One more thing?

Το 2015 μετά από ένα ετήσιο event της Apple, είχα γράψει ένα άρθρο, με τον τίτλο «Πού πήγε το One more thing;». Το είχα γράψει αναρωτώμενος πότε η Apple θα ξαναπαρουσίαζε κάτι πραγματικά καινούργιο, όπως μας είχε συνηθίσει στο παρελθόν. Το θυμήθηκα πρόσφατα πέφτοντας πάνω σε δύο αρνητικά άρθρα για την εταιρεία: το πρώτο αμφισβητούσε την ικανότητά της να παράγει καινοτομία, χαρακτηρίζοντάς την μάλιστα ως «δεινόσαυρο» που ενώ άλλες εταιρείες φέρνουν νέες ιδέες και εφευρέσεις, η Apple αρκείται να ακολουθεί, βελτιώνοντας οριακά τις ήδη υπάρχουσες. Ενώ το δεύτερο την κατηγορούσε για μονοπωλιακές πρακτικές, αναφερόμενο στις πιέσεις που δέχεται από την ΕΕ και τις ΗΠΑ να σταματήσει να κάνει δύσκολη τη χρήση προϊόντων και υπηρεσιών που δεν ανήκουν στο οικοσύστημά της.

Άραγε έφτασε η μέρα που απειλείται το επί σειρά ετών Νο1 των Best Global Brands της Interbrand, το πλέον αρχετυπικό από τα brands που έχουμε συνηθίσει να χρησιμοποιούμε ως παραδείγματα καλής πρακτικής στα μαθήματα marketing; Η τελευταία αποτίμηση του από την Interbrand στην έκθεση του 2023 τη διατήρησε ως most valuable brand διεθνώς. Από την άλλη, η οικονομική χρήση που έκλεισε ήταν η πρώτη μετά από δεκαετίες που υπήρξε σημαντική μείωση στον κύκλο εργασιών – στοιχείο που προβληματίζει και ας ήρθε μετά από μια διετία ξέφρενης ανόδου. Μια σύντομη ανάλυση των οικονομικών μεγεθών, αποκαλύπτει ότι η όποια μεγέθυνση της Apple πλέον έρχεται κυρίως από τη μεγέθυνση του ποσοστού των εσόδων από υπηρεσίες, κάτι που δεν αποτελεί έκπληξη αφού, με την εξαίρεση του πολύ ενδιαφέροντος αλλά οικονομικά δυσπρόσιτου Vision Pro, η εταιρεία εχει πολλά χρόνια να παρουσιάσει κάτι πραγματικά νέο. Και πριν λίγες εβδομάδες ανακοινώθηκε η εγκατάλειψη του Apple car project, μετά από 10 χρόνια προσπαθειών, και ενώ ανταγωνιστές της κάνουν θετικά βήματα και σε αυτόν τον τομέα.

Τώρα οι ελπίδες του brand φαίνεται να επικεντρώνονται στο επερχόμενο ReaLM, την προσπάθεια της εταιρείας να παρουσιάσει μια βελτιωμένη πρόταση στο Generative AI. Έναν τομέα στον οποίο δείχνει να έχει μείνει πίσω, τη στιγμή που νέοι και παλιότεροι ανταγωνιστές της κάνουν σημαντικά βήματα, τόσο στο software όσο και στο hardware. Αλλά αναρωτιέμαι αν και αυτό θα είναι αρκετό, για ένα brand που για πολλά χρόνια δεν σταματούσε να μας εκπλήσσει φέρνοντας αυτό που κανείς δεν περίμενε, χτίζοντας το Think Different και το One More Thing. Η Apple κινδυνεύει να γίνει θύμα της παλιότερης επιτυχίας της και να μας θυμίσει τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν τα brands αν απομακρυνθούν από το purpose τους.

Mια σπάνια ικανότητα

Αποτελεί ένα από τα πιο κλασσικά στερεότυπα στον χώρο του marketing και της επικοινωνίας: υπάρχουν οι «δημιουργικοί», υπάρχουν και οι «στρατηγικοί».

Και κάπως έτσι προκύπτουν και τα υπόλοιπα στερεότυπα.

Η δυσπιστία του «δημιουργικού» απέναντι στο «account management».

Η δυσπιστία του «agency» απέναντι στον «πελάτη». Η δυσπιστία ανθρώπων που χρησιμοποιούν περισσότερο το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου τους απέναντι σε ανθρώπους που χρησιμοποιούν περισσότερο το αριστερό. «Αυτοί που δεν μπορούν να καταλάβουν την αξία και τη δύναμη της ιδέας μας» και «αυτοί που δεν μπορούν να καταλάβουν το brand μας και τις ανάγκες του». Και πάει λέγοντας. Μέχρι που εμφανίζεται ο καλός strategic planner για να γεφυρώσει το χάσμα.

Αν αναλύσουμε τις θεμελιώδεις αρχές της στρατηγικής, θα διαπιστώσουμε ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποιο δίλημμα: η δημιουργικότητα δεν είναι πολυτέλεια, αλλά αναπόσπαστο μέρος της. Αποτελεί ίσως τον επιδραστικότερο παράγοντα στην δυνατότητα της στρατηγικής να επιτύχει τους στόχους της. Προς επίρρωση του παραπάνω, υπενθυμίζω δυο κλασσικά παραδείγματα που συναντάμε στα βιβλία στρατηγικής: την πολύ «δημιουργική» ιδέα του Λεωνίδα να περιμένει τους Πέρσες στο στενό των Θερμοπυλών με τα γνωστά αποτελέσματα. Και τη δημιουργικότητα του Ερρίκου του Ε’ στη μάχη του Αζενκούρ. Ο τρόπος που ανέπτυξε τα αποδεκατισμένα στρατεύματά του, αξιοποιώντας τα ιδιόμορφα αγγλικά τόξα και το λασπωμένο έδαφος, οδήγησε στην ανέλπιστη νίκη που έγειρε την πλάστιγγα του Εκατονταετούς Πολέμου στην πλευρά των Άγγλων.

Δεν μπορεί να υπάρξει καλή στρατηγική χωρίς δημιουργικότητα, αυτό είναι κάτι που ο strategic planner γνωρίζει καλά. Γι’ αυτό άλλωστε ο καλός planner χρησιμοποιεί και τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου, συνδυάζει την λογική και την φαντασία, την μεθοδικότητα και τη δημιουργικότητα, την ανάλυση και τη σύνθεση. Πρόκειται για μια μάλλον σπάνια ικανότητα που σύμφωνα με έρευνες έχουν μόλις το 5% των ανθρώπων. Και αν είναι απολύτως απαραίτητη για τον planner, τον συχνά αφανή ήρωα που θα κάνει το βήμα πίσω τη στιγμή της βράβευσης για να ανέβουν στη σκηνή ο «δημιουργός» και ο «brand owner», είναι πολύτιμη και για τους δύο τελευταίους και πρέπει να την ενισχύουν όσο μπορούν. Ο ευρύτερος κλάδος μας, το marketing και η επικοινωνία, οφείλει όχι μόνο να καταφέρνει να προσελκύει τους ανθρώπους με αυτή την σπάνια ικανότητα, αλλά και να την καλλιεργήσει στα υφιστάμενα στελέχη του. Έχει αποδειχθεί ότι με κατάλληλη εκπαίδευση, πρακτική και ασκήσεις, μπορεί να επιτευχθεί καλύτερη συνεργασία και συνδυασμός των δύο ημισφαιρίων του εγκεφάλου μας. Μόνο έτσι θα έχουμε τελικά καλύτερο marketing, καλύτερη επικοινωνία, καλύτερο branding.

Cola branding

Παρακολουθώντας τις διαφημίσεις του φετινού Super Bowl έπεσα πάνω στη διαφήμιση της Pepsi Zero Sugar μέσα στη νέα της συσκευασία. Με ένα γρήγορο googling έμαθα ότι στην πρόσφατη HoReCa ανακοινώθηκε η μετονομασία στην ελληνική αγορά της Pepsi Μax σε Pepsi Zero Sugar. «Mα τι έγινε, η Pepsi αντιγράφει την Coca-Cola», αναρωτήθηκα.

Μια λίγο εκτενέστερη έρευνα στο διαδίκτυο μου φανέρωσε ότι στην πραγματικότητα, παρά τα όσα αναφέρονται στα εγχώρια μέσα, η Pepsi Zero Sugar υπάρχει σε άλλες αγορές εδώ και πολλά χρόνια. Στην πραγματικότητα, η Pepsi Max, που είχε λανσαριστεί το 1993, έγινε Pepsi Zero Sugar σε κάποιες χώρες ήδη από το 2015. Και παράλληλα η Coke Zero, που είχε λανσαριστεί το 2005, έγινε Coca-Cola Zero Sugar το 2017. Δεν τίθεται λοιπόν θέμα κάποιας αντιγραφής. Αντίθετα, επιβεβαιώνεται η αίσθηση που είχα ότι οι δύο κυρίαρχες εταιρείες έχουν επιλέξει να δώσουν ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στο brand τους, επενδύοντας ακόμα περισσότερο στη λογική του μονολιθικού branding και του branded house. Η λογική που χωρούσε τη Max, και τις παλιότερες Light και Zero, έχει εγκαταλειφθεί και πλέον στη θέση των «subbrand», χρησιμοποιούνται περιγραφείς γεύσης ή περιεκτικότητας ζάχαρης και θερμίδων.

Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο, είναι ότι – αν δεν απατώμαι – η συγκεκριμένη διαφήμιση έδωσε το έναυσμα για το παγκόσμιο λανσάρισμα του νέου logo της Pepsi, το οποίο είχε παρουσιαστεί στην αμερικανική αγορά πέρυσι τον Μάρτιο. Το brand εγκαταλείπει το logo που είχε πρωτοπαρουσιαστεί το 2008 και είχε δημιουργήσει μεγάλο debate, και αναβιώνει εξελίσσοντάς το, το logo μέσω του οποίου το brand είχε γίνει γνωστό και οικείο σε όσους γεννηθήκαμε μετά το 1960. Η Pepsi ακολουθεί τα χνάρια άλλων μεγάλων brands – στα γρήγορα μου έρχονται στο μυαλό τα παραδείγματα της Burberry και της Reebok – που επιστρέφουν στις ρίζες τους, κατανοώντας ότι κάθε radical rebranding είναι πιθανό να αφαιρέσει μεγαλύτερο τμήμα brand equity, από αυτό που ίσως προσθέσει.

Έτσι, προσφέρει ένα ακόμα επιχείρημα σε όσους από εμάς εργαζόμαστε στον τομέα του branding, να γινόμαστε διπλά προσεκτικοί όταν ένας πελάτης μας ζητάει να παραδοθούμε στην ευκολία ενός δραστικού rebranding.

Και σε όσους διδάσκουμε branding δημιουργεί μια ακόμα υποχρέωση να γαλουχήσουμε τις νέες γενιές marketers και διαφημιστών να ψάχνουν να βρουν την πραγματική αξία του brand τους και να το εξελίξουν, πριν πάρουν την απόφαση να προχωρήσουν στην, βραχυπρόθεσμα συνήθως πιο ενδιαφέρουσα αλλά μεσομακροπρόθεσμα πιο δαπανηρή και επικίνδυνη, επιλογή των ριζικών αλλαγών.

Taste και touch

Στην Ελλάδα έχουμε δύο κυρίαρχες μάρκες σοκολάτας γάλακτος. H καθεμιά έχει τη δική της χαρακτηριστική γεύση και με βάση αυτή, τους πιστούς καταναλωτές της. Πριν λίγα χρόνια και οι δύο δοκίμασαν να λανσάρουν στην αγορά προϊόντα που βασίζονταν σε συνταγές με διαφορετική αναλογία κακάο και γάλακτος και η γεύση προσομοίαζε αυτής του κύριου ανταγωνιστή τους. Διόλου τυχαίο που σήμερα δεν επιβιώνει στα ράφια κανένα από τα δύο προϊόντα που λανσαρίστηκαν τότε. Ο καταναλωτής έχει ταυτίσει το κάθε brand με συγκεκριμένη γεύση – μέσω αυτής έμαθε να το αναγνωρίζει και να το επιλέγει. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της αξίας που έχει η γεύση για την ταυτότητα των brands συγκεκριμένων κατηγοριών.

Υπάρχουν πολλά αντίστοιχα παραδείγματα: Ποιος δεν έχει ακούσει για «τη μυστική συνταγή» της Coca-Cola ή του Tabasco, ή για τα signature ροφήματα του Starbucks; Σκεφτείτε πόσο διαφέρει η γευστική ποικιλία που χαρακτηρίζει το brand Nespresso με την αρχετυπική, ελαφρώς όξινη επίγευση ενός Illy. Πόσο καθορισμένες προσδοκίες έχουμε από τη γεύση ενός Ben&Jerry’s ή ενός Haagen Dazs, ανεξαρτήτως συγκεκριμένου κωδικού. Και αντίστοιχα πόσο ίδια είναι η γεύση ενός Big Mac ή ενός Whopper σε όποιο μέρος του πλανήτη και όποτε και αν το δοκιμάσαμε. Ή τέλος πόσο διαφορετική είναι η γεύση που ξεχωρίζει τα δύο γνωστότερα brands ιρλανδικού ουίσκυ: Του «σπιρτόζικου» Jameson και του «γλυκόπιοτου» Tullamore Dew.

Εξίσου σημαντική για την ταυτότητα πολλών brands είναι και η αίσθηση της αφής. Όταν οι καταναλωτές αγγίζουν μια τσάντα από το δέρμα Saffiano της Prada βιώνουν τη δεξιοτεχνία και την πολυτέλεια της μάρκας. Αγγίζοντας ένα iPhone ή ένα MacBook θα καταλάβουμε ότι η αφή για την Apple αποτελεί ταυτοτικό χαρακτηριστικό.

Αντίστοιχα ας σκεφτούμε τον ρόλο που έπαιξε η αλκαντάρα στην εξέλιξη της εικόνας που διαμόρφωσαν οι καταναλωτές για brands όπως η Porsche, η Lancia ή η Audi. Ή την επίδραση που έχουν στις μάρκες υλικά όπως π.χ. το Twinface Sheepskin της UGG, το Oystersteel της Rolex, το Dri-FIT της Nike, το Luon της Lululemon, ή το Gore-Tex για τη North Face και αρκετές άλλες μάρκες. Και φυσικά το αρχετυπικό παράδειγμα touch branding που βρίσκουμε σε κάθε textbook: το Tiffany Blue Box.

Μπορεί στον πραγματικό (εκτός metaverse) κόσμο η γεύση και η αφή να μην έχουν τη δυνατότητα απομακρυσμένης επίδρασης, όπως η όραση, η ακοή ή ακόμα και η οσμή. Όντας όμως απλούστερες και απασχολώντας μικρότερο μέρος του εγκεφάλου από τις δύο πρώτες, είναι εξίσου επιδραστικές στην εμπειρία που αποκομίζουμε από μια μάρκα.

Olfactory branding

Ήμουν ακόμα μικρό παιδί όταν ένα καλοκαίρι, στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, δοκίμασα την πρώτη μου κρέπα. Ήταν στη Νάουσα της Πάρου όπου μια Ελβετίδα είχε ανοίξει την ίσως πρώτη κρεπερί στην Ελλάδα. Αν και έχουν περάσει σαρανταπέντε χρόνια, ακόμα θυμάμαι τη μυρωδιά του ελαφρώς καμένου βουτύρου – beurre noisette το λένε οι Γάλλοι – που μας καλούσε από τα ανοιχτά παράθυρα του εστιατορίου.

Η Ελβετίδα crêpière είχε καταφέρει να δημιουργήσει στο υποσυνείδητό μου το αρχέτυπό μου για την αυθεντική κρέπα: η κρέπα που αναδύει τη συγκεκριμένη μυρωδιά και ας μην τη συναντώ συχνά. Η επιστήμη πίσω από αυτό το συμβάν είναι απλή και ξεκάθαρη: ο οσφρητικός βολβός είναι μέρος του μεταιχμιακού συστήματος του εγκεφάλου μας, στενά συνδεδεμένος με τη μνήμη και το συναίσθημα. Γι’ αυτό και η όσφρηση θεωρείται η ισχυρότερη από τις πέντε αισθήσεις στη δημιουργία συναισθηματικών συνδέσεων.

Αυτά είναι γνωστά στον χώρο του branding. Γι’ αυτό και όλο και περισσότερα brands, αξιοποιώντας την ικανότητα της σωστής μυρωδιάς να προκαλεί συγκεκριμένες συναισθηματικές αντιδράσεις και να δημιουργεί μακροχρόνιες αναμνήσεις, σχεδιάζουν αρώματα και μυρωδιές που να τους ταιριάζουν. Μπαίνοντας σε ένα κατάστημα Starbucks θα αισθανθείτε το άρωμα φρεσκοκαβουρδισμένου καφέ να κυριαρχεί στο περιβάλλον, αναδύοντας απόλαυση, γνησιότητα και θαλπωρή. Αν ταξιδέψετε με την Singapore Airlines ίσως παρατηρήσετε ότι το άρωμα των αεροσυνοδών χρησιμοποιείται και στις ζεστές πετσέτες. Ονομάστηκε «Stefan Floridian Waters» και δημιουργήθηκε για να γίνει συνώνυμο της εξαιρετικής εξυπηρέτησης και της πολυτελούς εμπειρίας που υπόσχεται η εταιρεία. Όσοι έτυχε να μπείτε στο παρελθόν σε κατάστημα της Abercrombie & Fitch εκτεθήκατε στο «Fierce», το χαρακτηριστικό άρωμα της μάρκας που δημιουργήθηκε με στόχο μια διακριτή, αναγνωρίσιμη εμπειρία αγορών, κάνοντας την ατμόσφαιρα του καταστήματος σχεδόν τόσο εμβληματική όσο τα ρούχα της. Στον κλάδο της φιλοξενίας, ξενοδοχεία όπως το Ritz-Carlton, χρησιμοποιούν ειδικά σχεδιασμένα αρώματα για να δημιουργήσουν ένα πολυτελές και χαλαρωτικό περιβάλλον που αποπνέει κομψότητα και αποκλειστικότητα, ενισχύοντας τη συνολική εμπειρία των επισκεπτών και την ταυτότητα της μάρκας.

Η ικανότητα της οσμής να προκαλεί συναισθήματα και αναμνήσεις, πιο ισχυρά από ότι τα οπτικά ή τα ακουστικά ερεθίσματα, δίνει τη δυνατότητα στα brands να σχεδιάσουν το κατάλληλο άρωμα που θα αφήσει μια διαρκή εντύπωση στο μυαλό (και τη μύτη) των καταναλωτών, θα κάνει την εμπειρία τους ξεχωριστή και θα ενισχύσει την πιστότητά τους. Στην εποχή του e-shopping, προσφέρει την ευκαιρία στα φυσικά καταστήματα να δημιουργήσουν μια ξεχωριστή εμπειρία που οι διαδικτυακές πλατφόρμες δεν μπορούν να αναπαραγάγουν.

2024: Οι τάσεις

Ξεκινώ το έτος με τα trends της Kantar. Χαίρομαι που διαπιστώνω ότι όσοι παρακολουθείτε τη στήλη συστηματικά μάλλον είστε ήδη εξοικειωμένοι με τα περισσότερα.

  1. AI will find a way: Οι marketers (67%) πιστεύουν στις δυνατότητες του GenAI να αναπτύσσει περιεχόμενο. Φέτος θα καταλάβουμε πόσο αποτελεσματικά μπορεί να το κάνει.
  2. Culture comes first: Οι καταναλωτές (80%) επιλέγουν μάρκες που υποστηρίζουν ζητήματα σημαντικά για αυτούς. Οι εταιρείες πρέπει να ενσωματώσουν διαδικασίες για τη διαχείριση των σχετικών κινδύνων.
  3. Message control meets cancel culture: Τα brands που θα μιλούν για τα μεγάλα κοινωνικά ζητήματα σύμφωνα με το DNA τους, θα κερδίζουν την καρδιά των καταναλωτών.
  4. The battle for attention: Τα AI-based attention predictions δείχνουν πώς, πού και σε τι εστιάζει την προσοχή του ο καταναλωτής ώστε να βελτιώσουμε τη χρήση media & την επιλογή δημιουργικού.
  5. Shift towards holistic measures of success: Το 42% των επιχειρήσεων ενσωματώνει sustainability metrics στα KPIs (26% του 2021).
  6. Radical innovation for sustainable growth: Οι μάρκες που θεωρούνται καινοτόμες, επιτυγχάνουν τριπλάσια ανάπτυξη. Μετά τον Covid παρατηρήθηκαν χαμηλά επίπεδα καινοτομίας, όμως πλέον η ριζική καινοτομία είναι απαραίτητο συστατικό ανάπτυξης.
  7. Challenger brands breakthrough: Ένας στους δύο καταναλωτές προτιμάει όπου μπορεί μικρότερες μάρκες, πιέζοντας τις μεγάλες να εστιάσουν στο agility, το speed-to-market, το customer-focus και τη data-driven λήψη αποφάσεων.
  8. The power of premiumisation: Ο πληθωρισμός ανάγκασε τις μάρκες να καταφύγουν σε προσφορές και συρρίκνωση συσκευασιών. Φέτος, οι μάρκες θα επικεντρωθούν στο σωστό price management.
  9. Life beyond the search bar: Mε την άνοδο του ΑΙ, το search ενισχύεται. Τα search engines είναι τώρα το 5ο ισχυρότερο touchpoint σε brand impact (11ο το 2018). Οι μάρκες επανεξετάζουν στρατηγική & περιεχόμενο για να εμφανίζονται όπου βρίσκονται οι καταναλωτές.
  10. Retail gets into the ad business: Με τις αλλαγές στην καταναλωτική συμπεριφορά, τα retail media γίνονται σημαντικότερα και χρειάζονται αντικειμενικές μετρήσεις απόδοσης ώστε να δημιουργηθούν καλύτερες διαφημιστικές εμπειρίες.

Κλείνω με το σχόλιο της Gonca Bubani της Kantar: «Η κουλτούρα συνεχούς μάθησης και data-driven decision-making είναι απαραίτητη στην τεχνολογική και πολιτισμική μετάβαση που ζούμε. Το GenAI δεν είναι hype, μετασχηματίζει το industry. Ωστόσο, η τεχνολογία χωρίς την ανθρώπινη ευφυία είναι ανεπαρκής».
Καλή χρονιά!

Audio branding

Στα προηγούμενα άρθρα έγραφα ότι στο νέο πολυδιάστατο περιβάλλον, οι μάρκες καλούνται να διερευνήσουν το branding πέρα από τα στοιχεία της εικόνας και της γλώσσας, και να στοχεύσουν και στις υπόλοιπες – εκτός της όρασης – αισθήσεις. Το sensorial branding εξαπλώνεται συνεχώς. Και το audio branding αποτελεί ίσως την πιο γρήγορα αναπτυσσόμενη εκδοχή του. Νέοι όροι, όπως τα sonic logos και τα earcons, συμπληρώνουν παλιότερους, όπως τα jingles ή τα ringtones, και δείχνουν την πρόθεση της αγοράς να εξελιχθεί. Ποιος δεν αναγνωρίζει τον ήχο του ανοίγματος των Windows (τον οποίο μάλιστα λέγεται ότι δημιούργησε ο μεγάλος Brian Eno) ή ενός μπουκαλιού Coca-Cola; To Netflix «ta-dum», το McDonald’s «I’m loving it» και το Mastercard «priceless»; Ή τον χαρακτηριστικό «potato-potato» ήχο του κινητήρα των Harley-Davidson που δημιουργεί μια άμεσα αναγνωρίσιμη σύνδεση με το κοινό της μάρκας;

αι οι εφαρμογές του audio branding ξεπερνούν τον στόχο για αναγνωρισιμότητα της μάρκας και επηρεάζουν άμεσα την εμπειρία μαζί της. Η Amazon, με τη φωνή της Alexa, έχει δημιουργήσει μια ευέλικτη και φιλική προσωπικότητα που αλληλεπιδρά άριστα με τους χρήστες. Αντίστοιχα η Apple, μέσω του Siri, και η Google, μέσω του Assistant. Η Volvo επιλέγει προσεκτικά τις φωνές που χρησιμοποιεί στις διαφημίσεις της ώστε να δημιουργούν αίσθημα ασφάλειας. Για τις μάρκες αυτοκινήτων, ο ήχος του κλεισίματος των πορτών του αυτοκινήτου είναι μια ευκαιρία για να εκφράσουν τη φιλοσοφία και την προσωπικότητά τους. Μια πολυτελής μάρκα ενδέχεται να επιλέξει έναν ήχο που αντικατοπτρίζει την ποιότητα και την κομψότητα και μια εταιρεία με έμφαση στην καινοτομία μπορεί να προτιμήσει έναν μοντέρνο και ιδιαίτερο ήχο. Ενώ πλέον υπάρχουν επιλογές ακόμα και για τον ήχο του κινητήρα, προσδίδοντας στον χρήστη αίσθηση πιο σπορ οδήγησης. Αυτονόητα, για έναν ραδιοφωνικό σταθμό το audio logos και τα jingles αποτελούν πολύ σημαντικά στοιχεία, ενώ για τα καταστήματα και τους χώρους φιλοξενίας και εστίασης, η μουσική παίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της εμπειρίας του επισκέπτη. Με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα, την προσοχή που δίνει η Starbucks στις playlists που παίζουν στα καταστήματά της – δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το brand διατηρεί το δικό του προφίλ στο Spotify με εκατοντάδες χιλιάδες ακόλουθους.

