμό των υφιστάμενων καναλιών). Οι σχετικές αποφάσεις του ΣτΕ δεν εφαρμόζονται και το σύστημα παραμένει ερμητικά κλειστό.

Όλα αυτά ενώ υποτίθεται ότι το προτεινόμενο μοντέλο
της ΕΕΤΤ για την επίγεια ψηφιακή τηλεόραση διέπεται από τις βασικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Το οποίο όμως κοινοτικό δίκαιο, στην πρακτική εφαρμογή του στον τομέα αυτό, θυμίζει μυθιστόρημα του Όργουελ. Γιατί η ψηφιακή μετάβαση για όσους τυχόν θα ήθελαν να εισέλθουν εξ αρχής στην αγορά, γίνεται με τόσο εξωπραγματικούς όρους που αν ίσχυαν για τα υφιστάμενα κανάλια κανένα δεν θα μπορούσε να τους εκπληρώσει και να πάρει τη σχετική άδεια (που ήδη έχει-δεν έχει). Αν υπολογίσει κανείς και τη γραφειοκρατική αδειοδοτική διαδικασία από τους υπόλοιπους κρατικούς φορείς για να εκπληρωθούν οι σχετικοί όροι, κανείς δεν αναμένεται να ενδιαφερθεί στα σοβαρά. Με αποτέλεσμα οι άδειες (μη-άδειες), των υφιστάμενων και υπερχρεωμένων σταθμών να αποκτούν ξαφνικά πρόσθετη αξία, στο πλαίσιο του καρτέλ-μονοπωλίου που έχει διαμορφωθεί και η κυβέρνηση συντηρεί.

Το «διασκεδαστικό» είναι ότι ούτε τα ευνοούμενα υφιστάμενα κανάλια δεν συμφωνούν με τους όρους της δημοπρασίας, γιατί θεωρούν πως δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί το σχετικό χρονοδιάγραμμα. Αφήνοντας ανοικτό το ερώτημα αν το αυστηρό χρονοδιάγραμμα όντως έχει τεθεί υπό την πίεση των κοινοτικών υποχρεώσεων της χώρας, ή με άλλους στόχους, ή βέβαια –όπερ και πιθανότερο- και για τα δύο.