Οι τρόποι με τους οποίους ο ήχος μπορεί να σχεδιαστεί για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των brands είναι αμέτρητοι και προκαλούν τη δημιουργικότητά μας. Δεν είναι τυχαίο ότι το audio branding αποτελεί πλέον αντικείμενο εξειδικευμένων εταιρειών και οι μεγαλύτεροι διεθνείς διαγωνισμοί design προβλέπουν ξεχωριστή κατηγορία για τα έργα sound design.

Λεκτική Ταυτότητα

Στο προηγούμενο τεύχος έγραφα ότι στο νέο περιβάλλον, η λεκτική ταυτότητα και το sensorial branding αποκτούν μεγαλύτερη ισχύ, χωρίς φυσικά να παραγνωρίζω την αξία της οπτικής ταυτότητας. Πριν προχωρήσω στη συζήτηση για το sensorial branding, θα κάνω μια στάση στη λεκτική ταυτότητα, η οποία πιθανότατα είναι η πιο παραμελημένη μορφή ταυτότητας μιας μάρκας. Οι μελέτες διαμόρφωσης των στοιχείων της – του brand name, του tagline, του ύφους ομιλίας, των διαφόρων σλόγκαν και όρων που χρησιμοποιεί η μάρκα στην επικοινωνία- περιλαμβάνονται στις πιο ενδιαφέρουσες και απαιτητικές μελέτες ενός brander.

H δημιουργία ενός brand name είναι μια πολύ συνθετότερη διαδικασία σε σχέση με το παρελθόν. Παλιότερα υπήρχε η ελευθερία να χρησιμοποιείς ως εμπορικό σήμα λέξεις που ανήκουν σε όλους μας, όπως π.χ. ο ήλιος, τοπωνύμια, όπως ο Όλυμπος, η Ήπειρος ή η Θράκη, όμορφες μικρές και πλούσιες συνειρμών λέξεις, όπως ο κύκνος, η μέλισσα, η ήβη η το ίον, και απλά ονόματα ανθρώπων όπως η Στέλλα, ο Παπαδόπουλος ή ο Μεταξάς. Αυτό για διαφορετικούς ανά περίπτωση λόγους δεν ισχύει πια. Είτε το δίκαιο των σημάτων, είτε το πλήθος των ήδη κατοχυρωμένων σημάτων και η ισχύουσα διαδικασία κατοχύρωσης, περιορίζουν την ελευθερία στη δημιουργία και την επιλογή. Και μια τέτοια μελέτη γίνεται ακόμα πιο σύνθετη αν λάβουμε υπόψη ότι τα περισσότερα νέα brand names καλούνται να ανταγωνιστούν σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, επικοινωνώντας με ανθρώπους διαφορετικής γλώσσας και κουλτούρας, ή ότι στις μέρες του blandification όλο και περισσότερες μάρκες επιλέγουν να δώσουν έμφαση στην ανάδειξη του ονόματός τους.

Αντίστοιχα σύνθετη και συναρπαστική είναι η διαδικασία δημιουργίας ενός tagline, της φράσης δηλαδή που θα «κολλήσει» στο σήμα της μάρκας για πολλά χρόνια, αν όχι εφ’ όρου ζωής. Για να δημιουργήσεις αυτή τη φράση θα πρέπει να έχεις πάρει σημαντικές αποφάσεις για την ίδια τη μάρκα – το τι προτείνει και εκπροσωπεί, για ποιο λόγο πραγματικά υπάρχει. Μια διαδικασία που αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο ότι στον κλάδο μας δεν υπάρχει στρατηγική χωρίς δημιουργικότητα και δημιουργικότητα χωρίς στρατηγική.

Και βέβαια μαζί με το tagline, να οριστεί το ύφος ομιλίας της γλώσσας, να δημιουργηθούν φράσεις κλειδιά, κανόνες και οδηγίες, παραδείγματα και αφηγήματα, όλα αυτά που μας κάνουν να αντιλαμβανόμαστε μια μάρκα σε κάποιο σημείο επαφής της μαζί μας πριν ακούσουμε το όνομά της ή δούμε το σήμα ή τη συσκευασία της. Διότι τελικά, σε έναν κόσμο που θα ακούμε περισσότερο από όσο θα διαβάζουμε, η λεκτική ταυτότητα του brand θα γίνεται συνεχώς σημαντικότερη.

Branding, η επόμενη μέρα

Στο προηγούμενο τεύχος έγραφα ότι στην εποχή μας τα brands δεν μπορούν να ελέγξουν όσο στο παρελθόν, τα σημεία επαφής τους με τον καταναλωτή, μέσα από τα οποία χτίζεται η εικόνα τους. Οι καταναλωτές πλέον έρχονται σε επαφή με τις μάρκες μέσω πάμπολλων τρόπων, και η διαδικασία διαμόρφωσης των εντυπώσεών τους γι’ αυτές ποικίλει. Τα κανάλια μέσα από τα συναντιούνται με τη μάρκα γίνονται όλο και περισσότερα, πιο πολύπλοκα και άρα λιγότερο εύκολο για τον brand manager να τα διαχειριστεί. Πάντα ο καταναλωτής διαμόρφωνε την αντίληψή του για μια μάρκα μέσα από τη συνολική εμπειρία που είχε μαζί της – αυτό δεν έχει αλλάξει. Απλά η διαμόρφωση αυτής της εμπειρίας πια γίνεται όλο και πιο δύσκολα ελέγξιμη. Για αυτόν τον λόγο, η έμφαση του branding κυρίως στον σχεδιασμό της οπτικής ταυτότητας της μάρκας – το λογότυπο, τα χρώματα, τα σχήματα, τη συσκευασία – αποτελεί πια μια μυωπική πρακτική.

Στο νέο περιβάλλον, ενώ η οπτική ταυτότητα εξακολουθεί να είναι σημαντική, η λεκτική ταυτότητα, το αφήγημα και η γλώσσα ομιλίας της μάρκας αποκτούν όλο και μεγαλύτερη αξία. Μεγαλύτερη αξία αποκτά και καθαυτός ο σχεδιασμός του προϊόντος ή της υπηρεσίας – η διαφοροποίηση σε επίπεδο προϊοντικών χαρακτηριστικών είναι ακόμα πιο σημαντική από όσο ήταν παλιά. Αλλά και κάθε πλευρά του sensorial branding, ο τρόπος που η μάρκα απευθύνεται στις υπόλοιπες πέραν της όρασης αισθήσεις, αναλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο ρόλο στην προσπάθεια των μαρκών να διαφοροποιηθούν από τους ανταγωνιστές τους και να δυναμώσουν και να εξελίξουν τη σχέση τους με τον καταναλωτή.

Κάποτε τα brands χτίζονταν στο κατάστημα, στο σημείο κατανάλωσης, στην τηλεόραση, στον Τύπο, σε κάποια μεγάλα events. Σε όλα αυτά, ο brand manager είχε σημαντικές ευκαιρίες παρέμβασης και ελέγχου.

Σήμερα το brand experience και το word of mouth έχουν αυξήσει περαιτέρω τη δύναμή τους και δημιουργούνται με διαφορετικό τρόπο, σε περισσότερα και διαφορετικά σημεία επαφής και περιστάσεις κατανάλωσης. Σε αυτό το περιβάλλον, το branding έχει την ευκαιρία να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο. Οφείλει να σκεφτεί, περισσότερο από ότι το έκανε στο παρελθόν, τη συνολική εμπειρία που έχει ο καταναλωτής με τη μάρκα και να προσπαθήσει να την προβλέψει και να τη σχεδιάσει με αναγκαστικά λιγότερη συνέπεια και έλεγχο, αλλά με μεγαλύτερη δημιουργικότητα, ελευθερία και συνοχή. Να γίνει ταυτόχρονα πιο πολυδιάστατο αλλά και συνεκτικό, πιο περιεκτικό, ενδιαφέρον και αποτελεσματικό.

Στα επόμενα τεύχη θα συνεχίσω σε αυτό το θέμα, επιχειρώντας να εξειδικεύσω τη συζήτηση στο κομμάτι του sensorial branding.

J&J blandification?

Δεν μπορεί να μην διαβάσατε για την αλλαγή του λογοτύπου της Johnson&Johnson, ένα από τα πιο πολυσυζητημένα γεγονότα της χρονιάς που διανύουμε στον χώρο του branding. Έχει περάσει λίγος καιρός από την παρουσίαση του νέου σήματος αλλά το debate συνεχίζεται. Τα στρατόπεδα είναι μάλλον ευκρινώς διαχωρισμένα: στη μία πλευρά είναι κυρίως γραφίστες, έχοντας αναλάβει την υπεράσπιση του παλιού λογοτύπου, το οποίο άντεξε για περισσότερα από 130 χρόνια, στηριζόμενοι στην διαφορετικότητα, την αναγνωρισιμότητα και την ιστορικότητά του. Στην άλλη, συνασπίζονται κυρίως άνθρωποι που έχουν να κάνουν με το digital marketing, υπερασπιζόμενοι θέματα όπως το digital accessibility ή το SEO. Και οι δύο έχουν ενδιαφέροντα και σοβαρά επιχειρήματα να εισφέρουν στον διάλογο, επικεντρώνοντάς τα μάλιστα εκεί που θα έπρεπε: στον καταναλωτή. Αλλά προς το παρόν, καμία από τις δύο πλευρές δεν φαίνεται να έχει καταφέρει να πείσει την άλλη.

Αποφεύγω να παίρνω θέση σε περιπτώσεις όπου δεν γνωρίζω όλα τα δεδομένα. Oι ανακοινώσεις τόσο της J&J όσο και της Wolff Olins δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές, επιλέγοντας εύλογα να μην εμβαθύνουν. Η J&J είναι μια εταιρεία με μεγάλη εμπειρία και γνώση σε θέματα marketing και η εταιρεία δημιουργός του νέου λογοτύπου είναι από τις πιο αξιόλογες, ιστορικές και επιδραστικές στον χώρο του branding. Δεν μπορεί να μην γνωρίζουν ότι «η Johnson&Johnson πιθανόν να έχει μόλις πετάξει το πιο πολύτιμο οπτικό της περιουσιακό στοιχείο», όπως διάβασα σε ένα άρθρο του Creative Review. Αναμφίβολα πρόκειται για μια ακόμα περίπτωση όπου, ακολουθώντας την τάση του blandification branding, το οπτικό σύμβολο της εταιρείας γίνεται λιγότερο αναγνωρίσιμο.

Είμαι από αυτούς που αποζητούν την διαφορετικότητα σε κάθε στοιχείο branding, πόσο μάλλον στο λογότυπο, και χαίρομαι που το blandification φαίνεται πια να μην έχει την ίδια απήχηση που είχε πριν 3-4 χρόνια. Όμως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι το blandification δεν στηρίζεται μόνο στην αυτονόητη υποχρέωση των brands να ανοίγουν σε άτομα με ειδικές ανάγκες ή να μπορούν να ζουν στις διαφορετικές πλατφόρμες και το συνεχώς εξελισσόμενο τεχνολογικό περιβάλλον. Σήμερα τα brands χτίζονται σε σημεία επαφής που δεν μπορούν να ελέγξουν όσο στο παρελθόν, και άρα έχουν ανάγκη να στηρίξουν το όνομά τους περισσότερο από ότι το σήμα τους. Τα μέσα, η διαφήμιση, τα ράφια του καταστήματος, έχουν μικρότερη δύναμη από αυτή που είχαν παλιότερα και το blandification μάς βοήθησε να ξανασκεφτούμε την αξία του λεκτικού, του ηχητικού και των υπόλοιπων στοιχείων της ταυτότητας που μπορεί να έχει ένα brand, και τελικά το συνολικότερο brand experience.

Τα παπούτσια του δρομέα

Γνώρισα τα Hoka One One πριν 7 χρόνια, ως μεγαλόσωμος δρομέας μεγάλων αποστάσεων που αναγκαστικά έψαχνε ultra-cushioned παπούτσια. Δεν ήταν εύκολο να μην τα προσέξω, ξεχώριζαν τόσο με το παράξενο όνομά τους όσο και με τον αντισυμβατικό σχεδιασμό τους: κάτι σαν πρόγονοι των αργότερα δημοφιλών «ugly shoes».

Τα πρωτοείδα σε αγώνες βουνού αλλά σύντομα κυκλοφορούσαν ευρέως και στον στίβο και στον δρόμο. Ένας τραυματισμός και η ανάγκη για όσο το δυνατόν λιγότερους «κραδασμούς» στο βάδισμα, με έκανε να τα δοκιμάσω. Και από τότε εθίστηκα: η γεωμετρία του περπατήματός μου σταδιακά άλλαξε και τα περισσότερα άλλα παπούτσια μου φαίνονταν πια κουραστικά.

Αφορμή για το σημερινό σημείωμα αποτέλεσε ένα άρθρο της Wall Street Journal με τίτλο «The Ugly Shoes Now Worth Billions of Dollars». Λίγο παλιότερα είχα πέσει πάνω σε άλλο μακροσκελές άρθρο των New York Times που αναφερόταν στο ρεκόρ πωλήσεων του ενός δισ. δολαρίων. Αιτία του όμως ήταν το γεγονός ότι θεωρώ την Hoka παράδειγμα εξαιρετικού marketing – εκείνου του marketing που δίνει έμφαση στο χτίσιμο ενός αποτελεσματικού brand και όχι στη διαφήμιση και το promotion. Στην εστίαση σε μια διακριτή αγορά-στόχο και στο κέντημα μιας πρότασης που μιλάει στο μυαλό αλλά και στην καρδιά.

Η ιστορία του brand ξεκίνησε μόλις το 2009 στη Γαλλία και ένα από τα βασικά στοιχεία της επιτυχίας του ήταν η αυθεντικότητά του. Σε μια εποχή όπου κυριαρχούσε το διάσημο βιβλίο «Born to Run» που κήρυττε το barefoot running και τα minimalist shoes, δυο δρομείς βουνού δημιουργήσαν παπούτσια με τεράστιες σόλες που απορροφούσαν τους κραδασμούς του τρεξίματος, τα οποία παρά το μέγεθός τους ήταν εξαιρετικά ελαφριά.

Τα βάφτισαν Hoka One One που στη γλώσσα των Μαορί σημαίνει «πέτα πάνω από τη γη» και άρχισαν να τα συστήνουν στους συναθλητές τους δρομείς και να τα παρουσιάζουν στις δρομικές εκδηλώσεις που συμμετείχε η συγκεκριμένη «φυλή» δρομέων.

Οι δυο ιδρυτές ήταν οι ίδιοι παθιασμένοι δρομείς βουνού που κατανοούσαν βαθιά τις ανάγκες των συναθλητών τους να δημιουργήσουν μια πρόταση που να μιλάει όχι μόνο στις αθλητικές τους ανάγκες αλλά και στην καρδιά τους. Η γνήσια σύνδεση με τον αθλητισμό και την κοινότητα τους βοήθησε να δημιουργηθεί εμπιστοσύνη και αξιοπιστία.

Δεν κουράζομαι να επαναλαμβάνω σε πελάτες και φοιτητές ότι η αγορά θα έχει πάντα χώρο για όσους απευθύνονται σε niche αγορές με διαφοροποιημένες προτάσεις που έχουν νόημα και συνοχή, εκεί που δεν τα καταφέρνουν εύκολα τα «μεγάλα» mainstream brands. Όπως αυτή της Hoka.

Το rebranding του Twitter

Ένα από τα πρώτα και πιο επιδραστικά brands που δημιουργήθηκαν στα social media δεν υπάρχει πια. Το Twitter μετά την εξαγορά της εταιρείας από την X Corporation του Elon Musk αντικαταστάθηκε από το Χ, στο πιθανότατα μεγαλύτερο rebranding της χρονιάς που διανύουμε. Σύμφωνα με την Brand Finance, πριν το rebranding τo brand valuation του Twitter έφτανε σχεδόν τα 4 δισ. δολάρια – είχε φτάσει μάλιστα κοντά στα 6 δισ. πριν ξεκινήσουν οι φήμες για την εξαγορά του από τον Musk. Αν το συγκρίνει κανείς με την κεφαλαιοποίηση της εταιρείας, θα δει ότι διαχρονικά η αξία του brand έφτανε ή ξεπερνούσε το 10% της συνολικής αξίας της επιχείρησης, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό για τον συγκεκριμένο κλάδο. Πόσο εύκολα λοιπόν μπορεί να δικαιολογηθεί η απόφαση για την αντικατάσταση ενός τόσο μεγάλου brand;

Καταρχάς η αξιολόγηση των στοιχείων ταυτότητας του Τwitter κάνει τη συζήτηση ακόμα πιο ενδιαφέρουσα. Τόσο το όνομα όσο και το logo περιείχαν μεγάλη αξία. Όπως έγραψε πρόσφατα σε σχετικό άρθρο o David Aaker, «οι άνθρωποι λένε ότι κάνουν tweet και retweet και όλοι καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό. Υπάρχει ένα οπτικό σύμβολο, ένα μπλε πουλί, που είναι χαρούμενο και αισιόδοξο, και ακόμη ο διακριτικός ήχος του Τwitter. Όλα αυτά είναι εκπληκτικά ισχυρά στοιχεία επικοινωνίας». Αντίθετα το «X» είναι δυσκολότερο να χρησιμοποιηθεί αυτόνομο ως εμπορικό σήμα. Λιγότερο διακριτό, νομικά δύσκολο να κατοχυρωθεί από μόνο του, ενώ υπάρχουν πολλά brands που το χρησιμοποιούν ως συνθετικό σε δικά τους σήματα. Φυσικά, αν ο νέος ιδιοκτήτης καταφέρει να οικειοποιηθεί το Χ ανεξαρτήτως κατοχύρωσης, και όλοι μας να αναγνωρίζουμε σε αυτό το σήμα του συγκεκριμένου κοινωνικού δικτύου, θα έχει δημιουργήσει ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο. Αλλά για να συμβεί κάτι τέτοιο θα χρειαστούν μεγάλη προσπάθεια και αντίστοιχες επενδύσεις – μάλλον δεν φτάνει η μεγάλη αναγνωρισιμότητα του ανθρώπου.

Και ακόμα και με αυτές, ίσως να μην το καταφέρει ποτέ. Επιπροσθέτως, ένα τόσο ριζικό rebranding πρέπει να σηματοδοτεί και κάποια σημαντική αλλαγή σε κάποια από αυτά που πρεσβεύει και υπόσχεται η μάρκα. Στη μετάβαση από το Twitter στο X δεν φαίνεται να έχει εξηγηθεί τι είναι αυτό που θα αλλάξει. Πιθανόν οι επόμενες εβδομάδες και μήνες να φέρουν στοιχεία που θα μας φωτίσουν περισσότερο.

Το Twitter κατάφερε να ηγεμονεύσει σε μια ολόκληρη υποκατηγορία των social media, να την οικειοποιηθεί και σχεδόν να γίνει συνώνυμό της. Αξίζει λοιπόν να παρακολουθήσουμε την πορεία του rebranding, το οποίο είναι βέβαιο ότι, ανεξαρτήτως θετικής ή αρνητικής κατάληξης, θα αποτελέσει μελλοντικό case study.

Bud Light vs Ben & Jerry’s

Πιθανόν θα έχετε διαβάσει για το μποϋκοτάζ εναντίον της κορυφαίας μάρκας μπίρας στις ΗΠΑ, της Bud Light, αλλά και πολλών άλλων προϊόντων της Anheuser-Busch, εξαιτίας μιας συνεργασίας της με κάποια transgender influencer σε κάποιο TikTok βίντεο. Η συγκεκριμένη συνεργασία ενόχλησε πολλούς Αμερικανούς συντηρητικούς, με πρωταγωνιστή τον τραγουδιστή Kid Roc, και προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις. Το μποϋκοτάζ που ακολούθησε, οδήγησε σε μεγάλη πτώση πωλήσεων του brand, απώλεια της πρωτοκαθεδρίας στα μερίδια της κατηγορίας της μπίρας και σημαντική πτώση στις αξίες των μετοχών της εταιρείας.

H υπεύθυνη marketing της Anheuser-Busch, προτού αναγκαστεί να πάρει άδεια μετ’ αποδοχών και αντικατασταθεί από άλλο στέλεχος της εταιρείας, δικαιολόγησε τη συνεργασία ως μια προσπάθεια να γίνει η μάρκα πιο συμπεριληπτική και να εγκαταλείψει την εικόνα του αγορίστικου «χοντροκομμένου» χιούμορ με το οποίο είχε ταυτιστεί (“fratty” and “out-of-touch” image).

Σε μια άλλη περίπτωση μάρκας που συμμετείχε σε κοινωνικό ζήτημα, η Ben and Jerry’s, το γνωστό brand παγωτού που εξαγοράστηκε το 2000 από τη Unilever αλλά συνεχίζει να διοικείται από τους ιδρυτές της, διάλεξε μια αρκετά πιο προκλητική δράση: ανήμερα της 4ης Ιουλίου, της μεγάλης γιορτής των ΗΠΑ, κάλεσε τους πολίτες να «επιστρέψουν τη γη τους στους ιθαγενείς Αμερικάνους από την οποία την έκλεψαν». Οι αντιδράσεις στο διαδίκτυο και στα ΜΜΕ ήταν πυκνές και η προσπάθεια για μποϋκοτάζ άμεση. Όμως, παρά το γεγονός ότι το brand αποτελεί διαχρονικά κόκκινο πανί για τους Αμερικανούς συντηρητικούς, το μποϋκοτάζ φαίνεται να απέτυχε, χωρίς επιπτώσεις στις πωλήσεις και την αξία της μάρκας.

Η περίπτωση της Bud Light μας προσφέρει ακόμα ένα παράδειγμα του τι συμβαίνει όταν μια μάρκα αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί σε κοινωνικά ζητήματα που δεν συνάδουν με το brand purpose που έχει χτίσει μέσα στον χρόνο. Η επιλογή ενός πεδίου που φάνηκε ότι ήταν προβληματικό για τον πυρήνα του κοινού της μάρκας, κατέστρεψε σημαντικό μέρος του brand equity. Και ταυτόχρονα η απότομη μεταφορά από την ελαφρότητα στην κοινωνική ευαισθησία, δεν κατάφερε να κινητοποιήσει κάποιο άλλο τμήμα του κοινού υπέρ της μάρκας, πιθανόν διότι η κυρίαρχη αντίληψη για τη μάρκα δεν βοηθάει να αντιμετωπιστεί η συγκεκριμένη δράση ως πηγαία.

Από την άλλη, η Ben and Jerry’s συνέχισε να συμμετέχει στον κοινωνικό διάλογο με τον τρόπο που το έκανε πάντα. Διατηρώντας τη συνέπειά της μέσα στον χρόνο και συνεχίζοντας τις επιθετικές παρεμβάσεις στη δημόσια σφαίρα, δεν επηρεάστηκε από την προσπάθεια μποϋκοτάζ ενός κοινού που ποτέ δεν αποτελούσε κοινό της.

Το rebranding των κομμάτων

Συχνά αναφέρω ότι για τον brander η πιο σύνθετη διαδικασία είναι η δημιουργία ενός νέου brand, αλλά η πιο ευαίσθητη και διακινδυνευμένη είναι το rebranding. Διότι το rebranding δεν αρχίζει από την αλλαγή κάποιων λεκτικών ή οπτικών συστατικών της ταυτότητας του brand, ούτε τελειώνει με αυτή.

Στοχεύει να αλλάξει τις αντιλήψεις για το brand και σύμφωνα με τον Kotler, «περιλαμβάνει τη στρατηγική επαναξιολόγηση των αξιών, της τοποθέτησης, των μηνυμάτων και των οπτικών στοιχείων του, ώστε να δημιουργηθεί ισχυρότερη σύνδεση με το κοινό-στόχο.

Ένα επιτυχημένο rebranding απαιτεί βαθιά κατανόηση των αναγκών των καταναλωτών, της αγοράς και του ανταγωνισμού και ένα ξεκάθαρο όραμα της μελλοντικής κατεύθυνσης του brand. Υπερβαίνει τις επιφανειακές αλλαγές και περιλαμβάνει περιεκτικό στρατηγικό σχεδιασμό, προσεκτική εκτέλεση και αποτελεσματική επικοινωνία για να διαφοροποιήσει αποτελεσματικά τη μάρκα και να δημιουργήσει μια πειστική και σχετική εμπειρία μαζί της».

Το rebranding απαιτεί θυσία μέρους της αξίας του brand για την προσθήκη νέας αξίας, με στόχο την αύξηση του τελικού brand equity. Ένα κακό rebranding μπορεί να μειώσει την αξία του brand ή ακόμα και να την εξαφανίσει. Οι πρόσφατες εκλογές παρέχουν καλά παραδείγματα για τα παραπάνω, επιτρέποντάς μας να δούμε αναδρομικά τα αποτελέσματα τριών πολιτικών rebranding.

Το rebranding της Νέας Δημοκρατίας, από το 2016 μέχρι σήμερα, αποτελεί θετικό case study μεθοδικής επανατοποθέτησης ενός βαρέος, «κουρασμένου» brand. Περιέλαβε πολλά διαφορετικά κοινά, εκτελέστηκε αριστοτεχνικά και το έφερε στο κέντρο του πολιτικού φάσματος και στην εκλογική επιτυχία. Ο ανασχεδιασμός της οπτικής ταυτότητας το 2018 λειτούργησε ιδανικά για να επιστεγάσει την επανατοποθέτηση της μάρκας και να αποτελέσει αφετηρία όσων θα ακολουθούσαν.

Αντίθετα, οι προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίστηκαν από ασάφεια, ασυνέπεια και ασυνέχεια. Σε ένα άγαρμπο, ασυνεχές rebranding προσπαθούσε να μετατραπεί από «ριζοσπαστικό» brand που κάποτε βρέθηκε τοποθετημένο για να καρπωθεί τον θυμό, σε «κόμμα εξουσίας». Κατέληξε να δείχνει λίγο απ’ όλα και τελικά τίποτα συγκεκριμένο. Η προσπάθεια αντιγραφής συμβόλων και μηνυμάτων του ΠΑΣΟΚ, συνέτεινε στην «επανανομιμοποίηση» του τελευταίου σε τμήμα των ψηφοφόρων, ενώ έδιωχνε άλλους προς «ριζοσπαστικότερες» επιλογές.

Τέλος, στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, διαπιστώσαμε τη δύναμη που διατηρεί ένα βαρύ brand και τη δυσκολία να μετακινηθεί μέσα στον χρόνο. Όλα τα δραστικά rebranding που προηγήθηκαν έπεσαν στο κενό. Αντίθετα, όταν το αρχετυπικό brand επανήλθε, κέρδισε μέρος των παλιών «καταναλωτών» του, αλλά διαπίστωσε και τα εμπόδια που βρίσκει ένα «βαρύ» brand στο να γίνει αποδεκτό από καινούργιους.

Το branding των εκλογών

Η Alina Wheeler στο πολύ καλό βιβλίο της «Designing Brand Identity» παραθέτει τα «ιδεώδη» που πρέπει να έχουν πάντα στο μυαλό όσοι συμμετέχουν στη διαδικασία ανάπτυξης ενός brand. Σύμφωνα με τη συγγραφέα μόνο έτσι θα δημιουργηθεί ένα brand αναγνωρίσιμο και κατάλληλο για το κοινό του, που προσφέρει μια συνεπή εικόνα και εμπειρία των όσων εκπροσωπεί, δηλαδή ένα ισχυρό και αποτελεσματικό brand.

Αν λοιπόν μας εντυπωσίασαν κάποια από τα αποτελέσματα των εκλογών της 25ης Μαΐου, ίσως να μην τα βρίσκαμε τόσο απρoσδόκητα αν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, αλλά και της τετραετίας που προηγήθηκε, είχαμε παρατηρήσει τα κόμματα υπό το πρίσμα του branding. Θα διαπιστώναμε ότι υπήρξαν κόμματα που έχτιζαν το brand τους μεθοδικά και άλλα που παρέβησαν σχεδόν κάθε ένα από τα «ιδεώδη» της Wheeler.

Από τα βασικότερα branding ιδεώδη είναι η συνέπεια και η συνοχή. Η ταχύτητα με την οποία τα κόμματα άλλαζαν αφήγημα κατά τη διάρκεια της τετραετίας και της προεκλογικής περιόδου, αποδείχτηκε αντιστρόφως ανάλογη του εκλογικού ποσοστού τους.

Ένα brand υπάρχει επειδή προτείνει και υπόσχεται στο κοινό κάτι συγκεκριμένο. Όταν η πρότασή του κρίνεται από τον καταναλωτή ως καλύτερη από αυτή του ανταγωνιστή του, τότε αυξάνει τα μερίδιά του. Αν ένα brand αποφασίσει να απαξιώσει την πρόταση του ανταγωνιστή του χωρίς το ίδιο να παρουσιάσει την δική του καλύτερη πρόταση, τότε στο μυαλό του καταναλωτή στερείται λόγου ύπαρξης. Και δεν κάνει κακό μόνο στον εαυτό του αλλά στο σύνολο της κατηγορίας. Διόλου περίεργο λοιπόν που και σε αυτές τις εκλογές βγήκαν κερδισμένα τα brands που έδωσαν έμφαση στη δική τους πρόταση.

Τα brands οφείλουν να διατηρούν πάση θυσία την αυθεντικότητά τους, γι’ αυτό άλλωστε κάθε brand έχει τα σύμβολά του. Όταν ένα κόμμα αντέγραφε συμβολισμούς ενός άλλου, δεν κατάφερνε μόνο να μειώνει την αυθεντικότητά του, αλλά ταυτόχρονα αύξανε την αξία του κόμματος του οποίου αντέγραφε τα σύμβολα και έστρεφε σε αυτό μέρος της εκλογικής πελατείας του. Ο καταναλωτής συνήθως προτιμάει το αυθεντικό από την αντιγραφή και δεν του αρέσει να τον αντιμετωπίζουν ως αφελή.

Διότι τελικά, brand σημαίνει εμπιστοσύνη. Και η εμπιστοσύνη είναι κάτι που χτίζεται δύσκολα και θέλει χρόνο, δεν είναι ζήτημα λίγων ημερών. Οι συχνές μεταμορφώσεις και μετατοπίσεις ενός κόμματος δύσκολα απορροφούνται από το κοινό. Σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές, σε δεδομένες εξωτερικές συνθήκες, ίσως φαίνεται ότι πετυχαίνουν εξαιρετικά αποτελέσματα. Αλλά τότε πρόκειται για ευκαιριακές πωλήσεις, όχι για σχέση εμπιστοσύνης.

Taglines

Κάθε μέρα αξίζει». Όταν πριν σχεδόν 10 χρόνια, δημιουργούσαμε το συγκεκριμένο tagline για την Lidl Hellas φροντίσαμε να εκφράζει ιδανικά τα κύρια συστατικά του brand: την απλή, εύκολη και ευχάριστη αγοραστική εμπειρία, την ποιότητα σε προσιτές τιμές που μπορεί να βελτιώνει τις καθημερινές στιγμές ανθρώπων κάθε οικονομικής δυνατότητας, τη συνεχώς ανανεούμενη ποικιλία ειδών και προϊόντων, τον συνδυασμό τιμής και αξίας.

Διόλου τυχαίο λοιπόν που έκτοτε χρησιμοποιείται χωρίς διακοπή, ορίζοντας και χαρακτηρίζοντας το brand. Όπως το tagline «Και του πουλιού το γάλα» της ΑΒ Βασιλόπουλος που από το 1967 που πρωτοεμφανίστηκε, έγινε συνώνυμο της μάρκας. Την εξέφρασε για πολλά χρόνια τόσο καλά και την όρισε σε τέτοιο βαθμό που ο καταναλωτής δείχνει να συνεχίζει να το ταυτίζει με το brand παρά τις προσπάθειες μερικής επανατοποθέτησης και τις πολλές διαφορετικές διαφημιστικές καμπάνιες και σλόγκαν που παρήλασαν τα τελευταία χρόνια.

Ο Σκλαβενίτης παραμένει στο μονοσήμαντο tagline «Τόσο φθηνά όσο πουθενά», αναλαμβάνοντας αφενός την αντίστοιχη δέσμευση απέναντι στους πελάτες του, αλλά χωρίς να περιορίζεται στο να δώσει έμφαση, ανάλογα τη στιγμή και τις ανάγκες του brand, στην ποιότητα, την αγοραστική εμπειρία, την ποικιλία ή την κοινωνική ευθύνη. Ενώ οι παλιότεροι θα θυμούνται ότι ένας από τους λόγους που έπαψε να υπάρχει η αλυσίδα Βερόπουλος, ήταν ότι οι πελάτες έφευγαν από τα καταστήματά του χωρίς πια να ήταν κεφάτοι.

Ένα tagline θα πρέπει μέσα από ελάχιστες λέξεις να μεταφέρει στον καταναλωτή αυτό που αντιπροσωπεύει και υπόσχεται το brand σας – τα οφέλη του, τις αξίες του, την προσωπικότητά του, τον λόγο ύπαρξης του, το essence του. To tagline δεν είναι σλόγκαν, θα πρέπει να είναι διαχρονικό: να ξεπερνά τις εφήμερες τάσεις αλλά και να επιτρέπει στο brand να προσαρμοστεί στις ανάγκες της κάθε εποχής. Ένα παράδειγμα που αναφέρω συχνά είναι αυτό των New York Times. To «All the News That’s Fit to Print» δημιουργήθηκε το 1897 από τον τότε ιδιοκτήτη της εφημερίδας, ως δήλωση πρόθεσης της να μεταδίδει αμερόληπτα μόνο τις ειδήσεις που άξιζε να μεταδοθούν.

Το οποίο, ενώ εκτυπώνεται ακόμα στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, στέκεται άνετα ως νόημα και στο διαδίκτυο.
Γι’ αυτούς τους λόγους η δημιουργία ενός tagline απαιτεί πλήρη κατανόηση του brand και είναι από τις πιο σημαντικές, ενδιαφέρουσες και απαιτητικές δουλειές που θα κάνει o επαγγελματίας του marketing και του branding. Και πρέπει να δημιουργείται με μεγάλη φροντίδα και προσοχή σαν να πρόκειται να μείνει για πάντα. Άλλωστε όπως και στη ζωή έτσι και στο marketing, οι πρώτες αγάπες είναι συχνά και παντοτινές.

Future-proof

Αντίστοιχα, έχω λάβει αρχικές πληροφορίες για brands, αγορές και κατηγορίες μέσα σε λίγα λεπτά, που υπό άλλες συνθήκες θα χρειάζονταν ώρες. Σε κάθε περίπτωση, το αρχικό υλικό που παίρνεις από τις πλατφόρμες, όσο και αν είναι εντυπωσιακό, είναι σπάνια πλήρες και συνήθως περιέχει λάθη. Τις περισσότερες φορές χρειάζεται μια σειρά από prompts μέχρι να φτάσεις σε κάτι πιο ουσιαστικό και λειτουργικό. Βέβαια συχνά μπορείς να πάρεις τα σωστά prompts ζητώντας τα από την ίδια την πλατφόρμα ή από κάποια άλλη αντίστοιχη.

Δεν λείπουν οι περιπτώσεις που διαπιστώνεις ότι αντί να κερδίσεις χρόνο με την τεχνητή νοημοσύνη, τον σπαταλάς παλεύοντας να βρεις το σωστό prompt ή να πάρεις κάτι που η μηχανή αδυνατεί να σου δώσει. Ειδικά όταν συζητάς μαζί της για κάτι που συνέβη πολύ πρόσφατα και ξεπερνά τις «χρονικές» της ικανότητες. Και είναι και οι φορές που νιώθεις ότι η μηχανή – πιθανόν λόγω δικών της προβλημάτων, πιθανόν και λόγω δικής σου απειρίας – κάνει κύκλους κυνηγώντας την ουρά της. Ενώ και τα ΑΙ hallucinations εμφανίζονται πιο συχνά από ό,τι περίμενες.

Η εντυπωσιακότερη μέχρι τώρα εμπειρία μου ήταν όταν συζητώντας με το ChatGPT για ένα σύνθετο project branding που είχα θέσει σε μεταπτυχιακούς φοιτητές, πήρα σε δυο ώρες απαντήσεις για τις οποίες οι ομάδες των φοιτητών είχαν χρειαστεί αρκετές εβδομάδες. Πιο περιεκτικές και εντυπωσιακά πλήρεις σε «επίπεδο θεωρίας», αλλά πολύ λιγότερο ουσιαστικές, λειτουργικές και «έξυπνες». Αλλά είμαι βέβαιος ότι υπήρχαν περιθώρια βελτίωσης – αρκεί να επένδυα περισσότερο χρόνο και να έδινα τα αντίστοιχα prompts.

Θα έχετε διαβάσει και την πρόσφατη ιστορία του καλλιτέχνη που κέρδισε διεθνή διαγωνισμό φωτογραφίας με αξιόλογη κριτική επιτροπή, υποβάλλοντας εικόνα που δημιουργήθηκε από ΑΙ. Στόχευε να ελέγξει αν θα γίνει αντιληπτό και να ανοίξει τη σχετική συζήτηση. Όταν μάλιστα αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο, πρότεινε τον όρο «promptography» για χρήση εφεξής.

Μόλις λίγοι μήνες εμπειρίας με ΑΙ πλατφόρμες, οδηγούν στο καθαρό συμπέρασμα ότι οι δουλειές μας θα αλλάξουν δραματικά πολύ σύντομα. Και από άμεσοι δημιουργοί στρατηγικής και επικοινωνίας, θα μετατραπούμε σε χειριστές μηχανών που θα χρειάζονται από εμάς την ικανότητά μας να δίνουμε τα σωστά prompts και να αξιολογούμε τις δημιουργίες τους. Ώρα για εκπαίδευση, προπόνηση και νέες ικανότητες λοιπόν!

Aging

Τον τελευταίο καιρό διαβάζω όλο και περισσότερες μελέτες που δείχνουν με σαφήνεια ότι η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που καλείται να αντιμετωπίσει ο σύγχρονος κόσμος.

Η μείωση των γεννήσεων σε συνδυασμό με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής οδηγεί σε μεγάλες δημογραφικές αλλαγές. Και δυστυχώς, στις περισσότερες μελέτες, η χώρα μας καταλαμβάνει μία από τις υψηλότερες θέσεις. Σε μια πρόσφατη αναφορά της S&P Global, ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων (old-age dependency ratio) για την Ελλάδα, δηλαδή ο λόγος του αριθμού των ηλικιωμένων σε ηλικία ατόμων κατά την οποία είναι γενικά οικονομικά μη ενεργά σε σύγκριση με τον αριθμό των ατόμων σε ηλικία εργασίας, φθάνει το 40,1%.

Πρόκειται για την τρίτη υψηλότερη τιμή του δείκτη μεταξύ των 79 χωρών που περιλαμβάνονται στη μελέτη και για τη δεύτερη υψηλότερη στην ΕΕ. Ενώ μέχρι το 2060 υπολογίζεται ότι θα έχει εκτιναχθεί στο 67,3%. Και αν το 2060 φαίνεται μακριά, μπορούμε να ανατρέξουμε σε άλλες μελέτες και να διαπιστώσουμε ότι προβλέπεται ότι τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών που το 2020 στη χώρα μας αντιπροσώπευαν ποσοστό περίπου 21% του πληθυσμού, το 2030 το ποσοστό αυτό θα αγγίξει το 30%.

Οι αλλαγές που έρχονται στον τρόπο ζωής προβλέπονται δραματικές. Η γήρανση του πληθυσμού δεν θα επηρεάσει μόνο το ασφαλιστικό σύστημα και το σύστημα υγείας αλλά κάθε τομέα της καθημερινής ζωής – την κατοικία, την εργασία, τις μεταφορές, τον τουρισμό, τη διατροφή, την ψυχαγωγία κ.ο.κ. Όλα αυτά θα έπρεπε να μας προβληματίζουν και να αποτελούν ένα από τα κυρίαρχα θέματα συζήτησης, ειδικά τώρα ενόψει εκλογών. Αλλά όπως είπε σε μια συνέντευξη ένας σημαντικός πανεπιστημιακός καθηγητής της ασφαλιστικής επιστήμης «αντί αυτό να αποτελεί την πυξίδα για την προεκλογική συζήτηση και την αναζήτηση στόχων για τη χώρα, αδιαφορούμε και συζητάμε θέματα δέκατης κατηγορίας που στην ουσία δεν αφορούν κανένα».

Και αν στον εγχώριο διάλογο έχουμε συνηθίσει να συζητούνται τα επουσιώδη σε βάρος των σημαντικών, δεν συμβαίνει το ίδιο στο marketing. Tα μεγάλα διεθνή brands και οι πολυεθνικές εταιρείες, προσπαθούν να προσεγγίσουν συστηματικά τη νέα κατάσταση, πότε με νέες προτάσεις προϊόντων και υπηρεσιών και πότε με εξέλιξη των υφιστάμενων. Ο προβληματισμός προκύπτει από την υστέρηση στον χρόνο απόκρισης κάποιων ελληνικών brands. Τόσο η ταχύτητα των σχετικών εξελίξεων στη χώρα μας όσο και οι ιδιαιτερότητες της οικονομίας της, δημιουργούν σημαντική ευκαιρία για υφιστάμενα και νέα ελληνικά brands σε σχεδόν κάθε τομέα της αγοράς. Αρκεί οι marketeers να διαβάσουν σωστά τις εξελίξεις και να ανταποκριθούν ανάλογα.

Θα υπάρχουν ad agencies στο μέλλον;

Είναι πιθανό ότι οι διαφημιστικές εταιρείες θα συνεχίσουν να υπάρχουν για το εγγύς μέλλον. Ενώ η τεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη μπορούν να αυτοματοποιήσουν ορισμένες πτυχές της διαφήμισης, όπως η επιλογή κοινών-στόχων και η ανάλυση δεδομένων, θα υπάρχει ακόμη ανάγκη για ανθρώπινη δημιουργικότητα και στρατηγική στη δημιουργία αποτελεσματικών καμπανιών.

Επιπλέον, οι διαφημιστικές εταιρείες προσφέρουν συνήθως μια σειρά υπηρεσιών πέρα από τη δημιουργία διαφημίσεων, όπως η έρευνα αγοράς, το branding και οι δημόσιες σχέσεις, τις οποίες ίσως είναι δύσκολο να προσφέρει από μόνη της η τεχνητή νοημοσύνη. Το μέλλον των διαφημιστικών εταιρειών θα εξαρτηθεί από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της εξέλιξης της τεχνολογίας και των αναγκών και των προτιμήσεων των καταναλωτών και των επιχειρήσεων».

«Είναι απίθανο γλωσσικά μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης όπως το ChatGPT να αντικαταστήσουν πλήρως την ανθρώπινη δημιουργικότητα στη διαφήμιση. Η ανθρώπινη δημιουργικότητα εξακολουθεί να απαιτείται για την ανάπτυξη ευφάνταστων, καινοτόμων και αποτελεσματικών διαφημίσεων που θα εντυπωσιάσουν το κοινό και θα το συνδέσουν συναισθηματικά με τη μάρκα.

Αν και η AI μπορεί να δημιουργήσει κείμενο και εικόνες βασισμένα σε πρότυπα που μαθαίνει από μεγάλα σύνολα δεδομένων, της λείπει η ικανότητα να κατανοήσει πραγματικά τα ανθρώπινα συναισθήματα, συμπεριφορές και πολιτιστικά πλαίσια. Αυτά είναι όλα κρίσιμα στοιχεία στη δημιουργία αποτελεσματικών και συναρπαστικών διαφημιστικών εκστρατειών που συνδέονται με τους καταναλωτές σε βάθος. Επομένως η ανθρώπινη δημιουργικότητα και έμπνευση είναι πιθανόν να παραμείνουν σημαντικά στοιχεία στη δημιουργία της διαφήμισης. Παρ’ όλα αυτά, AI γλωσσικά μοντέλα όπως το ChatGPT θα βοηθήσουν στην ανάπτυξη διαφημιστικού περιεχομένου, με ιδέες & insights και βοηθώντας στην αυτοματοποίηση ορισμένων πτυχών της διαδικασίας».

Οι παραπάνω απαντήσεις δόθηκαν από το ChatGPT στις ερωτήσεις μου «Θα υπάρχουν διαφημιστικές εταιρείες μετά το ChatGPT;» και «Ποιος θα δημιουργεί το δημιουργικό των διαφημίσεων, άνθρωποι ή πλατφόρμες τεχνητής νοημοσύνης;».

Πριν λίγο καιρό έγραψα αφενός για το πόσο είχα εντυπωσιαστεί από τις απαντήσεις που λάμβανα από το ChatGPT και αφετέρου για το γεγονός ότι αδυνατούσε να δώσει έξυπνες απαντήσεις σε πιο σύνθετες ερωτήσεις σε θέματα marketing. Λιγότερο από δυο μήνες μετά, εντυπωσιάζομαι από την πρόοδο που έχει κάνει, οι συζητήσεις μας σε θέματα marketing είναι πιο έξυπνες και ενημερωμένες. Θα έχει ενδιαφέρον να διαπιστώσουμε αν αποδειχθούν αληθινές και οι παραπάνω προβλέψεις του.

ΙQ, EQ και XQ

Πριν λίγες δεκαετίες μετρούσαμε την ανθρώπινη ευφυΐα σε όρους IQ – βάση δηλαδή σπουδαίων ικανοτήτων, όπως η λογική σκέψη, η λεκτική κατανόηση και η αντίληψη του χώρου. Μέχρι που το 1995 ήρθε ο Daniel Goleman με το concept για τη συναισθηματική νοημοσύνη να προσθέσει νέα σπουδαία συστατικά. Το EQ μετρούσε τη διάθεση και ικανότητα του ατόμου αφενός να αναγνωρίζει τα συναισθήματα των άλλων και να τα επηρεάζει θετικά και αφετέρου να καταλαβαίνει και να διαχειρίζεται τα δικά του συναισθήματα.

Το νέο concept εστίαζε σε χαρακτηριστικά που επηρέαζαν την ικανότητα του ατόμου να ανταποκρίνεται σε κοινωνικές καταστάσεις, να επικοινωνεί αποτελεσματικά και να είναι επιτυχημένο στις σχέσεις του με τους άλλους, και εύλογα βρήκε μεγάλη απήχηση στον κόσμο του μάνατζμεντ και των επιχειρήσεων. Διαβάζοντας τη θεωρία του Goleman, τα στελέχη, και ειδικά οι marketers, βρίσκαμε μια σύνοψη πολλών από αυτά που καταλαβαίναμε ότι ίσχυαν, τόσο στο επαγγελματικό μας περιβάλλον όσο και στη σχέση των μαρκών μας με τους καταναλωτές.

Η επιτυχία του νέου concept ήταν τόσο μεγάλη, που τα καλοκαίρια έβλεπες το βιβλίο ακόμα και στις παραλίες – ένα βιβλίο ψυχολογίας 500 σελίδων! Το ενδιαφέρον και η αναγνώριση της σπουδαιότητας του EQ δεν καταλάγιασε ποτέ και ακόμα και τώρα που η συναισθηματική νοημοσύνη είναι γνωστή σε όλους και η σημασία της θεωρείται αυτονόητη, κάθε συζήτηση για το συγκεκριμένο θέμα στην τάξη προξενεί το ζωηρό ενδιαφέρον και συχνά τον ενθουσιασμό των φοιτητών.

Και ενώ η αξία των ΙQ και EQ δεν αμφισβητείται, επανέρχεται η συζήτηση για το XQ, αλλιώς experiential intelligence ή βιωματική νοημοσύνη, ένα ακόμα ενδιαφέρον concept για την αξιολόγηση της νοημοσύνης του ατόμου. Το XQ περιστρέφεται γύρω από στοιχεία όπως οι γνώσεις και δεξιότητες που προκύπτουν από τις παρελθούσες εμπειρίες του ατόμου, ή η ικανότητα ανάλυσης και εκτίμησης κινδύνων και ευκαιριών και επίλυσης προβλημάτων. Σε συνέχεια μιας παλιότερης θεωρίας του ψυχολόγου Robert J. Sternberg που χώριζε τη νοημοσύνη σε πρακτική (η ικανότητα να προσαρμοζόμαστε σε διαφορετικά περιβάλλοντα), δημιουργική (η ικανότητα να κατεβάζουμε νέες ιδέες) και αναλυτική (η ικανότητα αξιολόγησης πληροφοριών και επίλυσης προβλημάτων), ήρθε πριν λίγες εβδομάδες το βιβλίο του Soren Kaplan να ορίσει τη βιωματική νοημοσύνη ως «τον συνδυασμό νοοτροπιών, ικανοτήτων και τεχνογνωσίας που αποκτούμε μέσα από τις προηγούμενες εμπειρίες μας».

Και αν αναρωτηθείτε γιατί διάλεξα να γράψω για όλα αυτά, συνδυάστε τα με τα κυρίαρχα ερωτήματα του καιρού μας, αυτά για την τεχνητή νοημοσύνη. Συλλογιζόμενοι τα παραπάνω, μπορούμε να δοκιμάσουμε να αρχίσουμε να δίνουμε πιθανές απαντήσεις.

Δημιουργικός μαρασμός

Είχα την τύχη να ζήσω την εποχή που πολλές σημαντικές διαφημιστικές καμπάνιες δημιουργούνταν από ελληνικές διαφημιστικές εταιρείες. Και δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που καμπάνιες που δημιουργούνταν εδώ, ξεπερνούσαν τα σύνορα της χώρας. Γιατί άραγε σταμάτησε να συμβαίνει αυτό; Καταρχάς ήταν η εποχή που υπήρχαν περισσότερα μεγάλα αμιγώς ελληνικά brands. Τα οποία συνεργάζονταν με τις εγχώριες διαφημιστικές εταιρείες.

Αλλά υπήρχαν και αρκετές πολυεθνικές επιχειρήσεις που πότε επειδή η ελληνική αγορά ήταν πολύ σημαντική για κάποιο από τα brands τους και πότε επειδή η επιρροή και οι οικονομικές προοπτικές της χώρας μας ήταν σε καλύτερο επίπεδο, διατηρούσαν ισχυρά γραφεία στην Αθήνα. Τα γραφεία αυτά συχνά αποτελούσαν και κέντρο δράσης για την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή. Συνεπώς, ήταν και αρκετές πολυεθνικές που δημιουργούσαν καμπάνιες στη χώρα μας συνεργαζόμενες με τις εγχώριες διαφημιστικές. Στη χώρα μας τότε υπήρχαν και πολλά, διαφορετικά και εύρωστα media στα οποία θα προβάλλονταν αυτές οι καμπάνιες. Με τα χρόνια, πολλές μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις εξαφανίστηκαν ενώ άλλες πέρασαν στα χέρια ξένων εταιρειών.

Και ενώ αυτό συνήθως ήταν καλό για την ανάπτυξη των τελευταίων, δεν ήταν αντίστοιχα θετικό για την επιβίωση αρκετών από τα brands τους, τα οποία εξαφανίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από τα brands των αγοραστών. Παράλληλα, πολλές πολυεθνικές αποεπένδυαν από μικρότερα τοπικού χαρακτήρα brands, εστιάζοντας στα μεγάλη διεθνή. Και στα χρόνια της χρεωκοπίας οι περισσότερες πολυεθνικές μείωσαν την ισχύ των γραφείων τους στην Αθήνα – κάποιες μάλιστα τα έκλεισαν. Ταυτόχρονα, με τη συνεχή ενίσχυση του διαδικτύου, τα εγχώρια media έχαναν την ευρωστία τους. Πλέον όλο και περισσότερες σημαντικές καμπάνιες δημιουργούνταν «κεντρικά», σε άλλες μεγαλύτερες οικονομίες.

Η εγχώρια διαφημιστική αγορά περιορίστηκε στα λίγα εναπομείναντα διαφημιστικά δραστήρια brands, στον υπερδραστήριο αλλά ιδιόμορφο χώρο των στοιχηματικών εταιρειών, στις συνήθως «τακτικές» καμπάνιες στο ίντερνετ και στο media planning και buying. Καθόλου παράξενη λοιπόν η γκρίνια για περιορισμένη δημιουργικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία χρόνια στα Ermis Awards, η μόνη κατηγορία που παρουσιάζει σχετικό δημιουργικό ενδιαφέρον είναι αυτή του design. Όσο στη χώρα μας δεν δημιουργούμε εύρωστα brands, οι ευκαιρίες για δημιουργικότητα θα περιορίζονται. Και όσο περιορίζεται η δημιουργικότητα στη διαφήμιση, θα δημιουργούνται λιγότερα τέτοια brands. Φαύλος κύκλος. Όλες οι ελπίδες μας λοιπόν συγκεντρώνονται στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Έρχονται και εκλογές…

Cö-brånding

Μέσα σε λίγες μέρες έπεσα πάνω σε διαφορετικά άρθρα που αφορούσαν τρεις διαφορετικές διάσημες συνεργασίες της Ikea: από την εμβληματική φωτογράφο Annie Leibovitz μέχρι τη σχεδιάστρια Sabine Marcelis και την Marimekko. Πριν λίγο καιρό είχα εντυπωσιαστεί θετικά από τα ηχεία που συνδημιουργήθηκαν και συνυπογράφονται από την Ikea και τη Sonos. Παλιότερα από το σχεδιασμό καναπέδων Ikea από τον «μεγάλο» Tom Dixon. Και θυμήθηκα ένα άρθρο για μια άλλη φαινομενικά παράταιρη συνεργασία η οποία όμως αποδείχτηκε ιδιαίτερα επωφελής και για τις δύο πλευρές: η Ikea μαζί με τον Virgil Abloh, τον ιδρυτή της μάρκας streetwear Off-White, δημιούργησαν μια σειρά ειδών σπιτιού εμπνευσμένων από την πρωτοποριακή προσέγγιση του Abloh.

Το co-branding ήταν πάντα μια διαδεδομένη στρατηγική στο marketing. Από τον χώρο της ένδυσης και της μόδας μέχρι τον χώρο των αυτοκινήτων ή των ηλεκτρικών συσκευών, τα brands συνεργάζονται για να προσεγγίσουν νέα κοινά και να ενισχύσουν την πρότασή τους. Το ζητούμενο είναι να οριστούν τα όρια των brands ώστε οι συνεργασίες να είναι συμβατές με τα όσα πρεσβεύουν και να γίνονται αμοιβαία επωφελείς χωρίς να φαίνονται παράταιρες. Το ενδιαφέρον με την Ikea είναι ότι τα τελευταία χρόνια φαίνεται να δοκιμάζει τα όρια του brand της, προσθέτοντας συνεργασίες που δεν μοιάζουν αυτονόητες. Μια σύντομη αναζήτηση στις co-branding ενέργειές της θα βρει μεταξύ άλλων συνεργασίες με την Αdidas για είδη άθλησης στο σπίτι, με το μουσικό συγκρότημα Swedish House Mafia για την επίπλωση home music studio, με την Teenage Engineering για μια προϊόντα φωτισμού και ήχου, με τη Lego για έπιπλα παιχνιδιού. Απευθύνθηκε ακόμα και στη ΝΑSA για να μελετήσουν την αποδοτική χρήση κάθε τετραγωνικού μέτρου κατοικήσιμου χώρου, ή σε μια εταιρεία υψηλής τεχνολογίας προσθετικών μελών για τη δημιουργία προϊόντων home gaming.

Η Ikea διαχρονικά ήταν γνωστή για τα οικονομικά, λειτουργικά έπιπλά της. Τα τελευταία χρόνια όμως, μέσα από τέτοιες συνεργασίες με γνωστά brands και σχεδιαστές έχει καταφέρει να ανοίξει νέους δρόμους για το brand. Δημιουργεί co-branded προϊόντα που είναι υψηλής αισθητικής και ποιότητας και μπορούν να πουληθούν ακριβότερα, παραμένοντας όμως προσιτά στο ευρύ κοινό. Και προβάλλει τις συνεργασίες της στα πιο επιδραστικά media για το lifestyle και το design. Έτσι επανατοποθετείται ως μια «προχωρημένη» μάρκα, εναρμονισμένη με τις τελευταίες τάσεις στον σχεδιασμό και το στυλ, για να προσεγγίσει νέα κοινά που γνωρίζουν τις τάσεις και αναζητούν κομψά και προσιτά προϊόντα για το σπίτι τους. Πρόκειται για ένα από τα πιο ενδιαφέροντα co-branding case studies των τελευταίων ετών.

Τεχνητή νοημοσύνη και marketing

Τον τελευταίο καιρό το ChatGPT πρέπει να έχει αποτελέσει το πιο συχνό θέμα συζήτησης μεταξύ των ανθρώπων του marketing. Το εντυπωσιακό chatbot της OpenAI, έφερε με ακόμα πιο εμφατικό τρόπο στην επικαιρότητα το θέμα της τεχνητής νοημοσύνης και του τρόπου που αυτή επηρεάζει και θα επηρεάσει στο μέλλον τη ζωή και τη δουλειά μας.

Ασχολήθηκα αρκετές ώρες προσπαθώντας να καταλάβω καλύτερα τη μηχανή και να ελέγξω τις ικανότητές της, δοκιμάζοντας να συζητήσω μαζί της θέματα marketing και branding. Και πράγματι σε κάποιες περιπτώσεις οι απαντήσεις που έδωσε το ChatGPT ήταν εντυπωσιακά ενημερωμένες. Αλλού όμως ήταν απλά αποδεκτές: σωστές αλλά όχι «έξυπνες», παρέμειναν γενικόλογες ή επιφανειακές. Συχνά μάλιστα η μηχανή απέφευγε ευγενικά να απαντήσει συγκεκριμένα, ενώ κάποιες φορές απάντησε λανθασμένα. Και ειδικά στο ελληνικό κομμάτι, οι απαντήσεις της μηχανής αποδείχτηκαν ιδιαίτερα φτωχές.

Κάπως έτσι έσβησε γρήγορα ο αρχικός εντυπωσιασμός και έγινε κατανοητό ότι μια σύντομη έρευνα στο Google σε συνδυασμό με λίγη κριτική σκέψη μπορεί ακόμα να σου δώσει πιο χρήσιμες απαντήσεις. Όπως επίσης ότι σε επίπεδο δημιουργικότητας η συγκεκριμένη μηχανή παραμένει μια μάλλον μη ανταγωνιστική εναλλακτική απέναντι στο τι μπορεί να πετύχει η ανθρώπινη ικανότητα, ειδικά σε χώρους σαν τον δικό μας, στον οποίο ιδιότητες όπως το όραμα, η αυθεντικότητα, η καινοτομία, η διαφοροποίηση, η ευελιξία και η συνοχή αποτελούν προαπαιτούμενα για τη δημιουργία μιας μάρκας. Προς το παρόν, στο πεδίο μας η τεχνητή νοημοσύνη δείχνει να αποτελεί περισσότερο πολύτιμο βοηθό παρά ικανό δημιουργό.

Όμως αν τα παραπάνω δημιουργούν την αίσθηση ότι απέχουμε πολύ από τη στιγμή που οι μηχανές θα μπορέσουν να υποκαταστήσουν την ανθρώπινη σκέψη, καλό είναι να το ξανασκεφτούμε.

Με βάση τον νόμο των επιταχυνόμενων επιστροφών (Law of Accelerating Returns) του Kurzweil, σύμφωνα με τον οποίο κάθε νέα πρόοδος επιταχύνει την επόμενη, η ταχύτητα αύξησης του βαθμού και των τρόπων που η τεχνητή νοημοσύνη επιδρά στην καθημερινότητά μας θα είναι τεράστια. Ώστε στο κοντινό μέλλον να θυμόμαστε το Google ή το ChatGPT με τον ίδιο τρόπο που σήμερα θυμόμαστε την Amiga και το Atari. Και διόλου απίθανο, να φτάσουμε στο singularity του Irving John Good, το σημείο καμπής που η τεχνητή νοημοσύνη θα υπερβεί την ανθρώπινη. Ας ελπίσουμε ότι θα ισχύσει το ενθαρρυντικό σενάριο σύμφωνα με το οποίο η τεχνητή νοημοσύνη θα αυξάνει παράλληλα και τη δική μας νοημοσύνη. Έτσι ώστε στο marketing, όπως σε κάθε χώρο, να συνεχίζουμε να παραμένουμε εμείς οι managers των brands, ενισχυμένοι μάλιστα με τη δύναμη του AI.

Η αλήθεια του branding

Η δουλειά μου είναι να βοηθώ τα brands να μοιράζονται τον λόγο ύπαρξής τους με το κοινό – την αποστολή και το brand purpose τους. Με άλλα λόγια, την αλήθεια τους. Κάποιες φορές μάλιστα να τα βοηθάω να την ανακαλύπτουν, ή να την αμφισβητούν και να την επιβεβαιώνουν. Διότι παρά τα αντιθέτως διαδιδόμενα, το branding έχει να κάνει με την αλήθεια.

Δεν είναι μόνο θέμα ηθικής, είναι και θέμα αποτελεσματικότητας και λειτουργικότητας: τα brands χτίζονται μόνο μακροπρόθεσμα και βασικό συστατικό τους είναι η εμπιστοσύνη του κοινού ότι θα τηρούν τις υποσχέσεις τους, θα ακολουθούν την αποστολή τους, δεν θα προδώσουν την αλήθεια τους. Και επειδή «το ψέμα έχει κοντά ποδάρια», χωρίς αλήθεια είναι αδύνατον να σταθεί μακροπρόθεσμα ένα brand. Πόσο μάλλον τώρα που χαρακτηριστικά όπως η ειλικρίνεια, η τιμιότητα και η διαφάνεια κυριαρχούν στο marketing.

Έτσι, όταν ένας πελάτης ζητήσει να στηριχτεί σε κάποια ανακρίβεια ή σε κάποια μη αποδεδειγμένη υπόσχεση για να χτίσει το brand του, τα πράγματα είναι εύκολα: του εξηγούμε τα παραπάνω και συμφωνούμε να αλλάξει στρατηγική. Τα προβλήματα ξεκινούν όταν η αλήθεια δεν είναι κοινή για όλους διότι κάποια κοινά έχουν κάνει αλήθεια τους το ψέμα. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια τα fake news, οι ψευδοεπιστήμες και οι θεωρίες συνωμοσίας βρίσκονται σε μεγάλη άνθηση, αξιοποιώντας πότε τις δεισιδαιμονίες, τις προκαταλήψεις ή την έλλειψη επιστημονικής μόρφωσης, και πότε την απελπισία, τη δυστυχία και τις φοβίες μας, για να μας πείσουν για κάποια δήθεν αλήθεια τους.

Ειδικά στην εποχή μας, με αυξημένα τα επίπεδα κατάθλιψης και άγχους ή με την κυριαρχία τάσεων για wellness, ομορφιά και αντιγήρανση, τέτοιες περιπτώσεις έχουν καταντήσει αρκετά συνηθισμένες. Πόσες φορές δεν έχετε ακούσει για την αμφισβήτηση της «δυτικής ιατρικής» προς όφελος κάποιων «εναλλακτικών» μεθόδων θεραπείας, θαυματουργών μαντζουνιών ή την επίδραση των άστρων και ανατολίτικων μυστικιστικών θεωριών στη ζωή μας;

Τι γίνεται λοιπόν όταν σε προσεγγίσει ένας πελάτης που θέλει να στηριχτεί σε μια ψευδή η ανεξακρίβωτη «αλήθεια»; Με αμφισβητήσιμες θεωρίες που ανταποκρίνονται σε τάσεις τις στιγμής, παραγνωρίζοντας τα ρίσκα για την υγεία των καταναλωτών, και τελικά και του ίδιου του brand του; Οι περισσότεροι θυμόμαστε περιπτώσεις όπως του πόσιμου κολλαγόνου ή διαφόρων διαιτών και την κατάληξη των brands που συνδέθηκαν μαζί τους. Αναγνωρίζοντας την επιδραστικότητα του επαγγέλματός μας, θα πρέπει να αρχίσουμε να συζητάμε και για τον τρόπο άσκησής του και την ηθική που πρέπει να το διαπνέει. Για την προστασία του κοινωνικού συνόλου και των brands που μας εμπιστεύονται.

Η ομορφότερη χριστουγεννιάτικη διαφήμιση

Αν ανήκετε στη μειοψηφία αυτών που δεν έχουν δει ακόμη την ισπανική χριστουγεννιάτικη ταινία του ουίσκι J&B, κάνετέ το. Έτσι θα διαπιστώσετε και αν ανήκετε και στη μικρή μειοψηφία αυτών που την είδαν χωρίς να συγκινηθούν. Η υπόθεση έχει ως εξής: σε ένα ισπανικό χωριό, ένας ηλικιωμένος άνδρας δείχνει να ανακαλύπτει τη γοητεία του μακιγιάζ, μακιγιαριζόμενος κρυφά από τη σύζυγό του και αγοράζοντας τα σχετικά προϊόντα στο τοπικό κατάστημα υπό το επιτιμητικό βλέμμα της πωλήτριας.

Και ενώ νομίζουμε ότι πρόκειται για μια ιστορία coming-out, η ταινία φέρνει την ανατροπή: ο παππούς μαθαίνει να βάφεται ώστε να μακιγιάρει τον τρανσέξουαλ εγγονό του και να τον παρουσιάσει στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι με το «πραγματικό» του πρόσωπο. Δηλώνοντας έτσι την αποδοχή του και κερδίζοντας την αποδοχή και όλων των υπολοίπων μελών της οικογένειας.

Η κατηγορία του ουίσκι είναι μια μάλλον συντηρητική, ανδροκρατούμενη κατηγορία. Και το J&B, που όσο και αν κάποτε που εργαζόμουν στη Diageo χαρακτηρίζαμε ως irreverent whisky, δεν παύει να συμμετέχει σε αυτή την κατηγορία. Μάλιστα στην Ισπανία, το J&B δεν είναι ένα οποιοδήποτε brand. Με εγχώριες πωλήσεις που αποτελούν διαχρονικά το 30%-50% των παγκόσμιων πωλήσεών του, το J&B είναι ένα από τα μεγαλύτερα brands στην Ισπανία ανεξαρτήτως κατηγορίας.

Είναι αναμενόμενο λοιπόν ότι όταν ένα τέτοιο brand τολμά να μιλήσει για λιγότερο βολικά θέματα, θα δημιουργηθεί ο ανάλογος θόρυβος. Έτσι, η συζήτηση στα ισπανικά social media δίνει και παίρνει, και γρήγορα ξεπερνά τα ισπανικά σύνορα. Οι αρνητικές αντιδράσεις είναι αρκετές. Οι θετικές γνώμες ασύγκριτα περισσότερες. Ίσως διότι η διαφήμιση πετυχαίνει διπλό στόχο: αφενός στηρίζει την αποδοχή της διαφορετικότητας και τη συμπερίληψη. Αφετέρου καταλήγει να είναι ένας ύμνος για την οικογένεια και την αγάπη. «Υπέροχη. Δεν νομίζω ότι έχω παρακολουθήσει ποτέ μια διαφήμιση τόσο γεμάτη αγάπη και συμπόνια», μεταφράζει το Google translate το σχόλιο κάποιου θεατή.

Μοιράζομαι τη διαφήμιση με φίλους και γνωστούς προσπαθώντας να διακρίνω τις αντιδράσεις. Λαμβάνω πολλές δεκάδες θετικές και μόνο δύο αρνητικές. Όσο μικραίνουν οι ηλικίες, τόσο λιγότερο τολμηρή θεωρείται η διαφήμιση. Διαπιστώνω με ικανοποίηση ότι και στη χώρα μας το marketing έχει κάνει πολλά βήματα μπροστά, ώστε η συμμετοχή των brands στα κοινά να θεωρείται αναμενόμενη.

Σας στέλνω από εδώ τις καλύτερες ευχές μου για μια καλή χρονιά. Με αγάπη και σεβασμό για τον διπλανό μας.

Πρώην κατάσκοπος, νυν χορευτής

Δεν χρειάζεται να περιγράψω την πρόσφατη ταινία γνωστής βότκας που πρωταγωνιστεί ο Daniel Graig και σκηνοθέτησε ο Taika Waititi. Αν κρίνω από τον θόρυβο που έχει δημιουργήσει, όλοι την έχετε δει. Βρέθηκα πρόσφατα σε μια σχετική συζήτηση που οι συμμετέχοντες εξέφραζαν τον θαυμασμό τους αλλά ταυτόχρονα και την απορία τους στο αν εκτός από το να τραβήξει την προσοχή, έχει και κάτι να πει για το brand. Και λίγες μέρες μετά διάβασα ένα σχετικό άρθρο στη βρετανική έκδοση του Marketing Week, του Mark Ritson.

Σύμφωνα με τον συχνά αιρετικό και πάντα ενδιαφέροντα αρθρογράφο, μπαίνουμε σε νέα φάση του marketing που περιλαμβάνει «την κενή, χωρίς βαθύτερο νόημα, αλλά αποτελεσματική διαφήμιση», η οποία βοηθά τη μάρκα «να ξεχωρίζει σε έναν καταναλωτή του 21ου αιώνα που βομβαρδίζεται με πληροφορίες». Τέλος, διάβασα ένα αντίστοιχο άρθρο ενός πολύ καλού ελληνικού site που εστιάζει στα του marketing, το οποίο σε γενικές γραμμές απηχούσε την επιχειρηματολογία του Ritson.

Πρόκειται σίγουρα για μια από τις σημαντικότερες καμπάνιες της χρονιάς και βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα και την ταινία και τη σχετική συζήτηση. Ειδικά μάλιστα επειδή δεν θα μπορούσα να διαφωνήσω περισσότερο με την άποψη ότι η συγκεκριμένη διαφημιστική επικοινωνία δεν προκύπτει από το brand, ούτε καν συνάδει με αυτό. Ότι δηλαδή απλά αξιοποιεί την αναγνωρισιμότητα και δημοφιλία του Craig και την εύκολη πρόκληση για να υπενθυμίσει το brand στο κοινό, εν όψει μάλιστα της σημαντικής για τα αλκοολούχα ποτά περιόδου των γιορτών.

Η γνώμη μου δεν εδράζεται μόνο στη μακροχρόνια ενασχόλησή μου με το marketing και το branding, αλλά και στην προηγούμενη εμπειρία μου στο brand management αλκοολούχων ποτών και δη βότκας.

H απελευθέρωση του Craig και η μεταμόρφωσή του από macho μυστικό πράκτορα σε εύθυμο party animal, μόνο τυχαία δεν είναι. Δεν υπάρχει αλκοολούχο ποτό που να σχετίζεται με τη μεταμόρφωση και την απελευθέρωση από τις αναστολές, περισσότερο από τη βότκα.

Ενδεικτικά θυμηθείτε δυο παλιές εμβληματικές καμπάνιες βότκας: Το «Through the bottle» της Smirnoff, που μεταμόρφωνε ανθρώπους και στιγμές μέσα από μια φιάλη. Ή τη θρυλική καμπάνια με τις μεταμορφώσεις μιας φιάλης της Absolut. Αντίστοιχα σκεφτείτε ότι διαχρονικά δεν υπάρχει άλλη κατηγορία αλκοολούχων ποτών που να συνδέεται τόσο έντονα με το clubbing, τη μόδα, τις τέχνες, το σύγχρονο στυλ. Και αν συνεχίζετε να μην πείθεστε, προσπαθήστε να σκεφτείτε άλλο αλκοολούχο ποτό που να μπορούσε να δημιουργήσει μια ταινία σαν αυτή και να μην είναι βότκα. Δύσκολα θα το καταφέρετε.

Το καλάθι της νοικοκυράς. Όχι πια.

Έχουμε φτάσει στην εποχή που ακόμα και η Ελληνική Πολιτεία, που δεν λες ότι φημίζεται και για την ταχύτητα με την οποία προσαρμόζεται στις σύγχρονες τάσεις, κατανοεί την ανάγκη να αποφεύγει σεξιστικά κλισέ. Και γλυτώνει από τη μπανανόφλουδα ενός «καλαθιού της νοικοκυράς», με το πολύ πιο ουσιαστικά και πολιτικά ορθό «καλάθι του νοικοκυριού». Δεν είμαι βέβαιος αν στη συγκεκριμένη περίπτωση η Πολιτεία απλά ακολουθεί την κοινωνία, ή προηγείται σημαντικού τμήματος αυτής, αλλά σίγουρα κάνει σημαντικά βήματα προς τα εμπρός. Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση άλλωστε ότι πρόσφατα ξεκίνησε και μια καμπάνια κατά του σεξισμού στην οικογένεια, το σχολικό και το εργασιακό περιβάλλον.

Και κάπου εδώ, είναι ώρα να ευλογήσουμε τα γένια μας για τη συμβολή του marketing στο να μπολιαστεί η ελληνική κοινωνία με μεγαλύτερη ευαισθησία και ενσυναίσθηση σε θέματα που παλιότερα κάτι τέτοιο δεν ήταν αυτονόητο. Μπορεί να μην μας αρέσει, αλλά οι περισσότεροι αναγνωρίζουμε ότι η κοινωνία μας δεν αποτελεί ακριβώς το συνώνυμο του κοσμοπολιτισμού, ούτε βρίσκεται στη διεθνή πρωτοπορία όσον αφορά στην εξέλιξη των ιδεών και των αξιών σε τέτοια θέματα. Η επίδραση των brands στο να έρθει η κοινωνία μας σε επαφή με τα όσα ίσχυαν στις πιο προηγμένες κοινωνίες και να εξοικειωθεί μαζί τους ήταν καταλυτική. Ήταν τα brands, και ειδικά όσα είχαν επαφή με πολυεθνικό περιβάλλον, που αξιοποίησαν τη δύναμή τους στο πλέον παραδοσιακό μέσο, την τηλεόραση, για να ταράξουν τα νερά μέσα από τη διαφήμιση, σπάζοντας στερεότυπα ομορφιάς, ρόλων και σχέσεων των φύλων, σεξουαλικών προτιμήσεων, φυλετικών διακρίσεων, αναπηριών και δυσκολιών, αρρενωπή τοξικότητας, κ.ο.κ.

Έχει αξία να τονιστεί ότι τα brands δεν το έκαναν μόνο όταν η κοινωνία ήταν απόλυτα έτοιμη να δεχτεί τέτοια μηνύματα. Με οδηγό το brand purpose τους και τα ισχύοντα στο διεθνές περιβάλλον, πήραν το ρίσκο να μιλήσουν στο ευρύ κοινό για θέματα που για μερίδες του αποτελούν πεδίο αντιπαράθεσης ή ταμπού ακόμα και σήμερα. Διότι κάθε σοβαρό brand γνωρίζει ότι η πίστη στο brand purpose είναι σημαντικότερη από την ευκαιριακή επαφή με κοινά με τα οποία δεν μπορεί να συμπλεύσει μακροπρόθεσμα. Άλλωστε κάποια από τα πιο πολύτιμα brands διεθνώς και στη χώρα μας, έχουν ξεκάθαρα πια συνδεθεί με κοινωνικά θέματα που άπτονται της αποστολής και της πρότασής τους. Και ευτυχώς, περιπτώσεις σαν τις «Μπάμιες» ή το «Χτύπα σαν άνδρας» είναι πια όλο και πιο σπάνιες και το marketing στη χώρα μας μπορεί να καυχιέται ότι παίζει σημαντικό θετικό ρόλο στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

O πατέρας του positioning

To be creative, to create something that doesn’t already exist in the mind, is becoming more and more difficult. If not impossible. The basic approach of positioning is not to create something new and different, but to manipulate what’s already up there in the mind, to retie the connections that already exist». O Al Ries θεωρείται ο πατέρας του positioning και είναι ένας από τους πολύ σπουδαίους και επιδραστικούς ανθρώπους που υπήρξαν ποτέ στο marketing. Προσωπικά τον θεωρώ έναν από τους πρώτους marketers που έκαναν το συνειδητό πέρασμα από το marketing στο branding. Το απόσπασμα είναι από ένα από τα μεγαλύτερα Marketing Classics που γράφτηκαν ποτέ, το σπουδαίο «Positioning: The battle for your mind» που έγραψε μαζί με τον Jack Trout το 1981.

Για όσους ξεκινήσαμε την καριέρα μας στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, o Al Ries σήμαινε την ανάγκη για στροφή στον τρόπο που αντιλαμβανόμασταν και χρησιμοποιούσαμε το marketing, σε σύγκριση με αυτά που είχαμε μάθει στα πανεπιστήμια. Ναι, το marketing υπήρχε για να ανακαλύπτει ανάγκες καταναλωτή και να τις ικανοποιεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αλλά όχι πια μόνο μέσα από την εξέλιξη καλύτερων προϊόντων και την καινοτομία, αλλά μέσα από τη σύγκριση του προϊόντος μας με τα ανταγωνιστικά προϊόντα και τη δημιουργία περιεκτικότερων concepts που το διαφοροποιούσαν από αυτά και του έδιναν συγκριτικό πλεονέκτημα. Branded concepts που μέσα από άυλα στοιχεία – αξίες, στοιχεία προσωπικότητας και συναισθηματικά οφέλη – εντέχνως συνδεδεμένα μεταξύ τους, τοποθετούσαν το προϊόν μας με μελετημένο τρόπο στο μυαλό του καταναλωτή, δημιουργώντας κάτι μεγαλύτερο και μετατρέποντάς το σε κάτι σημαντικότερο και θελκτικότερο από τους ανταγωνιστές του. Έτσι ώστε να μπορεί να ικανοποιήσει νέες βαθύτερες ανάγκες των καταναλωτών.

Και αν σήμερα το περιβάλλον και το marketing εξελίσσονται γρήγορα κάνοντας κάποια από όσα έγραψε ο Ries να φαντάζουν λίγο ξεπερασμένα, η μελέτη των βιβλίων του βοηθάει να κατανοήσουμε τον τρόπο που εξελίχθηκε και εξελίσσεται το marketing και αποδεικνύει ότι ελάχιστοι έχουν επηρεάσει την πορεία που πήρε το marketing όσο αυτός. Για αυτόν το λόγο άλλωστε είναι ένας από τους ελάχιστους που κατάφεραν να μπουν στο Marketing Hall of Fame της AMA – μαζί με άλλους σπουδαίους σαν τον David Aaker και τον Philip Kotler.

Ο Al Ries έφυγε από κοντά μας στις 7 Οκτωβρίου σε ηλικία 95 ετών, παραμένοντας περιζήτητος σύμβουλος και γκουρού μέχρι τις τελευταίες του ημέρες. Και αν κάθε brand πρέπει να κατέχει μια λέξη, σίγουρα στο brand Al Ries ανήκει η λέξη «positioning».

Η απάντηση του ικανού marketer

Οι φορές που το τμήμα marketing αμφισβητείται από άλλα τμήματα της επιχείρησης δεν είναι λίγες. Συνήθως για επενδύσεις του που θεωρούνται αμφιβόλου αποτελεσματικότητας και ξόδεμα πόρων χωρίς άμεση ανταπόδοση. Είναι αλήθεια ότι η επένδυση στο στρατηγικό marketing και το branding συνήθως έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Ενώ η σύγκριση με την άμεση απόδοση πιο «ρηχών» ενεργειών όπως η προώθηση πωλήσεων, κάποιες φορές δημιουργεί διλήμματα.

Όμως στην περίοδο που διανύουμε, ο marketer έχει περισσότερα ισχυρά επιχειρήματα στην φαρέτρα του για να υποστηρίξει τον ρόλο του. Καταρχάς, μπορεί να αξιοποιήσει τα διδάγματα που έφερε η δεκαετής ύφεση. Μια a posteriori ματιά στην προηγούμενη δεκαετία, αποδεικνύει εμφατικά τη μεγάλη αξία του πραγματικού marketing. Σχεδόν σε κάθε κατηγορία αγαθών και υπηρεσιών έχουμε παραδείγματα αποδυνάμωσης, κάποιες φορές στα όρια της εξαφάνισης, brands που διάλεξαν την εξοικονόμηση πόρων μέσα από την αδράνεια ή τη βραχυπρόθεσμη αποτελεσματικότητα της προώθησης πωλήσεων. Και αντίστοιχα είδαμε να δυναμώνουν τα brands που αξιοποίησαν αυτή την ευκαιρία, επενδύοντας στο marketing και αλλάζοντας τις ισορροπίες στην αγορά. Οι αλλαγές στα μερίδια αγοράς υπήρξαν εντυπωσιακές: στις περισσότερες κατηγορίες υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στην κορυφαία τριάδα κάθε κατηγορίας. Κοινός παρονομαστής στα περισσότερα παραδείγματα επιτυχίας και αποτυχίας, η επένδυση ή μη στο μεθοδικό marketing και το branding.

Το δεύτερο επιχείρημα του σημερινού marketer έχει να κάνει με το performance. Πάντα υπήρχαν KPIs στο παρελθόν, ποτέ όμως δεν μπορούσαν να μετρηθούν με αυτή την ευκολία. Τα μεγέθη που μπορεί να αναδείξει σήμερα ο marketer για να δείξει την απόδοση των επενδύσεών του είναι περισσότερα και ποικίλα σε σχέση με το παρελθόν και μπορούν να εξηγήσουν την απόδοση στο μακροχρόνιο brand building και goodwill brands και επιχείρησης. Τέλος, με τις αφορμές της κλιματικής κρίσης και της πανδημίας, είδαμε περιπτώσεις αμεσότερης σύνδεσης της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης με τα brands και το purpose τους. Αυτό είχε διπλή θετική επίδραση: Αφενός στην αύξηση της άυλης αξίας brands και επιχειρήσεων, αφετέρου στη θετικότερη αξιολόγηση τoυ marketing από την κοινωνία.

Χάρηκα διαβάζοντας πρόσφατα στο βρετανικό Marketing Week αυτό που υποστηρίζω χρόνια: οφείλουμε με τη δουλειά μας να αποδείξουμε στους CFO ότι πρέπει να καταχωρούν το marketing όχι στα έξοδα αλλά στις μακροπρόθεσμες επενδύσεις που παράγουν αποτελέσματα για πολλά χρόνια. Και σε όλους τους υπόλοιπους, ότι το marketing συμβάλει θετικά στην κοινωνία και στον πλανήτη.

Όταν το brand έχει λόγο ύπαρξης

H Patagonia είναι ένα brand ελάχιστα γνωστό στον Έλληνα καταναλωτή, αλλά διάσημο στους περισσότερους Έλληνες marketers. Την τελευταία δεκαετία έχουν βομβαρδιστεί από τα διεθνή άρθρα και βιβλία που αξιοποιούν το παράδειγμά της για να αναφερθούν στην αξία του brand purpose. Διόλου παράξενο, αφού αν κάποιος έχει παρακολουθήσει τη συνολική πορεία και δραστηριότητα του brand, διαπιστώνει ότι λίγα brands έχουν υπάρξει τόσο πιστά στον σκοπό ύπαρξής τους όσο το συγκεκριμένο. Ως αποτέλεσμα, η Patagonia σύμφωνα με τους New York Times, πραγματοποιεί ετήσιο τζίρο που αποτιμάται σε 3 δισ. δολάρια.

Πριν λίγες μέρες είδαμε τον ιδρυτή και ιδιοκτήτη της εταιρείας, ορειβάτη Yvon Chouinard, να προβαίνει σε μια εντυπωσιακή κίνηση που εδραιώνει την αφοσίωση της Patagonia στο brand purpose της: Να προσφέρει ολόκληρη την εταιρεία του στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. Με δημόσια επιστολή του, ο Chouinard ανακοίνωσε ότι πήρε την απόφαση μαζί με τη σύζυγό του και τα δύο ενήλικα παιδιά τους, να προσφέρει την εταιρεία σε δύο οντότητες που θα υποστηρίξουν περιβαλλοντικούς σκοπούς. Οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου θα διατεθούν στο Patagonia Purpose Trust (που θα έχει ως στόχο να κατοχυρώσει τον σκοπό και τις αξίες της Patagonia) και αυτές χωρίς δικαίωμα ψήφου στο Holdfast Collective που είναι αφιερωμένο στην καταπολέμηση της περιβαλλοντικής κρίσης και στην υπεράσπιση της φύσης. Η συμφωνία θα αποφέρει ετησίως περίπου 100 εκατ. δολάρια για τους σκοπούς που υποστηρίζουν αυτές οι οντότητες.

«Κάθε δολάριο από τα κέρδη που δεν επανεπενδύεται στην Patagonia θα διανέμεται ως μέρισμα για την προστασία του πλανήτη… Kάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να αντιμετωπίσουμε την περιβαλλοντική κρίση, δεν είναι αρκετό… Μια επιλογή ήταν να πουλήσουμε την Patagonia και να χαρίσουμε όλα τα χρήματα. Αλλά έτσι δεν θα ήμασταν σίγουροι ότι ο νέος ιδιοκτήτης θα διατηρούσε τις αξίες μας ή θα συνέχιζε να απασχολεί την ομάδα των ανθρώπων μας σε όλο τον κόσμο.

Ένας άλλος τρόπος ήταν να μπει η εταιρεία στο χρηματιστήριο. Αλλά ακόμη και οι εισηγμένες εταιρείες με καλές προθέσεις, δέχονται υπερβολική πίεση να δημιουργήσουν βραχυπρόθεσμα κέρδη εις βάρος της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας και της εταιρικής και κοινωνικής ευθύνης τους… Δεν υπήρχαν καλές διαθέσιμες επιλογές και έτσι δημιουργήσαμε τις δικές μας». Η Patagonia δίνει απαντήσεις σε όλους όσοι αμφισβητούν την αξία του brand purpose, δείχνοντας ότι μια επιχείρηση αυξάνει την αξία της όταν ακολουθεί τον πραγματικό της σκοπό. Αναρωτηθείτε λοιπόν: Γιατί πραγματικά υπάρχει η επιχείρησή σας; Ποιον μεγάλο σκοπό εξυπηρετεί;

Συνάντηση ελληνικών ιστορικών brands

Πριν σχεδόν δυο χρόνια ανακάλυψα στα ράφια του σούπερ μάρκετ ένα προϊόν που με εξέπληξε θετικά, σε μια κατηγορία προϊόντων χαμηλού involvement για μένα: τα υγρά σαπούνια χεριών. Αρχικά τράβηξε την προσοχή μου η πολύ ξεχωριστή, ρετρό συσκευασία του προϊόντος, σε σχήμα κύβου που προσομοιάζει πλάκας πράσινου σαπουνιού. Κατόπιν, αυτό που διάβασα πάνω της, ότι κατασκευάζεται από ανακυκλωμένα δίχτυα και σχοινιά ψαράδων που μαζεύονται από την θάλασσα. Αλλά κυρίως, ότι αυτό το ιδιαίτερο προϊόν προήλθε από ένα ιστορικό «παραδοσιακό» brand που αποφάσισε να καινοτομήσει. Δοκιμάζοντάς το διαπίστωσα ότι τα προϊοντικά χαρακτηριστικά του δικαίωσαν πλήρως την αγορά μου και κατάφεραν να κερδίσουν την προσοχή και την προτίμηση όχι μόνο όλης της οικογένειας, αλλά και επισκεπτών του σπιτιού μας που είχαν την ευκαιρία να το δοκιμάσουν. Δεν γνωρίζω αν οι πωλήσεις του προϊόντος είναι αντίστοιχες της αποδοχής που χαίρει στον κύκλο μου, αλλά εδώ έχουμε ένα παράδειγμα εξαιρετικού branding.

Πρόκειται για το Αρκάδι, τη γνωστή μάρκα πράσινου σαπουνιού που οι περισσότεροι από εμάς γνωρίσαμε όταν γίναμε γονείς ως απορρυπαντικό μωρουδιακών ρούχων και από τότε πιθανότατα δεν συναντήσαμε ξανά. Η νέα πρόταση στην κατηγορία των υγρών σαπουνιών έχει καταφέρει να φέρει το brand στο σήμερα με τρόπο που συνάδει με την προσωπικότητα και τις αξίες που περιμένεις από ένα τέτοιο «αγνό», «αυθεντικό», «παραδοσιακό» ελληνικό brand πράσινου σαπουνιού. Σε μια τόσο «πυκνοκατοικημένη» κατηγορία, το Αρκάδι κατάφερε να δημιουργήσει μια ενδιαφέρουσα, πραγματικά διακριτή πρόταση. Μόνο η ετικέτα θα μπορούσε να είναι ελαφρώς διαφορετική, αλλά η μικρή παραφωνία «συγχωρείται» γρήγορα λόγω της αρτιότητας των υπόλοιπων συστατικών της πρότασης.

Διαβάζω ότι η Σαπωνοποιία Αρκάδι εξαγοράστηκε πρόσφατα από την Παπουτσάνης. «Δύο από τις παλαιότερες και ιστορικές σαπωνοποιίες της χώρας με κοινές αρχές ενώνουν τις δυνάμεις τους» αναφέρει το σχετικό δελτίο Τύπου. Στην αρθρογραφία μου αναφέρομαι συχνά στο μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς ως περιοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη διεθνών brands. Και προτρέπω τις ελληνικές επιχειρήσεις να βρουν εκείνη την ενδιαφέρουσα, πειστική και διακριτή πρόταση που θα κάνει τα brands τους να ξεχωρίσουν στο εξωτερικό, αξιοποιώντας την ελληνική τους «κληρονομιά». Εδώ έχουμε μια περίπτωση που δυο brands με ελληνική ταυτότητα και μακρά ιστορία, έχουν την ευκαιρία να το δοκιμάσουν. Οι παραγωγικές υποδομές και η εξαγωγική δραστηριότητα της Παπουτσάνης αποτελούν πρόσθετα εφόδια. Εύχομαι να το πετύχουν και να δημιουργήσουν νέα παραδείγματα brands που διαπρέπουν στη διεθνή αγορά. Καλή τους επιτυχία!

Ελλάδα όπως Σουηδία

Σε προηγούμενα άρθρα μου αναφέρθηκα στο μέγεθος της αγοράς μιας χώρας ως υποστηρικτικό παράγοντα για την ανάπτυξη διεθνών brands. Με άλλα λόγια, παραλλήλισα την εγχώρια αγορά με θερμοκοιτίδα που στηρίζει τα brands στα πρώτα βήματα ανάπτυξής τους. Και εξισορρόπησα μερικώς το μειονεκτικό μέγεθος της χώρας μας με τον διεθνή πλούτο της σε περιεχόμενο, αναφορές και φήμη, προτείνοντας το υπόδειγμα «made by Greece» για την ανάπτυξη διεθνών brands, αντί του απλοϊκότερου «made in Greece».

Και κάπου εδώ έρχεται το φωτεινό παράδειγμα μιας χώρας που σύμφωνα με τις πρόσφατες απογραφές έχει μικρότερο πληθυσμό από τη δική μας κατά 370 χιλιάδες κατοίκους. Στη Σουηδία, παρά τον μικρό πληθυσμό και τη γεωγραφική της θέση, έχουν αναπτυχθεί παγκόσμια brands. Δεν είναι μόνο η Ikea, η H&M, η Volvo ή η Absolut. Είναι και η Tetra Pak, η Electrolux, η Ericsson, η Scania, η SKF, η Husqvarna, η Saab, η Τena, η Oriflame, η Thule, η WESC, η Cheap Monday, και ποιος ξέρει πόσα άλλα.

Ακόμα και το Pirate Bay ή το Spotify εκεί γεννήθηκαν. Brands που πρωταγωνιστούν σε κάθε κατηγορία, από τη μόδα μέχρι την τεχνολογία και από τα τρόφιμα μέχρι τα καλλυντικά. Μικρότερη αλλά επίσης εντυπωσιακή είναι και η «συγκομιδή» και στις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες. Όλες μικρού πληθυσμού, όλες με αρκετά γνωστά brands. Από τη Nokia μέχρι τη Lego και την Αrla Foods και από τη Marimekko μέχρι τη Helly Hansen, πολλά «Nordic» brands είναι διάσημα διεθνώς.

Τι είναι αυτό που κάνει τις σκανδιναβικές μάρκες τόσο επιτυχημένες στο branding; Κάποιες απαντήσεις δίνονται σε ένα ενδιαφέρον podcast με την Σουηδή marketer Zigge Zetterberg που δημοσιεύεται στο brandingmag.com (https://www.brandingmag.com/podcast/why-are-scandinavian-brands-so-successful/) και έχουν να κάνουν με τη σχέση των brands και των αξιών μιας κοινωνίας. Μερικές από τις σκανδιναβικές αξίες που έχουν καθορίσει τα τοπικά brands είναι πανανθρώπινες.

Ο «εκδημοκρατισμός» των αγαθών, η ισονομία, η ομαδική δουλειά και η συνεργασία, ο σεβασμός του διπλανού και του περιβάλλοντος, η συμπερίληψη και η ανοχή στις κοινωνικοπολιτισμικές διαφορές, είναι αξίες που είναι εύκολο να ταυτιστούν πολλοί διεθνείς καταναλωτές. Αν προσθέσουμε το φημισμένο σκανδιναβικό Design και την πλούσια, παρθένα σκανδιναβική φύση, έχουμε μια βάση πάνω στην οποία χτίζονται πολλά από τα ισχυρά σκανδιναβικά brands. Και κάπου εδώ προκύπτει αβίαστα το ερώτημα, που έχω συζητήσει πολλές φορές μέσα από αυτή τη στήλη: πώς μπορούν να πετύχουν κάτι αντίστοιχο τα ελληνικά brands αξιοποιώντας τις αξίες που συνδέουν οι ξένοι την Ελλάδα και τις αντιλήψεις που έχουν για αυτήν;

Και άλλες πλαστικές φιάλες;

Το ενδιαφέρον για το περιβάλλον και την αειφορία είναι μια από τις ισχυρότερες τάσεις στο marketing. Τα brands και οι επιχειρήσεις συμμετέχουν όλο και πιο ενεργά στην προσπάθεια αναστροφής της περιβαλλοντικής μόλυνσης και της κλιματικής αλλαγής. Και όλες οι έρευνες δείχνουν ότι αυτό αποτελεί μια ολοένα εντονότερη απαίτηση των καταναλωτών, ειδικά των νεότερων. Η μείωση της χρήσης του πλαστικού είναι μία από τις σημαντικότερες σχετικές δράσεις και μάλιστα τα brands δεν ακολουθούν απλά την κοινωνία αλλά προηγούνται αυτής.

Η μείωση στη χρήση πλαστικού στις συσκευασίες από μεγάλα brands προηγήθηκε των ευρωπαϊκών οδηγιών και κυβερνητικών μέτρων που αφορούν στον περιορισμό πώλησης και κατανάλωσης πλαστικών μιας χρήσης, πλαστικών σακουλών, κ.ο.κ. Μια απλή επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ αρκεί για να κατανοήσουμε το μέγεθος της τάσης. Από αναψυκτικά και εμφιαλωμένα νερά μέχρι απορρυπαντικά και χαρτιά τουαλέτας, ολοένα και περισσότερα brands προβάλλουν με περηφάνεια τη μειωμένη χρήση πλαστικού ή την αλλαγή της συσκευασίας τους σε φιλικότερα προς το περιβάλλον υλικά. Πιο πρόσφατο παράδειγμα η αντικατάσταση στις 6άδες πολλών αναψυκτικών του πλαστικού φιλμ με κατασκευή από χαρτόνι. Στα ράφια που αφορούν βιολογικά προϊόντα ή vegan καταναλωτές η τάση είναι ακόμα πιο έντονη.

Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις δείχνουν να ηγούνται λόγω πλεονεκτημάτων εφοδιαστικής αλυσίδας, R&D, οικονομιών κλίμακας και ικανοτήτων παραγωγής. Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν κατανοήσει τη σημασία και ακολουθούν. Όμως σε μια μεγάλη κατηγορία που κυριαρχείται από ελληνικές επιχειρήσεις τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η αγορά του γάλακτος, που κάποτε πρωτοπόρησε στην αντικατάσταση του πλαστικού, έχει επιστρέψει στις πλαστικές φιάλες. Και δυστυχώς έχει οδηγήσει σε αντίστοιχα μονοπάτια και την κατηγορία των χυμών ψυγείου. Η προ ετών επαναφορά των πλαστικών φιαλών από γαλακτοκομική εταιρεία που κατέκτησε γρήγορα μεγάλα μερίδια, οδήγησε και άλλους παίκτες του κλάδου σε αντίστοιχη πρακτική, ενώ πρόσφατα έπεσε και το τελευταίο κάστρο: o ηγέτης της κατηγορίας αντικατέστησε τις συσκευασίες της μεγαλύτερης σε πωλήσεις οικογένειας προϊόντων του με πλαστικές φιάλες, οι οποίες μάλιστα φέρουν πρόσθετα διακοσμητικά πλαστικά εξαρτήματα.

Παλιότερα η καλή εταιρεία είχε προσπαθήσει να αμυνθεί υπέρ φιλικότερων προς το περιβάλλον συσκευασιών αλλά βλέποντας την επιτυχία των ανταγωνιστών της παρέδωσε τα όπλα, και πλέον ηγείται στη χρήση πλαστικών συσκευασιών. Ελπίζω, σε μια κατηγορία που τα τελευταία χρόνια έχει πολλάκις (συχνά άδικα) κατηγορηθεί, τα brands να συνειδητοποιήσουν τη βλάβη που προξενούν στο περιβάλλον και στον ίδιο τους τον εαυτό και να δοκιμάσουν υπευθυνότερες πρακτικές.

Ads have no gender

Όσοι ξεκινήσαμε την καριέρα μας στις αρχές της μακρινής δεκαετίας του ’90, μάθαμε να ορίζουμε αγορές-στόχους μέσω απλών δημογραφικών χαρακτηριστικών. Απευθυνόμασταν σε ανθρώπους χ φύλου και ψ ηλικίας, τάδε επαγγέλματος και εισοδήματος και δείνα οικογενειακής κατάστασης. Περάσαμε γρήγορα στην επόμενη φάση που τα δημογραφικά χαρακτηριστικά εμπλουτίστηκαν, αν όχι αντικαταστάθηκαν, με τα ψυχογραφικά, και αργότερα με τις ανάγκες, τις περιστάσεις, τα needstates, κ.ο.κ. Και αρχίσαμε να σκεφτόμαστε περισσότερο ποιες ανάγκες ικανοποιεί και ποιες αξίες πρεσβεύει η μάρκα μας.

Ψάχναμε τον λόγο ύπαρξής της, όχι μόνο για την αγορά αλλά και ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο. Κάπως έτσι, κάπου στα τέλη του περασμένου αιώνα και στην αρχή του νέου, αρχίσαμε να συζητάμε για τον πραγματικό λόγο ύπαρξης των brands – το brand purpose. Είχαμε επηρεαστεί και από το διάσημο τότε άρθρο των Collins και Porras που είχε δημοσιευθεί στο HBR και επανατοποθετούσε την έννοια της επιχείρησης από δημιουργό κέρδους σε φορέα κουλτούρας και αξιών.

Τα επόμενα χρόνια το brand purpose έγινε κυρίαρχο θέμα συζήτησης και τα brands μιλούσαν λιγότερο για το αν π.χ. περιείχαν περισσότερη ενυδατική κρέμα ή αν ήταν αυθεντικά σκωτσέζικα ουίσκυ και περισσότερο για το δικαίωμα των ανθρώπων στη φυσική ομορφιά ή στην προσωπική πρόοδο. Τέτοιες προσεγγίσεις συνήθως χρειάζονταν τόλμη, και στην πιο κλειστή ελληνική κοινωνία η μετάβαση γινόταν με αργότερους ρυθμούς και μέχρι και σήμερα η ελληνική αγορά δημιουργεί περιορισμένο αριθμό θετικών παραδειγμάτων, άξιων αναφοράς σε κάποιο άρθρο. Ακόμα και διάσημες σχετικές καμπάνιες, σαν αυτή της Nike για τον Kaepernick, πήραν ελάχιστη δημοσιότητα στη χώρα μας. Τα στερεότυπα καλά κρατούν και οι μάρκες που είναι έτοιμες να πάνε κόντρα σε αυτά προέρχονται από niche κατηγορίες ή απευθύνονται αποκλειστικά σε νεότερα κοινά, τα οποία μέσα από τα νέα μέσα είναι πιο εξοικειωμένα με τις σύγχρονες ιδέες και τρόπο ζωής.

Οπότε όταν εμφανίζονται τόσο μεγάλες εξαιρέσεις όσο το #HairHasNoGender του Pantene αξίζει να μνημονεύονται. Στη χώρα που πριν λίγα χρόνια εμφανίστηκε το «Χτύπα, χτύπα σαν άντρας» με ελάχιστες αντιδράσεις, ένα απόλυτα mass-market brand τολμάει να μιλήσει για τη συμπερίληψη και να αμφισβητήσει τα έμφυλα στερεότυπα. Και μάλιστα μέσα από τα παραδοσιακά μέσα.

Την ώρα που γράφω το άρθρο, δύο εβδομάδες μετά το λανσάρισμά της η συγκεκριμένη ενέργεια φαίνεται να δικαιώνεται. Οι νεαρές κόρες μου ήδη βλέπουν το brand με πολύ μεγαλύτερη συμπάθεια. Και οι θετικές αντιδράσεις στα κοινωνικά δίκτυα δείχνουν να είναι πολλαπλάσιες των (αναμενόμενων) αρνητικών. Πολλά πολλά μπράβο λοιπόν στην ελληνική ομάδα της P&G και στη Grey Athens.

Brand Archetypes

Η πρώτη φορά που άκουσα για τα brand archetypes ήταν το 2003 όταν εργαζόμουν ακόμα στην Added Value. Η Added Value ήταν ένα διεθνές brand development και marketing insights consultancy που αργότερα εξαγοράστηκε και μετονομάστηκε σε Κantar Consulting. Παρά το μικρό της μέγεθος – δεν απασχολούσε περισσότερα από μερικές εκατοντάδες στελέχη στα γραφεία της ανά τον κόσμο – ήταν τότε ένα από τα πιο επιδραστικά agencies διεθνώς σε θέματα branding και brand management, έχοντας μεταξύ άλλων σχεδιάσει το Brand Key της Unilever, το Diageo way of doing marketing και το παγκόσμιο rebranding δεκάδων εθνικών εταιρειών κινητής τηλεφωνίας κάτω από το διεθνές brand της Vodafone. Λίγα χρόνια πριν είχε εκδοθεί το διάσημο βιβλίο των Mark & Pearson που αξιοποιούσε τη θεωρία των αρχετύπων του Καρλ Γιούνγκ στον σχεδιασμό και τη διαχείριση των brands και μια περίληψή του κυκλοφόρησε στα γραφεία της Added Value ανά τον κόσμο για να δούμε πώς θα μπορούσαμε να το χρησιμοποιήσουμε στα projects μας.

Ξανασυνάντησα τα brand archetypes λίγα χρόνια αργότερα στη Milk όταν ο τότε συνάδελφος Κωνσταντίνος Κοντίνος μοιράστηκε μαζί μας μια εκτενή και αναλυτική παρουσίαση που είχε δημιουργήσει για αυτά. Εκείνη την εποχή, όταν τα παρουσιάζαμε σε πελάτες μας, ελάχιστοι τα γνώριζαν, οι περισσότεροι τα αντιμετώπιζαν με ενδιαφέρον και περιέργεια ως κάτι νέο και εξωτικό. Εξίσου εξωτικά φαίνονταν και στους μεταπτυχιακούς φοιτητές του Deree, και αργότερα του Alba, όταν στις αρχές της περασμένης δεκαετίας έκανα σύντομες αναφορές για αυτά κατά τη διάρκεια του μαθήματος.

Από τότε τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ. Οι περισσότεροι γνωρίζουν τη χρήση των αρχετύπων στο branding και κάποιοι τα έχουν χρησιμοποιήσει. Πλέον το παράξενο είναι να συναντάς marketers που δεν τα έχουν έστω συναντήσει κάπου και όχι το αντίθετο. Ακόμα και στα πανεπιστήμια θα τα δεις να συμπεριλαμβάνονται στην ύλη μαθημάτων branding, brand management, ακόμα και συμπεριφοράς καταναλωτή. Και πλέον έχουν αρχίσει και απομυθοποιούνται. Η αυξημένη χρήση τους έχει φανερώσει πέρα από τη χρησιμότητά τους και τους περιορισμούς που τα διέπουν.

Στη Milk, χρησιμοποιούμε τα αρχέτυπα ως μια εύκολη και ευχάριστη άσκηση για brainstorming, για τη διαφοροποίηση και την ταξινόμηση concepts και ως χρήσιμο εργαλείο στην προσπάθεια μιας πρώτης συνεννόησης και ευθυγράμμισης, μεταξύ μας και με πελάτες μας και συνεργάτες τους. Αναγνωρίζοντας όμως πάντα ότι ο προσδιορισμός και η αποσαφήνιση ενός brand, όπως και η διαχείρισή του, είναι πολυπαραγοντικές και σύνθετες διαδικασίες που δεν μπορούν να χωρέσουν πάντα στα όρια απλών και στατικών μοντέλων.

Τι δεν είναι το Branding

Λίγες έννοιες στο σύγχρονο Marketing έχουν κακοποιηθεί όσο αυτή του Branding. Χρησιμοποιείται από πολλούς κατά το δοκούν και όσοι εργαζόμαστε σε αυτόν τον χώρο, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα: Το Branding δεν είναι απλά η τοποθέτηση logos κάπου για να τα δει το κοινό και να θυμηθεί την εταιρεία ή το προϊόν σου. Το Branding είναι να κάνεις ό,τι χρειάζεται ώστε το κοινό να συνδέει αυτά τα logos με συγκεκριμένες υποσχέσεις, προσδοκίες, συναισθήματα, αντιλήψεις, εμπειρίες.

Αντίστοιχα, το Branding δεν είναι απλά να σχεδιάζεις logos. Είναι να σχεδιάζεις εμπειρίες και επικοινωνίες που, στο μυαλό και την καρδιά του κοινού, θα «γεμίσουν» τα logos με όλα τα παραπάνω.

  • Το Branding δεν ξεκινάει από τη δημιουργία της οπτικής και λεκτικής ταυτότητας. Ξεκινάει νωρίτερα: από τη διαμόρφωση της εταιρικής φιλοσοφίας, τον σχεδιασμό ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, την απόφαση για τον τρόπο τοποθέτησης τους απέναντι στο κοινό και τον ανταγωνισμό, τον σχεδιασμό των προτάσεων και υποσχέσεών τους προς το κοινό.
  • Το Branding δεν είναι advertising, δεν είναι sales promotions, δεν είναι PR, δεν είναι digital. Όλα αυτά καθοδηγούνται από αυτό και συνεισφέρουν σε αυτό. Και βέβαια το Βranding δεν είναι graphic design. To graphic design είναι ένα από τα πολύτιμα εργαλεία του, όπως είναι και το communications design συνολικότερα.
  • Το Βranding δεν στοχεύει κυρίως στην άμεση πώληση. Στοχεύει στη δημιουργία εκείνης της σχέσης με το κοινό που θα εξασφαλίσει συνθήκες σταθερότερων και επαναλαμβανόμενων πωλήσεων. Το branding δεν είναι μόνο για το awareness, το interest, το trial. Είναι πολύ περισσότερο για το differentiation, το acquisition, το retention, το equity. Γι’ αυτό, το Branding δεν προσπαθεί να θέλξει στιγμιαία τον καταναλωτή.
  • Το Branding έχει να κάνει κυρίως με την ειλικρίνεια και την αλήθεια, τη συνέπεια και την εμπιστοσύνη, την εξέλιξη και την ανανέωση – όλα αυτά που κάνουν μια σχέση να κρατάει στον χρόνο και να γίνεται πιο δυνατή.
  • Το Branding απαιτεί από εσένα να δεσμευτείς. Να βάλεις στόχους και να πάρεις αποφάσεις με μακροχρόνιο ορίζοντα. Απαιτεί και θυσίες. Να κάνεις επιλογές για το τι θα πάρεις και τι θα αφήσεις. Ό,τι απαιτεί άλλωστε και κάθε σημαντική διαδικασία ή σχέση.

Διότι τελικά, το Branding δεν είναι σπριντ. Το Branding είναι Μαραθώνιος.

Οι σπουδές του marketer

Με ρωτούν συχνά για τις σπουδές κάποιου που θέλει να ασχοληθεί με το marketing. Εργάζομαι σε αυτό 27 χρόνια και είχα την τύχη να έχω πολύπλευρη επαφή με τα σημαντικότερα κομμάτια του. Ξεκίνησα, φοιτητής ακόμα, στη διαφήμιση και συνέχισα στο brand management, στο new brand development, στο brand strategy, στο marketing consulting και την έρευνα αγοράς, στο branding. Συμμετείχα στη δημιουργία ή τη διαμόρφωση της στρατηγικής και της ταυτότητας πολλών brands, διεθνών και τοπικών, mass και niche. Και παράλληλα την τελευταία δεκαετία προσπαθώ να μεταφέρω μέρος της εμπειρίας μου διδάσκοντας σε μεταπτυχιακούς φοιτητές. Έχω γνωρίσει πάμπολλους επαγγελματίες του marketing, κάθε εμπειρίας, εξειδίκευσης και επιπέδου.

Κάποιοι από τους ικανότερους marketers που γνώρισα είχαν σπουδές μηχανικού. Ο μεθοδικός τρόπος σκέψης, ο προγραμματισμός, η έμφαση στη σχέση αιτίας και αποτελέσματος, η ικανότητα στη διαχείριση έργων, βοηθούν πολύ στην οργάνωση κάτι τόσο πολυπαραγοντικού όσο το marketing, το brand management και η αλληλεπίδραση μιας επιχείρησης και μιας μάρκας με διαφορετικά κοινά, με ανταγωνιστές, με την κοινωνία. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που αυτή η ανάγκη για μέθοδο δρα περιοριστικά. Συχνά όταν έχεις μάθει να σκέφτεσαι βασιζόμενος σε κανόνες και πρόγραμμα, μπορεί εύκολα να αυτοπεριοριστείς σε λιγότερο δημιουργικούς ή ερευνητικούς ρόλους.

Αντίστοιχα, έχω γνωρίσει απόφοιτους ανθρωπιστικών σπουδών να διακρίνονται σε διάφορους τομείς του marketing. Ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, ειδικοί στην επικοινωνία, με την ικανότητα να ψάχνουν να βρουν λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα, να ανακαλύπτουν αιτίες, να κατανοούν σχέσεις. Αλλά και αυτός ο τρόπος σκέψης έχει τους περιορισμούς του. Η έρευνα, η κατανόηση, η ανακάλυψη, δεν συνδέονται πάντα με τη δημιουργία, τη χάραξη στρατηγικής, τη διαχείριση της μάρκας ή ενός έργου. Και συχνά οι απόφοιτοι τέτοιων σπουδών υστερούν στα – τόσο απαραίτητα – μαθηματικά και δυσκολεύονται να σκεφτούν το marketing ως τμήμα της λειτουργίας της επιχείρησης και να καταλάβουν τα υπόλοιπα τμήματα και τις ανάγκες τους.

Οι σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων ή στο Μarketing τα αναγνωρίζουν αυτά και προσπαθούν να τα συνδυάζουν. Αρκεί ο σπουδαστής να μην επιλέξει να διαβάσει λίγο απ’όλα ούτε να ρίξει το βάρος μόνο προς τη μία πλευρά. Διότι τελικά το marketing απαιτεί βαθιά και πολύπλευρη γνώση και ταυτόχρονη λειτουργία και των δύο ημισφαιρίων του εγκεφάλου. Και αυτό δεν διδάσκεται εύκολα. Όταν με ρωτούν, προτείνω οι σπουδές να συνοδεύονται με όσο το δυνατόν περισσότερα projects και εξω-ακαδημαϊκές δραστηριότητες και να ακολουθούνται από εργασία σε εταιρείες εξειδικευμένες στο marketing.

Brands & influencers

Σε αυτή τη στήλη έχω αναφερθεί συχνά σε θέματα influencers marketing, εστιάζοντας στα πιθανά οφέλη, αλλά και στους πιθανούς κινδύνους που συνεπάγεται για αυτό στο brand. Δύο τεύχη πριν, έγραφα για την ιστορία των διάσημων ποδοσφαιριστών οι οποίοι κατά τη διάρκεια του πρόσφατου Euro κατέβασαν τα προϊόντα του χορηγού από τη συνέντευξη Τύπου, προστατεύοντας το δικό τους personal brand σε βάρος του brand του χορηγού.

Είναι αυτονόητο ότι ένας influencer θα επιλέγει πρωτίστως τις συμπεριφορές και το περιεχόμενο που κάνει το personal brand relevant στο κοινό του – αυτό το κοινό άλλωστε είναι που τον κάνει influencer. Εξίσου αυτονόητο λοιπόν είναι ότι όταν ο marketer επιλέγει κάποιον influencer, οφείλει να εξασφαλίζει όχι μόνο τα οφέλη αλλά και την προστασία της μάρκας του.

Αυτό είναι σχετικά πιο εύκολο όταν το brand και ο influencer προέρχονται από κοντινούς χώρους. Ένας πρωταθλητής μοιάζει ως μια μάλλον αυτονόητη λύση π.χ. για μια μάρκα αθλητικών προϊόντων ή κάποιου ενεργειακού ποτού, όπως αντίστοιχα ένας διάσημος σεφ για μια μάρκα τροφίμων.

Η μάρκα που θα επιλέξει να συνεργαστεί μαζί τους θα έχει αν μη τι άλλο την εξασφάλιση ενός παρόμοιου brand purpose. Τι γίνεται όμως όταν αυτή η σχέση δεν είναι τόσο ξεκάθαρη και το brand προσπαθεί να επωφεληθεί από την συνολικότερη εικόνα και την επιρροή που έχει ο influencer στο κοινό του, σε χώρους άλλους από τον χώρο της δικής του δραστηριότητας;

Οι επιτυχημένες ιστορίες της γνωστής ιταλικής μάρκας ζυμαρικών που σχετίσθηκε με διάσημο Ελβετό τενίστα ή της περίφημης μάρκας καψουλών καφέ με διάσημο γοητευτικό ηθοποιό μας δίνουν την απάντηση. Οι αξίες και η προσωπικότητα του influencer και του personal brand του πρέπει να συνάδουν με αυτές του συσχετιζόμενου brand.

Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις οι influencers ήταν τόσο γνωστοί για τη συνέπεια με την οποία έχτιζαν το προσωπικό τους brand, που δημιουργούσαν ασφάλεια για τα brands που διάλεξαν να συνεργαστούν μαζί τους. Κάτι που δεν ίσχυσε στην περίπτωση του διάσημου Έλληνα τενίστα του οποίου η ταχύτατη αθλητική άνοδος, δεν ακολουθήθηκε από αντίστοιχο σμίλεμα των αξιών και τις προσωπικότητάς του.

Με αποτέλεσμα οι πρόσφατες συνεχόμενες πολύ ατυχείς δηλώσεις του για το θέμα του εμβολιασμού, να εκθέτουν τόσο την ελληνική Πολιτεία που τον εμπιστεύθηκε στο παρελθόν για τη στήριξη των μέτρων κατά της πανδημίας όσο και των μη αθλητικών brands που συνεργάζονται μαζί του. Για κάθε brand marketer, η κλασσική ιστορία του influencer Logan Paul στο Suicide Forest πρέπει να λειτουργεί ως διαρκές καμπανάκι κινδύνου.

Freedom pass

Όσοι διαβάζουν τα άρθρα μου, γνωρίζουν καλά τη διαφωνία μου με όσους θεωρούν ως marketing κυρίως την επικοινωνία και τη διαφήμιση. Αυτά αποτελούν ένα μικρό του μέρος. Το μεγαλύτερο τμήμα του έχει να κάνει με την ανακάλυψη και τη διερεύνηση των αναγκών των ανθρώπων και την ικανοποίησή τους μέσα από τη δημιουργία οντοτήτων – προϊόντων, υπηρεσιών, ιδεών, προγραμμάτων, κατασκευών. Οι προσπάθειες να φτάσουν στον καταναλωτή μέσα από τη διανομή και την προβολή ακολουθούν.

Από αυτή την άποψη η αλήθεια είναι ότι η Πολιτεία δεν μας έχει συνηθίσει σε ολοκληρωμένο ουσιαστικό marketing. Συνήθως προτιμά την εύκολη επικοινωνία. Τις περισσότερες φορές αργεί να ανακαλύψει τις ανάγκες της κοινωνίας και να δημιουργήσει τα αντίστοιχα προϊόντα, υπηρεσίες, προγράμματα και μηχανισμούς που θα τις ικανοποιήσουν. Προτιμά να υπερπροβάλει τα όσα παρέχει στους πολίτες, αποσιωπά τα όσα δεν παρέχει και φροντίζει να καλύπτει κυρίως τις εύκολα ανιχνεύσιμες βραχυπρόθεσμες και ρηχές ανάγκες ψηφοφόρων, στην προσπάθεια να εξαγοράσει την ψήφο τους.

Και ίσως πράγματι μια τέτοια πρακτική να είναι βραχυπρόθεσμα αποτελεσματική για τους πολιτικούς. Αλλά όπως κανένα brand δεν μακροημέρευσε μόνο μέσα από τα βραχυπρόθεσμα οφέλη που φέρνει η διαφήμιση και η προώθηση, έτσι και κανείς πολιτικός δεν γράφτηκε θετικά στην ιστορία για τέτοιες ρηχές πρακτικές. Σε αντίθεση με αυτούς που κατάφεραν να ανακαλύψουν τις πραγματικές, βαθύτερες ανάγκες της κοινωνίας και με τα όσα δημιούργησαν να φέρουν θετικά αποτελέσματα για τις νυν και τις επόμενες γενιές.

Αυτό που βλέπουμε στο marketing της πανδημίας δεν είναι συνηθισμένο. Η Πολιτεία ανακάλυψε την ανάγκη ταχύτερα από ό,τι συνέβη στις περισσότερες χώρες του πλανήτη. Και για να την ικανοποιήσει, μας εξέπληξε θετικά δημιουργώντας προγράμματα και υποδομές με ταχύτητα και προγραμματισμό που ίσως να ζήλευαν ακόμα και μεγάλες οργανωμένες επιχειρήσεις. Αλλά δυστυχώς δεν πέτυχε εξίσου στο θέμα της προβολής. Με την εξαίρεση του πρώτου κύκλου επικοινωνίας και του εξαιρετικού «Μένουμε Σπίτι», απέτυχε να δημιουργήσει τα επόμενα προγράμματα που θα ενημέρωναν αποτελεσματικά το κοινό, για τις επιπτώσεις της πανδημίας, την τήρηση των μέτρων και την ανάγκη εμβολιασμού.

Με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, και ειδικά των χαμηλότερων κ/ο στρωμάτων να έχει πέσει θύμα συνωμοσιολόγων και επιτήδειων με τις αντίστοιχες ανθρώπινες και οικονομικές απώλειες να μεγεθύνονται. Ας είναι το καλά διαμορφωμένο και στοχευμένο freedom pass, με το voucher επιβράβευσης υπεύθυνων νέων που θα εμβολιαστούν και τη θετική ανταπόκριση του κοινού στόχου και μέρους του ιδιωτικού τομέα, ένα σημάδι ότι έστω και αργά ίσως κάτι αρχίζει να αλλάζει ξανά και στον τομέα της επικοινωνίας.

Personal brands εναντίον brands;

Η χορηγία ήταν πάντα μια πολύ αποτελεσματική πηγή προβολής. Στηρίζοντας ευγενείς σκοπούς, προβάλλει το brand και τα προϊόντα του χορηγού και διευκολύνει τη θετική αποδοχή τους από το κοινό. Eιδικά στη σημερινή εποχή της κυριαρχίας του περιεχομένου, η χορηγία προσφέρει διεξόδους σε brands να τοποθετήσoυν τα σήματα και τα προϊόντα τους μέσα σε ευνοϊκό περιβάλλον, χωρίς τα ηθικά διλήμματα της «γκρίζας διαφήμισης» ή την ανάγκη των influencers. Αλλά και εκεί υπάρχουν ευαίσθητα σημεία που απαιτούν προσεκτική διαχείριση. Όπως για παράδειγμα οι περιπτώσεις που η χορηγία πέφτει πάνω στους influencers.

Αφορμή για το σημερινό άρθρο υπήρξε η περίπτωση μιας συνέντευξης Τύπου του Cristiano Ronaldo μετά από αγώνα του πρόσφατου ποδοσφαιρικού Euro. Ανάμεσα στους μεγάλους χορηγούς της διοργάνωσης ήταν και η Coca-Cola, και ως είθισται είχαν τοποθετηθεί μπροστά στον Πορτογάλο ποδοσφαιριστή δύο φιάλες του γνωστού αναψυκτικού κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Ο Ronaldo, διάσημος (και) για την επιμονή του στην υγιεινή διατροφή, τις αφαίρεσε επιδεικτικά μπροστά στις κάμερες και πιάνοντας ένα μπουκαλάκι νερού είπε «Agua», δηλαδή «νερό». Αυτό το περιστατικό ήταν αρκετό για να αφαιρέσει 4 δισ. δολάρια από την κεφαλαιοποίηση της μεγάλης εταιρείας.

Έστω προσωρινά διότι λίγες ώρες αργότερα η τιμή της μετοχής επανήλθε στα προηγούμενα επίπεδα, αφού εν τω μεταξύ η Coca-Cola είχε απαντήσει ότι «όλοι μπορούν να έχουν τις προσωπικές τους προτιμήσεις ως προς το ποτό τους», διαθέτοντας «διαφορετικές γεύσεις και ανάγκες». Αργότερα, μετά από έναν άλλο αγώνα του Euro, ο Γάλλος διεθνής Paul Pogba έκανε αντίστοιχη κίνηση. Πριν κάνει δηλώσεις απομάκρυνε από μπροστά του ένα μπουκάλι έτερου χορηγού της διοργάνωσης, της μπίρας Heineken. Ο Pogba είναι διάσημος Μουσουλμάνος και ως γνωστόν σε αυτή τη θρησκεία το αλκοόλ δεν είναι καλοδεχούμενο.

Οι δυο influencers με αυτή τους την κίνηση δεν δίστασαν να μειώσουν την αξία δυο μεγάλων brands και να θέσουν σε αμφιβολία την ίδια την αξία της χορηγίας ενός γεγονότος, του οποίου και οι ίδιοι αποτελούσαν μέρος. Και το έκαναν μένοντας πιστοί στις αξίες τους, ενισχύοντας έτσι και το δικό τους personal brand. Και κάπου εδώ ίσως θα πρέπει να αρχίσουμε να συνηθίζουμε στην ιδέα πως όταν όλο και περισσότεροι μιλούν για την ανάγκη των brands να παίρνουν μέρος και θέση στον κοινωνικό διάλογο, αυτό θα συμβαίνει και με τα personal brands. Και όπως συμβαίνει πάντα στο branding, το ζητούμενο θα είναι η συνέπεια. Ώστε να μην υπάρχουν κάποιοι που θα θυμηθούν αργότερα κάποιες παλιότερες διαφημίσεις του Ronaldo για την Pepsi.

Τρίχες;

Τα τελευταία χρόνια δεν περνάει εβδομάδα χωρίς να διαβάσουμε για κάποιο brand το οποίο αξιοποίησε την επικαιρότητα για να λάβει μέρος στον δημόσιο διάλογο μέσα από την επικοινωνία του ή και την ευρύτερη δράση του. Αυτά βέβαια συμβαίνουν στο διεθνές περιβάλλον, διότι στο ελληνικό τέτοια περιστατικά είναι πιο σπάνια. Όταν λοιπόν συμβαίνουν, μου δημιουργούν ξεχωριστό ενδιαφέρον.

Πριν λίγες ημέρες έκανε το γύρο του διαδικτύου το video κάποιας νεαρής πολιτευτού και προκάλεσε σημαντικές αντιδράσεις και συζήτηση. Στο συγκεκριμένο βίντεο, η celebrity διαμαρτύρεται για τη δημοσιοποίηση από χρήστες των κοινωνικών δικτύων φωτογραφιών που δεν τους κολακεύουν, σύμφωνα βέβαια με την προσωπική της αισθητική και πρότυπα ομορφιάς.

Τι και αν όλες οι τάσεις τα τελευταία χρόνια στρέφονται προς το beauty diversity, τη φυσική ομορφιά, την αποδοχή της διαφορετικότητας; Τι και αν το πρότυπο της «καταναγκαστικής ομορφιάς» είναι πλέον ξεπερασμένο και τη θέση του έχει πάρει το φυσικό και πραγματικό, με τις ατέλειες κάθε είδους, το κάθε χρώμα δέρματος, το κάθε ύψος, το κάθε βάρος, να γίνονται σεβαστά;

Σύμφωνα με τα λεγόμενα της celebrity οι τρίχες στο γυναικείο σώμα της χαλάνε την αισθητική, όπως και η κυτταρίτιδα, οι πανάδες, οι ραγάδες κλπ. κλπ. Και βέβαια ξέσπασε πόλεμος στα κοινωνικά δίκτυα.

Η Dove, γνωστή για τις natural beauty καμπάνιες της άδραξε αμέσως την ευκαιρία και έγραψε στη σελίδα της στο Facebook: «Στο δικό σου σώμα και τη δική σου ομορφιά δεν υπάρχουν “πρέπει” και επιταγές. Ούτε τώρα, ούτε ποτέ», ενώ πάνω στην φωτογραφία του post αναγράφεται: «Με τρίχες, χωρίς τρίχες, με ερεθισμούς, με σημάδια. Με κυτταρίτιδα, με ραγάδες, με περισσότερα ή λιγότερα κιλά. Γυμνασμένη ή αγύμναστη. Δεν έχει σημασία. Δικό σου σώμα, δική σου επιλογή».

H Veet, η οποία ειδικεύεται στα προϊόντα αποτρίχωσης και θεωρητικά ευνοείται από το συγκεκριμένο video, αξιοποίησε την κατάσταση ακόμα καλύτερα: «Για μας είσαι “στην τρίχα” όταν είσαι ο εαυτός σου. Αποτριχώσου μόνο αν το θέλεις, όταν το θέλεις. Η επιλογή είναι δική σου!», ενώ δημοσίευσε και μία φωτογραφία με το μήνυμα: «Αποτρίχωση ή τριχοφυΐα; Δεν μας πέφτει λόγος. Η επιλογή είναι δική σου».

Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη διότι στην ελληνική αγορά τα brands δεν μας έχουν συνηθίσει ούτε σε τόσο ακαριαίες αντιδράσεις, ούτε σε τέτοια μικρά ρίσκα. Συνήθως προτιμούν την ασφάλεια της μη συμμετοχής. Αλλά όπως έχω γράψει επανειλημμένως εδώ, στις μέρες μας όταν η κοινωνική συζήτηση γίνεται στο κατάλληλο πεδίο, το brand δεν πρέπει και δεν μπορεί να μην συμμετέχει.

Καλά κρασιά

Η οινοπαραγωγή είναι ένας από τους κλάδους της οικονομίας που αξιοποίησε την μακρά περίοδο της οικονομικής ύφεσης για να εξαγνιστεί από λάθη του παρελθόντος, να γίνει καλύτερος και να αποκτήσει σταθερότερο βηματισμό σε Ελλάδα και εξωτερικό. Τόσο, που προβλέπεται ότι θα καταφέρει να ξεπεράσει τα μεγάλα πλήγματα στην εστίαση που επέφερε η πανδημία.

Θυμάμαι την απόγνωση που συχνά ένιωθα, όταν στην πρώτη δεκαετία του 2000, με προσέγγιζαν οινοπαραγωγοί για να τους βοηθήσω στο branding των εγχειρημάτων τους. Ελάχιστοι μπορούσαν να μιλήσουν για όσα τους διαφοροποιούσαν και γιατί θα έπρεπε να προτιμηθεί το δικό τους προϊόν, οινοποιείο ή brand από αυτό κάποιου άλλου. Από τα εκατοντάδες μικρά οινοποιεία της κατακερματισμένης ελληνικής παραγωγής, ελάχιστα μπορούσαν να προτείνουν κάτι διακριτό στον Έλληνα ή ξένο καταναλωτή. Οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι έφτιαχναν «πολύ καλό κρασί, με καλή σχέση ποιότητας τιμής, αλλά χρειάζονταν ωραίες ετικέτες και προώθηση».

Αλλά αν ζητούσα να μου αναφέρουν κάποιο brand που πέτυχε να διακριθεί διεθνώς λόγω καλής σχέσης τιμής-ποιότητας, μου ανέφεραν παραγωγούς από χώρες του Νέου Κόσμου, που είχαν κάτι που δεν είχαν οι ίδιοι: Τεράστιες παραγωγικές δυνατότητες, κυρίως από γνωστές διεθνείς ποικιλίες, και ήδη έτοιμα τα κανάλια επικοινωνίας και διανομής προς το εύπορο οινόφιλο κοινό της Δύσης. Του οποίου μάλιστα, όχι μόνο γνώριζαν τις οινικές συνήθειες και προτιμήσεις, αλλά μπορούσαν και να τις συνδιαμορφώσουν λόγω της ισχύος που συνεπάγετο η μεγάλη τους παραγωγή και επαφή με τα δίκτυα.

Ευτυχώς, φαίνεται ότι από τότε κύλησε πολύ κρασί στο αυλάκι. Πότε λόγω του οράματος συγκεκριμένων οινοπαραγωγών που έδωσαν το παράδειγμα και πότε με τη βοήθεια συντονισμένων συλλογικών προσπαθειών, η ελληνική οινοπαραγωγή προχωράει μπροστά και πια είναι αρκετοί οι Έλληνες παραγωγοί που χτίζουν πραγματική αξία branding σε αυτό που κάνουν. Περιορίστηκε η έμφαση σε ξένες ποικιλίες και στα ήδη διαδεδομένα Αγιωργίτικο και Μοσχοφίλερο και άρχισε να αναδεικνύεται ο πλούτος του ελληνικού αμπελώνα, βάζοντας στο παιχνίδι ακόμα και ξεχασμένες υποτιμημένες τοπικές ή όχι ποικιλίες, που άρχισαν να δείχνουν το ξεχωριστό δυναμικό τους και να συμπεριλαμβάνονται σε διεθνείς λίστες.

Η ανάπτυξη του τουρισμού και της φήμης τοπωνυμίων τη χώρας μας βοήθησε πολύ, και η σύνδεση συγκεκριμένων ποικιλιών και οινοπαραγωγών με τον τόπο καταγωγής τους απέδωσε πρόσθετα οφέλη. Το ίδιο και η αξιοποίηση ελληνικών ποικιλιών για τη δημιουργία κρασιών που ακολουθούν τις διεθνείς τάσεις οινοποίησης και τις προτιμήσεις των οινόφιλων. Το ελληνικό κρασί αρχίζει και διαμορφώνει το δικό του διακριτό στίγμα και αυτό αρχίζει να φαίνεται ήδη και στις πωλήσεις του.

Ποδοσφαιρικό branding

Το ποδόσφαιρο είναι κάτι περισσότερο από 22 άνθρωποι σε μια αρένα που κυνηγούν να κλωτσήσουν ένα δερμάτινο τόπι. Καταρχήν είναι ένα παιχνίδι που δεν κάνει διακρίσεις, τους αφορά όλους. Τους παίκτες, τους οπαδούς, ανθρώπους από όλο το κοινωνικό φάσμα. Είναι το παιχνίδι που κάνει αρκετούς οπαδούς να νιώθουν εξυψωμένοι – ο καθημερινός άνθρωπος που την Κυριακή στο γήπεδο παίρνει το μπόι της ομάδας του. Είναι ένα παιχνίδι μεταξύ πόλεων, χωρών, καμιά φορά και συνοικιών, εθνοτήτων ή τάξεων, στο οποίο μάλιστα οι «μικροί» έχουν την ευκαιρία τους.

Αν οι παίκτες δώσουν την ψυχή τους, αν συνεργαστούν καλά και παίξουν ο ένας για τον άλλο, αν έχουν και λίγη τύχη, έχουν ελπίδες να κερδίσουν τους «μεγάλους», τους «ισχυρούς». Είναι ένα παιχνίδι που είναι γεμάτο ιστορίες από παιδιά που ξεκίνησαν από αλάνες και έφτασαν να γίνουν διάσημοι και πλούσιοι, όχι επειδή έκαναν όσα πρέπει αλλά επειδή έκαναν αυτό που τους άρεσε. Και ταυτόχρονα είναι το παιχνίδι που μας μαθαίνει από μικρούς τον παγκόσμιο χάρτη, μας φέρνει σε μια πρώτη επαφή με ανθρώπους από χώρες και πόλεις που αλλιώς ίσως να μην είχαμε ακούσει ποτέ. Πού πέφτει η Ισλανδία ή το Περού, ποια είναι η σημαία τους, πώς μοιάζουν οι άνθρωποι εκεί; Πού είναι το Μόλντε, η Κραϊόβα, το Ντονέτσκ ή το Μοντεβιδέο;

Αν λοιπόν θέλεις να φτιάξεις ένα επιτυχημένο brand στο ποδόσφαιρο, φροντίζεις να σεβαστείς τις αξίες του ποδοσφαίρου και τη συνολική πρόταση που υπόσχεται στο κοινό του, που ξεπερνούν κατά πολύ αυτή του ενδιαφέροντος αθλητικού θεάματος. Για αυτόν τον λόγο μου έκανε μεγάλη εντύπωση ο τρόπος που παρουσιάστηκε η European Super League και καμία εντύπωση η κατάληξή της. Μια ανακοίνωση μιας ελίτ ποδοσφαιρικών ομάδων που αγνόησαν παντελώς τις βασικές αξίες του αθλήματος και το εξίσωσαν με το αθλητικό υπερθέαμα, χωρίς κάποια ισχυρή βάση να στηριχτούν.

Θεώρησαν ότι η ισχύς των brands των συλλόγων θα ήταν αρκετή για να στηρίξει το νέο brand χωρίς να λάβουν υπόψη ότι αυτό στην πραγματικότητα ερχόταν σε αντίθεση με τις αξίες πολλών από τα brands που συμμετείχαν. Ίσως πίστεψαν ότι το UEFA Champions’ League τους είχε ανοίξει τον δρόμο με τα βήματα που είχε κάνει ενάντια σε παραδοσιακούς πυλώνες του ποδοσφαίρου. Αγνοώντας το γεγονός ότι το UCL για να κάνει τα βήματα, στηρίχτηκε σε αρκετές δεκαετίες Κυπέλλου Πρωταθλητριών και τρεις δεκαετίες σταδιακών και μετρημένων αλλαγών.

Ας πρόσεχαν. Διότι τελικά, όπως γράφω με κάθε ευκαιρία, «τα πάντα είναι θέμα branding».

Volts-Wagen

Είναι 29 Μαρτίου και διαβάζω σε ελληνική ιστοσελίδα αυτοκινήτου ότι η Volkswagen USA άλλαξε το όνομά της σε Voltswagen για να σηματοδοτήσει τη στροφή της στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και την ηγετική θέση που οραματίζεται να κατακτήσει εκεί. «Δεν μπορεί, θα πρόκειται περί λάθους, σκέφτομαι» και αναζητώ την είδηση στον διεθνή Τύπο. Πράγματι, τη βρίσκω αμέσως στο Bloomberg και στη Wall Street Journal. Στη δεύτερη μάλιστα διαβάζω ότι η είδηση της αλλαγής ονομασίας οδήγησε αμέσως σε σημαντικά κέρδη για τη μετοχή της VW.

Σοκαρισμένος ανατρέχω στην ιστοσελίδα της VW. Δεν βλέπω αλλαγή στο σήμα, αλλά διαβάζω ότι το YouTube, το Facebook και το Instagram channel της VW USA άλλαξαν σε Voltswagen USA. Και στο Twitter γίνεται πάρτυ με την είδηση. Το VW Group στην Ευρώπη δεν έχει αλλάξει τίποτα στη σελίδα του, αλλά στο LinkedIn υπάρχει post του Jochen Sengpiehl, VW Group CMO: «Volkswagen of America are making their motivations clear with their recent name change into Voltswagen. We fully support it. Electric isn’t just the future, it’s the right now. Please share to everyone».

Τις επόμενες μέρες διαβάζω ότι η αλλαγή ονόματος καλύφθηκε από όλα τα μεγάλα διεθνή ΜΜΕ: USA Today, The Times, New York Post, Wall Street Journal, Reuters, Fast Company, CNBC, Bloomberg και ταμεγαλύτερα περιοδικά αυτοκινήτου. Υπήρξαν ακόμα και επενδυτικές εταιρείες στη Wall Street που δίνουν σύσταση αγοράς της μετοχής λόγω της αλλαγής επωνυμίας. Μέχρι μια μέρα αργότερα, όταν και έρχεται η διάψευση: «The renaming was designed to be an announcement in the spirit of April Fools’ Day, highlighting the launch of the all-electric ID.4 SUV», ανακοινώνει ο εκπρόσωπος Τύπου της VW USΑ και το νέο διαδίδεται γρήγορα παντού.

Αρκετοί δημοσιογράφοι, θυμωμένοι που έχουν πέσει θύματα της φάρσας, θυμούνται την υπόθεση με το σκάνδαλο των ρύπων του 2015 και κάνουν παραλληλισμούς. «Στην VW αρέσουν τα ψέματα», γράφουν αρκετοί. Κάποιοι άλλοι όμως βρίσκουν το «Voltswagen campaign» ιδιοφυές κόλπο marketing της εταιρείας για να κλέψει την προσοχή του κόσμου και να τη στρέψει στην ηγετική θέση στον χώρο της ηλεκτροκίνησης που θέλει να αποσπάσει από τους αμερικανούς ανταγωνιστές της. Και πράγματι, η δημοσιότητα που κατάφερε η Volkswagen θα κόστιζε αμύθητα χρηματικά ποσά για να επιτευχθεί με άλλο τρόπο.

Προσωπικά πάντως παραμένω πάντα πολύ διστακτικός με τέτοιου είδους brand management. To brand equity απαιτεί χρόνια συνέπειας και προσπάθειας, αλλά σπαταλιέται πολύ εύκολα. Εκτός φυσικά αν αποδειχτεί ότι η συγκεκριμένη ενέργεια δεν ήταν αποσπασματική αλλά έχει κάποια προγραμματισμένη συνέχεια. Ίδωμεν.

Πόλεμοι γιγάντων (2)

Στο προηγούμενο άρθρο αναφέρθηκα στην ασυνήθιστης έντασης διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ των δύο τεχνολογικών κολοσσών σχετικά με τη χρήση των δεδομένων των χρηστών. Η Apple εξήγησε την αλλαγή στο νέο iOS: «Απλά πιστεύουμε ότι πρέπει να υπερασπιζόμαστε τους χρήστες μας. Θα πρέπει να γνωρίζουν πότε συλλέγονται και κοινοποιούνται τα δεδομένα τους σε άλλες εφαρμογές και ιστοτόπους – και θα πρέπει να έχουν την επιλογή αν θα το επιτρέψουν».

Η Facebook απάντησε με καταχωρήσεις: «Αντιστεκόμαστε στην Apple και υπερασπιζόμαστε τις μικρές επιχειρήσεις παντού. Οι μικρές επιχειρήσεις είναι στο επίκεντρο της δουλειάς μας. Κάθε μήνα εκατομμύρια επιχειρήσεις χρησιμοποιούν τα διαφημιστικά εργαλεία μας για να βρουν νέους πελάτες, να προσλάβουν υπαλλήλους και να αλληλεπιδράσουν με τις κοινότητές τους. Τώρα υπάρχει μεγάλη ανησυχία ότι η αναγκαστική ενημέρωση λογισμικού της Apple θα περιορίσει τη δυνατότητά τους να προσεγγίζουν αποτελεσματικά τους πελάτες τους. Οι μικρές επιχειρήσεις αξίζουν να ακουστούν. Ακούμε τις ανησυχίες σας και στεκόμαστε δίπλα σας».

Ο Tim Cook σήκωσε το γάντι και έδωσε στο θέμα ευρύτερες διαστάσεις: «Η τεχνολογία δεν χρειάζεται τεράστιες συγκεντρώσεις προσωπικών δεδομένων σε δεκάδες ιστότοπους και εφαρμογές για να επιτύχει. Η διαφήμιση υπήρχε και ευημερούσε για δεκαετίες χωρίς αυτήν. Εάν μια επιχείρηση βασίζεται στην παραπλάνηση των χρηστών σχετικά με την εκμετάλλευση δεδομένων, δεν αξίζει τον έπαινό μας, αξίζει την αλλαγή. Σε μια στιγμή αχαλίνωτης παραπληροφόρησης και θεωριών συνωμοσίας που δυναμώνουν από αλγορίθμους, δεν μπορούμε να κάνουμε τα στραβά μάτια σε μια τεχνολογία που έχει ως στόχο τη συλλογή όσο το δυνατόν περισσότερων δεδομένων.

Ποιές είναι οι συνέπειες της ενίσχυσης των θεωριών συνωμοσίας και της υποκίνησης σε βία απλά και μόνο για να πετύχουμε μεγαλύτερο engagement; Ποιες είναι οι συνέπειες της ανοχής και της επιβράβευσης αντιεμβολιαστικού περιεχομένου; Ποιες είναι οι συνέπειες να διαιωνίζεις έναν αλγόριθμο όταν βλέπεις χιλιάδες χρήστες να μπαίνουν σε εξτρεμιστικές ομάδες; Πρέπει να σταματήσουμε να προσποιούμαστε, αυτή η προσέγγιση έχει ως αποτέλεσμα μια πολωμένη κοινωνία με χαμένη την εμπιστοσύνη, γεμάτη βία».

Προφανώς η Apple και το Facebook είναι δυο επιχειρήσεις και δυο brands με μεγάλες διαφορές στη φιλοσοφία τους. Δεν συμφωνώ αναγκαστικά με τα όσα λέει ο Cook και αναλογιζόμενος παλαιότερες δραστηριότητες της Apple, θα μπορούσα να αντιστρέψω κάποια επιχειρήματα. Ας αναγνωρίσουμε όμως ότι η συζήτηση δεν μπορεί να μένει μόνο μεταξύ των τεχνολογικών κολοσσών. Στην εποχή που το brand purpose αποκτά συνεχώς ευρύτερες διαστάσεις, οι συνέπειες της χρήσης των δεδομένων οφείλουν να προβληματίσουν όλα τα brands.

Πόλεμοι γιγάντων

Περπατώντας στην Κηφισιά βλέπω μια καινούργια γκαλερί. Το λέω στην παρέα, στεκόμαστε στη βιτρίνα της για δυο-τρία λεπτά και αναρωτιόμαστε πόσο κοστίζει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Λίγες ώρες αργότερα, μπαίνω στο Facebook και αμέσως εμφανίζεται η διαφήμιση της γκαλερί με το συγκεκριμένο αντικείμενο σε πρώτο πλάνο. Με ένα κλικ μαθαίνω την τιμή του και άλλες ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Δεν σας λέω κάτι καινούριο, είμαι βέβαιος ότι αντίστοιχα περιστατικά συμβαίνουν και σε εσάς συνεχώς.

Στους περισσότερους μάς είναι πια κατανοητό ότι για να έχουμε δωρεάν τις υπηρεσίες της Google, της Facebook και πολλών ακόμα μεγάλων ή μικρότερων αντίστοιχων επιχειρήσεων ή εφαρμογών, γινόμαστε τα προϊόντα τους. Πουλάνε εμάς, τα προσωπικά στοιχεία και το ιστορικό μας δηλαδή, σε εταιρείες για των οποίων τα προϊόντα ενδιαφερόμαστε. Ώστε η διαφήμιση των τελευταίων να είναι πιο αποδοτική. Και έτσι έχουμε μια κατάσταση win-win όπου και τα τρία μέρη κερδίζουν. Ή μήπως όχι;

Τον τελευταίο καιρό έχουν αυξηθεί οι ανησυχίες των χρηστών του διαδικτύου για την ψηφιακή παρακολούθησή τους και πιθανή παραβίαση του απορρήτου. Κάποιοι δεν γνωρίζουν καν ότι έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους υπογράφοντας αβασάνιστα τους όρους και προϋποθέσεις της κάθε εφαρμογής. Αλλά και όσοι το γνωρίζουμε και καταλαβαίνουμε τα οφέλη, τρομάζουμε στη σκέψη του πώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τα στοιχεία μας. Πρόσφατη έρευνα για λογαριασμό της Google έδειξε ότι τέσσερις στους πέντε πιστεύουν ότι οι κίνδυνοι υπερβαίνουν τα οφέλη. Αυτό έχει γίνει κατανοητό στις επιχειρήσεις και έτσι τους τελευταίους μήνες έχουν πυκνώσει τα σημάδια ότι έρχονται μεγάλες αλλαγές στον τρόπο που θα χρησιμοποιούνται τα δεδομένα μας.

Η Google ανακοίνωσε ότι από το 2022 θα αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιεί το ιστορικό και άλλα προσωπικά δεδομένα των χρηστών για να πουλήσει διαφημίσεις, δημιουργώντας τις πρώτες μεγάλες αναταράξεις στον χώρο των μεγάλων διαφημιστικών δικτύων, των διαφημιζομένων και των εμπόρων, και των απανταχού ιστοσελίδων που εξαρτώνται από τη διαφήμιση. Η Αpple μέσα από το iOS14 δίνει στους χρήστες την ευκαιρία για πρώτη φορά να απενεργοποιούν τη συλλογή δεδομένων.

Η Facebook αντιμετωπίζει αυτή την κίνηση ως επίθεση στην ίδια και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και απαντάει με εντυπωσιακές καταχωρήσεις στον Τύπο. Ο Tim Cook επανέρχεται με μια ομιλία του στο πλαίσιο του International Data Privacy Day και βάλλει εναντίον στη Facebook σε ασυνήθιστα επιθετικούς τόνους. Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν θα βαρεθούμε. Τα όσα συμβαίνουν δεν θα σταματήσουν εδώ και θα επηρεάσουν τη ζωή μας με πολλούς τρόπους, και όχι μόνο στο επαγγελματικό της κομμάτι.

Η γκαρνταρόμπα της Lara Jean

Πίσω στο μακρινό 2002, όπως οι περισσότεροι marketers τότε, παρακολουθούσα κι εγώ με μεγάλο ενδιαφέρον τον κλάδο των τηλεπικοινωνιών. Διάβαζα καθημερινά σχεδόν τα σχετικά άρθρα που έβγαιναν στον διεθνή Τύπο, τύχαινε να έχω προνομιακή πρόσβαση σε στελέχη του χώρου που πρωτοπορούσαν εκείνη την εποχή, ξεκοκάλιζα και τα trends που μας έστελνε το brand consultancy που εργαζόμουν τότε από τα κεντρικά του στο Λονδίνο.

Τα άλματα που γίνονταν εκείνα τα χρόνια στην κινητή τηλεφωνία και στο ίντερνετ ήταν τεράστια και όλοι προσπαθούσαμε να προβλέψουμε τι έφερνε το μέλλον. Έτσι είχα αρκετά να γράψω όταν μου ζήτησε ο τότε προϊστάμενος μου ένα ενημερωμένο point of view για το τι συνέβαινε τότε στις τηλεπικοινωνίες και τι θα ερχόταν στο μέλλον, για να το αξιοποιήσουμε ως show and tell σε projects και new business της εποχής.

Θυμάμαι ότι ένα από τα κύρια συμπεράσματα που προέκυπταν από τότε ήταν ότι στο μέλλον ο φυσικός και ο ψηφιακός κόσμος θα γίνονταν ένα και ότι τα ισχυρά νέα κανάλια διαφήμισης και πωλήσεων που θα δημιουργούντο θα αξιοποιούσαν τις συνέργειες για να προσφέρουν  δυνατότητες που εκείνη την εποχή ακούγονταν σαν επιστημονική φαντασία. Οι πελάτες μάς κοιτούσαν με σχετική δυσπιστία όταν μελλοντολογούσαμε ότι σύντομα ο καταναλωτής μέσα από την οθόνη του ή κάποιο άλλο interface –smartphones δεν υπήρχαν ακόμη- θα μπορούσε να βλέπει τι φοράει ο James Bond στην ταινία που παρακολουθεί και σε ποιο κατάστημα στην περιοχή του να απευθυνθεί για να το δοκιμάσει. Ή τι τρώει ο Super Mario στο video game να το παραγγείλει να του έρθει στο σπίτι με το πάτημα ενός κουμπιού. Ή ότι στο μέλλον θα μπορούσες να παρακολουθείς ένα ποδοσφαιρικό αγώνα και την ίδια στιγμή μέσα από την ίδια οθόνη να στοιχηματίζεις για την εξέλιξή του.

Από τότε πέρασαν σχεδόν είκοσι χρόνια, το metaverse αναπτύσσεται γοργά, πολλές απαντήσεις έχουν δοθεί και πολλές από τις προβλέψεις έχουν ήδη υλοποιηθεί. Αλλά το παράδειγμα της δυνατότητας άμεσης αγοράς των ρούχων του πρωταγωνιστή κάποιας ταινίας από μεγάλη μάρκα και σε μεγάλη κλίμακα, δεν το είχα συναντήσει. Μέχρι προχθές που διάβασα για τη συνεργασία της H&M με τους παραγωγούς της επιτυχημένης εφηβικής σειράς ταινιών του Netflix  «Τo All the Boys I’ve Loved Before». Η H&M αντέγραψε σχεδόν ολόκληρη τη γκαρνταρόμπα της πρωταγωνίστριας της σειράς και οι fans μπορούν πλέον να δοκιμάσουν και να αγοράσουν τα ρούχα της Lara Jean από τα φυσικά και τα ηλεκτρονικά της καταστήματα. Bullseye!

The Middle

Aν υπήρχε ένας Αμερικανός σταρ γνωστός για τις αρνήσεις του να συμμετέχει σε διαφημίσεις, αυτός ήταν ο Bruce Springsteen. Η αυτοκινητοβιομηχανία – προνομιακό πεδίο των τραγουδιών του – τον προσέγγιζε χρόνια χωρίς επιτυχία. Στα 80s, ο Springsteen απέρριψε πρόταση αρκετών εκατομμυρίων από τον διάσημο τότε πρόεδρο της Chrysler, Lee Iacocca.

Kαι πριν μερικά χρόνια, ο CMO της FCA δήλωσε ότι παρά τις πολυετείς προσπάθειές του «το Αφεντικό δεν είναι προς πώληση». Μέχρι που έφτασε το 2021 που μια Αμερική διαιρεμένη πολιτικά και ταλαιπωρημένη από τον κορωνοϊό έκανε τον γνωστό καλλιτέχνη να αναλάβει δράση.

Το μεγαλύτερο σε διάρκεια τηλεοπτικό σποτ του φετινού Super Bowl ήταν της Jeep, είχε πρωταγωνιστή Springsteen, τίτλο «the Middle» και σλόγκαν «To the re-United States of America».

Ο τραγουδιστής οδηγεί ένα Jeep προς ένα απομακρυσμένο παρεκκλήσι ακριβώς στο κέντρο των ΗΠΑ, λέγοντας στους διαιρεμένους Αμερικανούς ότι η ελευθερία ανήκει σε όλους, ότι είναι ισχυρότεροι από τα εμπόδια στον δρόμο τους, ότι πρέπει να βρουν κοινό έδαφος και να ενωθούν ξανά στο κέντρο.

Το σποτ προκάλεσε αρχικά θαυμασμό και έντονες συζητήσεις για την επίδρασή του στο brand. Δεν πέρασε μια εβδομάδα και η φαινομενικά μεγάλη επιτυχία, άρχισε να αμφισβητείται. Τα σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα ήταν αντικρουόμενα και εντελώς μοιρασμένα. Σε δημοσκόπηση του Adage στο Instagram, το 50% των ερωτηθέντων αγαπούσε τη διαφήμιση, ενώ το άλλο 50% τη μισούσε. Στο Twitter οι γνώμες ήταν ομοίως διαιρεμένες.

Η πολυετής αρνητική στάση του Springsteen απέναντι στον διχαστικό λόγο του Τραμπ, είχε δημιουργήσει αντιπάθεια ανάμεσα στους οπαδούς του τελευταίου και το μήνυμα βρήκε μεγάλες αντιστάσεις. Και σαν να μην έφτανε αυτό, βγήκε στον Τύπο μια υπόθεση πρόσφατης σύλληψης του καλλιτέχνη για οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος. Για τον ένα ή τον άλλο λόγο, η Jeep αποφάσισε να κατεβάσει τη διαφήμιση από το ΥouTube, εντείνοντας τη συζήτηση για το διαφημιστικό.

Ως fan του Springsteen, ως καταναλωτής και ως πολίτης αγάπησα το διαφημιστικό σποτ και λυπήθηκα που κατέβηκε. Αλλά ως brander οφείλω να θυμίζω ότι όταν ένα brand αποφασίζει να συμμετέχει στον πολιτικό διάλογο, θα πρέπει να το κάνει μόνο όταν αυτό συνάδει με το purpose του, διαφορετικά κινδυνεύει να δημιουργήσει σύγχυση.

Η ελευθερία και το πέρασμα κάθε εμποδίου είναι στον πυρήνα του brand Jeep. Hσυνάντηση στη μέση όμως δεν αποτελεί αυτονόητη αξία του. Και όσο θετικό μήνυμα και αν είναι για τους περισσότερους από εμάς, ήταν εμφανές από την αρχή ότι στη σημερινή διαιρεμένη Αμερική ενείχε ένα σημαντικό ρίσκο.

Θαρραλέο brand building σε καιρούς πανδημίας

Ένα από τα πιο σημαντικά αποτελέσματα της κρίσης της πανδημίας στην εγχώρια αγορά του marketing είναι η μείωση που διαπιστώθηκε σε brand building καμπάνιες. Τα περισσότερα brands στράφηκαν σε επικοινωνία και δράσεις τακτικού χαρακτήρα ή εταιρικής κοινωνικής ευθύνης και οι περιπτώσεις καμπάνιας που στόχευε στην απευθείας ενίσχυση της κεντρικής πρότασης και του χαρακτήρα του brand ήταν λιγοστές.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον λοιπόν, μου έκανε εντύπωση η νέα τηλεοπτική καμπάνια του νερού Βίκος, που μέχρι πρόσφατα δεν μας είχε συνηθίσει σε ενέργειες μεθοδικού και οργανωμένου χτίσιμο της ταυτότητάς του ως brand που ξεπερνάει τα όρια ενός ποιοτικού εμφιαλωμένου νερού. Και από ό,τι φαίνεται δεν εντυπωσίασε μόνο εμένα, γιατί συνάντησα τρεις τουλάχιστον συζητήσεις φίλων στα κοινωνικά δίκτυα που την αξιολογούσαν, άλλοι πολύ θετικά και άλλοι πολύ αρνητικά. Δείγμα, αν μη τι άλλο, της αποτελεσματικότητας της να «ταράξει» τα νερά.

Σύμφωνα με το δελτίο Τύπου που κυκλοφόρησε, η νέα καμπάνια είναι αφιερωμένη στον άνθρωπο που, σαν το νερό, κινείται συνεχώς ό,τι κι αν βρίσκει μπροστά του και η ταινία συμβολίζει ηχητικά και οπτικά αυτή τη ροή του νερού και του ανθρώπου. Με ξάφνιασε ευχάριστα η προσπάθεια του brand να διευρύνει το συνολικό του αποτύπωμα και να απευθυνθεί σε νεότερα κοινά, μέσα από το μήνυμα «Δύναμή μας, η ροή μας» και μέσω της μεταφοράς από το καθαρό φυσικό τοπίο, που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στην επικοινωνία των φυσικών μεταλλικών νερών, στο αστικό περιβάλλον και στην καθημερινή ζωή.

Με τη, σχεδόν προκλητική, τοποθέτηση βιομηχανικών πινακίδων νέον μέσα σε δάση και ποτάμια και την αναπάντεχη χρήση του «spoken word» που έχουμε συνηθίσει στη jazz poetry ή το χιπ χοπ που δεν συνδέονται αυτόματα με τη φύση και το περιβάλλον. Είναι πολύ νωρίς να κριθεί αυτή η, φαινομενικά φιλόδοξη, προσπάθεια της μάρκας να συνδεθεί με μεγαλύτερες έννοιες και αξίες και από brand εμφιαλωμένου νερού να εξελιχθεί σε mega brand. O μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να αφήσει το εγχείρημα στη μέση.

Θα χρειαστεί μακροχρόνια επιμονή και συνέπεια ώστε η μάρκα να καταφέρει να καταλάβει αυτήν την περιοχή, συνεχίζοντας να κερδίζει όσους είδαν θετικά την νέα πορεία, και βοηθώντας όσους αποξενώθηκαν να την αντιληφθούν με τον τρόπο που επιθυμεί το brand management, να τη δουν με νέο μάτι και να «χωνέψουν» την ανανεωμένη της υπόσχεση. Και φυσικά θα πρέπει να μελετηθεί η οπτική της ταυτότητα η οποία σήμερα δεν συνάδει με τη νέα πορεία και κρατάει πίσω το brand.

Agile branding

Όταν πριν δύο χρόνια με ρώτησαν από το Marketing Week τι θα έφερνε η τότε νέα χρονιά για το branding, είχα γράψει ένα μακρoσκελές άρθρο για τα agile brands. Ενάμισι χρόνο μετά, η πανδημία το επιβεβαίωσε με τον πιο ηχηρό τρόπο. Θεωρώ χρήσιμο λοιπόν να επαναλάβω κάποια βασικά σημεία:

  • Brand Entrepreunership: Στην εποχή που μόνη βεβαιότητα είναι η αβεβαιότητα, το brand οφείλει να ακολουθεί τις τάσεις, να ακούει αγορά και κοινωνία, να μην φοβάται το ρίσκο. Να επανεφεύρει το είναι του, να θυμηθεί τα νιάτα του για να δει το μέλλον του. Να ξαναθυμηθεί την επιχειρηματική του πλευρά, τον οραματικό εαυτό του, αυτόν που κάποτε του έδωσε την ικανότητα να ξεχωρίσει και να μεγαλώσει.
  • Brand Coherence Vs Brand Consistency: Η έννοια της συνέπειας μπορεί να μην αποτελεί πια το ιερό δισκοπότηρο του παρελθόντος αλλά δεν εξαφανίζεται. Δεν αποτελεί πια τον στόχο αλλά το μέσο για να φτάσουμε στον νέο στόχο, αυτόν της συνοχής και της συνεκτικότητας.
  • Brand Purpose Vs Brand Guidelines: Τα λεπτομερή brand guidelines αποτελούν παρελθόν αλλά το brand purpose και τα brand values παραμένουν πυξίδες και κυρίαρχα συνεκτικά στοιχεία της μάρκας. Όλα όσα κάνει και λέει το brand πρέπει να είναι σε συνέπεια μαζί τους.
  • Brand Experience Vs Brand Promise: Το να χτίζουμε τα brands ως εμπειρίες και όχι ως υποσχέσεις δεν είναι κάτι καινούργιο. Αλλά ποτέ δεν είχαμε τόσο εύφορο έδαφος. Ποτέ δεν είχαμε αυτή την πληθώρα σημείων επαφής με τον καταναλωτή, ούτε και ευκαιρίες σαν αυτές που μας δίνουν π.χ. το διαδίκτυο, η τεχνητή νοημοσύνη ή το augmented reality, για να διαμορφώσουμε μοναδικές εμπειρίες – συχνά σε συνεργασία με τον ίδιο καταναλωτή.
  • Brand Leadership Vs Brand Management: Πολλά brand teams, εξυπηρετώντας την ανάγκη τους για συνέπεια και έλεγχο, ξεχνούν τη δύναμη που μπορούν να προσφέρουν στο χτίσιμο της μάρκας οι υπόλοιποι stakeholders. Γι’αυτό οφείλουν να εγκαταλείψουν τον έλεγχο του brand και να αναλάβουν την ηγεσία του. Να μην περιορίζουν το brand expression και το brand delivery στα απόλυτα ελεγχόμενα κανάλια αλλά να εμπνεύσουν και άλλους stakeholders να τα αναλάβουν, να τα φέρουν στα μέτρα των κοινοτήτων τους και ως influencers να πολλαπλασιάσουν τη δύναμή τους μέσα σε αυτές.

Δεν μπορώ να σκεφτώ μεγαλύτερους σύμμαχους για τον brand manager από τους ίδιους τους εργαζόμενους της επιχείρησης ή τους πιστούς καταναλωτές της μάρκας. Σε αυτό τον τομέα, το internal branding και το (συνεπές με το brand purpose) CSR μπορούν να αποδειχτούν σημαντικά εργαλεία.

To απόλυτο branding

To 2021 ξεκινάει ελπιδοφόρα για την παγκόσμια προσπάθεια να μπει ένα τέλος στην πανδημία, με δύο εμβόλια να έχουν αρχίσει ήδη να διατίθενται και κάποια ακόμα να ακολουθούν πολύ σύντομα. Τους επόμενους μήνες εκατομμύρια άνθρωποι θα έχουν πάρει τουλάχιστον την πρώτη δόση του εμβολίου της Pfizer, της AstraZeneca, της Moderna ή κάποιας άλλης φαρμακευτικής εταιρείας. Και οι ανά τον κόσμο συνωμοσιολόγοι θα συνεχίσουν να διαδίδουν θεωρίες για τα δήθεν μεγάλα οικονομικά κίνητρα και για τις «κακές φαρμακευτικές», οι οποίες δήθεν προξένησαν ή εργαλειοποιούν την πανδημία ώστε να έχουν μεγάλα οικονομικά οφέλη.

Αλλά είναι πράγματι σημαντικά τα οικονομικά οφέλη από τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού; Διαβάζω σε άρθρο του Quartz ότι σε αντίθεση με τα περισσότερα φάρμακα, τα εμβόλια δεν είναι τόσο μεγάλοι δημιουργοί χρήματος. Πριν τον Covid-19, η παγκόσμια αγορά για όλα τα εμβόλια ήταν περίπου $24 δις το χρόνο – ένα πολύ μικρό κλάσμα της συνολικής φαρμακευτικής αγοράς, τα ετήσια έσοδα της οποίας ξεπερνούν το $1 τρις. Π.χ. τα εμβόλια γρίπης αποτελούν μια αγορά $4 δις ετησίως με τον μεγαλύτερο παραγωγό, τη Sanofi, να έχει πωλήσεις περίπου $1 δις.

Και στην περίπτωση του εμβολίου για τον Covid-19, υπάρχει μεγάλη δημόσια πίεση για να διατηρηθούν οι τιμές όσο το δυνατόν χαμηλότερα, προκειμένου να καταστούν προσβάσιμα σε παγκόσμιο επίπεδο. Γι’ αυτό οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν δεσμευτεί να παραδώσουν τα πρώτα εκατομμύρια δόσεων σε πολύ μειωμένες τιμές -από μόλις $3 ανά δόση (AstraZeneca) έως $25-$37 ανά δόση (Moderna). Κάντε τον πολλαπλασιασμό για να καταλάβετε το περιορισμένο μέγεθος της νέας αγοράς, η οποία μάλιστα μετά το τέλος της πανδημίας πιθανόν να εξαφανιστεί ή να ελαχιστοποιηθεί.

Δικαιολογούν άραγε οι παραπάνω αριθμοί τις τεράστιες επενδύσεις και προσπάθειες που έγιναν; Θα πάρουν πίσω οι εταιρείες την αξία που επένδυσαν; Σε επίπεδο εσόδων φαντάζει ιδιαίτερα δύσκολο. Αλλά τα οφέλη είναι πολύ πιο εκτεταμένα από τα έσοδα: Σε λίγους μήνες κάποιες εταιρείες, κάποια ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια, κάποιοι επιστήμονες, κατάφεραν να γίνουν πρώτο θέμα σε κάθε δελτίο ειδήσεων κάθε χώρας του κόσμου, το όνομα τους να αναφερθεί εκατοντάδες φορές από κάθε ΜΜΕ και να γίνει θέμα συζήτησης παντού.

Το κύρος και το πλεονέκτημα για τα brands που συνδέονται με το εμβόλιο που έληξε την πανδημία θα έχει οικονομικό αντίκτυπο που ξεπερνάει οποιοδήποτε μέγεθος εσόδων από τις πωλήσεις των εμβολίων, οσοδήποτε μεγάλο και αν ήταν αυτό.  Ζούμε στην εποχή ενός παγκόσμιου υπερπολύτιμου νομίσματος: Το brand σήμερα αποτελεί τη σημαντικότερη οικονομική αξία.

Semiotics

Τελευταίο άρθρο πριν τα Χριστούγεννα και γράφω για την πιο χριστουγεννιάτικη διαφήμιση της χρονιάς που δεν περιλαμβάνει ούτε ένα χριστουγεννιάτικο σύμβολο. Αν τυχαίνει να είστε από τους λίγους που ακόμα δεν την είδαν, αναζητήστε στο διαδίκτυο την Χριστουγεννιάτικη καμπάνια της Burberry και απολαύστε το πώς κάποια brands καταφέρνουν και παραμένουν bigger than life.

Το 1952, στο «Singin’ in the Rain», ο Gene Kelly δημιούργησε τη θρυλική σκηνή που παρά τη νεροποντή χόρευε και τραγουδούσε στους δρόμους της πόλης με το πρόσωπό του να ακτινοβολεί χαρά. Η Burberry ξαναφαντάζεται με μια εντυπωσιακή σύγχρονη ματιά εκείνη την εμβληματική σκηνή, εισάγοντάς την στην εικόνα της και στο πλαίσιο της συνολικής καμπάνιας της.

Αυτή η ταινία δεν προέκυψε σε κενό αέρος. Είχε προηγηθεί η ανακοίνωση από τη μάρκα της συνεργασίας με το διάσημο ποδοσφαιριστή και ακτιβιστή Marcus Rashford σε μια νέα πρωτοβουλία ενδυνάμωσης νέων από όλο τον κόσμο.

Ο βρετανικός οίκος μόδας θα ενώσει τις δυνάμεις του με φιλανθρωπικές οργανώσεις ενισχύοντας προγράμματα που υποστηρίζουν σημερινούς «αποκλεισμένους» νέους, σε θέματα που κυμαίνονται από την εκπαίδευση έως τη δημιουργικότητα και τις τέχνες, ανοίγοντας ορίζοντες για νεανική επιχειρηματικότητα που θα καταφέρει να αντιμετωπίσει μερικές από τις σημαντικότερες προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου. Αυτός ήταν και ο λόγος που, σύμφωνα με τον δημιουργικό διευθυντή της μάρκας Ricardo Tisci, η ταινία θέλει να συμβολίσει το «fearless spirit and imagination when pushing boundaries».

Γι’ αυτό επελέγη το θέμα με το τραγούδι και τον χορό μέσα στη βροχή, γι’ αυτό και οι κλασσικές καμπαρντίνες Burberry δεν προστατεύουν τους πρωταγωνιστές από τις σταγόνες της βροχής αλλά από μεγάλα κομμάτια πάγου. Ο ένας χορευτής της εμβληματικής σκηνής της κλασσικής ταινίας αντικαταστάθηκε από μια ομάδα φίλων για να δείξει ότι το να περνάμε τις αντιξοότητες είναι κάτι που κάνουμε καλύτερα μαζί.

Η χορογραφία μοιάζει με συνδυασμό χορού, parkour και capoeira και οι πρωταγωνιστές καταλήγουν στη θάλασσα εν μέσω χιονόπτωσης και χωρίς πια τις προστατευτικές τους καμπαρντίνες, αναδεικνύοντας το μαχητικό πνεύμα και τη διάθεση για ταξίδι. Η ομάδα των φίλων περιλαμβάνει πρωταγωνιστές από κάθε φυλή, για να υποστηριχθεί η διαφορετικότητα. Για τα φωνητικά στο τραγούδι επελέγη η Dreya Mac, μια νεαρή πρώην χορεύτρια η οποία ξεκίνησε νέα καριέρα ως rapper. Για τη σκηνοθεσία και τη χορογραφία αξιοποιήθηκαν δύο κολεκτίβες, η (LA)Horde και η Megaforce αντίστοιχα.

Λίγοι αξιοποιούν τόσο καλά τη σημειωτική όσο το κάνει η μόδα, η διαφήμιση και φυσικά το branding. Σε αυτή την ταινία, η Burberry δίνει πραγματικά μαθήματα αποτελεσματικής χρήσης της.

Black Friday

H διάδοση της καταναλωτικής γιορτής προχωράει κανονικά και στη χώρα μας. Μετράει πια μια πενταετία κατά τη διάρκεια της οποίας το λιανεμπόριο στήριξε πολλές ελπίδες ανάκαμψης του κύκλου εργασιών του, στις δύσκολες περιόδους της οικονομικής ύφεσης και τώρα του covid19.

Οι λιανέμποροι διαγκωνίζονται για να κερδίσουν το σχετικό share of mind, και αντίστοιχα share of pocket, ενώ οι «παλιότεροι» εξ αυτών τσακώνονται για την πατρότητα της μεταφοράς αυτού του αμερικανικού εμπορικού εθίμου στην ελληνική αγορά.

Από την άλλη στη χώρα που γέννησε το έθιμο, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η Black Friday μετράει πολλές δεκαετίες στην Αμερική, κατά κάποιους έχει τις ρίζες της στη Φιλαδέλφεια της δεκαετίας 1950. Εκεί, πλήθη αφροαμερικανών κατέβαιναν από τα προάστια την επόμενη της Πέμπτης των Ευχαριστιών και παραμονή του Σαββάτου του μεγάλου ποδοσφαιρικού αγώνα Στρατού – Ναυτικού. Τα καταστήματα διαφήμιζαν μεγάλες προσφορές για να κερδίσουν την προτίμησή τους και τα πεζοδρόμια και τα πάρκινγκ πλημύριζαν με καταναλωτές.

Οι αστυνομικοί αναγκάζονταν να εργαστούν υπερωρίες για να ελέγξουν την κατάσταση και έδωσαν στη δύσκολη για αυτούς ημέρα το όνομα «Μαύρη Παρασκευή». Σήμερα στις Η.Π.Α. το Βlack Friday έχει καταλήξει να είναι μια πολυήμερη καταναλωτική γιορτή, που απευθύνεται κυρίως σε χαμηλότερων εισοδημάτων καταναλωτές. Ξεκινάει από την Πέμπτη, την Ημέρα των Ευχαριστιών που είναι μεγάλη γιορτή για τους Αμερικανούς και τα καταστήματα παραμένουν ανοιχτά για να υποδεχτούν τις ορδές καταναλωτών που λόγω της αργίας τρέχουν να προλάβουν τις προσφορές και τις εκπτώσεις.

Τα τελευταία χρόνια όμως βλέπουμε όλο και περισσότερες αλυσίδες να επιλέγουν να κλείσουν τα καταστήματά τους στο Thanksgiving, τονίζοντας την αξία της γιορτής και της ανάγκης οι εργαζόμενοί τους και οι καταναλωτές να απολαμβάνουν τη γιορτή, ζεστά και παραδοσιακά, μαζί με τις οικογένειές τους. Από την Apple και την ΙΚΕΑ μέχρι αρχετυπικά αμερικανικά ονόματα όπως οι Bloomingdale’s,Barnes & Noble, Crate & Barrel ή αλυσίδες που είναι συνδεδεμένες με την αμερικανική καθημερινότητα όπως η Costco, τα Staples, τα T.J. Maxx ή τα HomeGoods, δεν κλείνουν απλά τα καταστήματά τους αλλά και το διαφημίζουν, ενισχύοντας τo brand τους σε σχέση με κυρίαρχα ζητήματα της εποχής μας.

Από την άλλη πλευρά, όσοι παραμένουν ανοιχτοί τονίζουν ότι μόνο δίνουν την ευκαιρία στους καταναλωτές να επιλέξουν πότε κάνουν τις αγορές τους, αλλά μοιράζουν και την κίνηση σε περισσότερες ημέρες, γλυτώνοντας τους υπαλλήλους τους από το φαινόμενο αυξημένων ιώσεων και υπερκόπωσης που παρατηρούνται μέσα στην «τρέλα» του Black Friday. Ενδιαφέροντα θέματα για συζητήσεις που για εμάς εδώ ίσως φαντάζουν ακόμα πρώιμες.

Κόντρα στην κατηγορία


Θα επιλέγατε ποτέ μια μάρκα απορρυπαντικού που υπόσχεται ότι θα καθαρίσει τα ρούχα σας χειρότερα από τις ανταγωνιστικές της; Ένα εστιατόριο που διαφημίζει ότι τα burgers του είναι λιγότερο νόστιμα; Μια αλυσίδα σουπερμάρκετ που διαλαλεί ότι πουλάει τα προϊόντα της σε ακριβότερες τιμές; Μια μάρκα οδοντόπαστας που προβάλει ότι θα σας χαρίσει ένα λιγότερο αστραφτερό χαμόγελο;

Κι όμως, αν ανήκετε στη συνεχώς αυξανόμενη ομάδα καταναλωτών που νοιάζονται για την κλιματική αλλαγή και το μέλλον του πλανήτη, ίσως είσαστε πρόθυμοι να κάνετε συμβιβασμούς στην καθαριστική ικανότητα του απορρυπαντικού ρούχων αν αυτό συνεπάγετο κάποιο όφελος για το περιβάλλον. Αν πάλι είστε φιλόζωος, ίσως δεχτείτε τον συμβιβασμό στη γεύση και προτιμήσετε κάποια φυτικά, λιγότερο νόστιμα, burgers.

Αν έχετε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ευημερία της τοπικής σας κοινότητας, ίσως προτιμήσετε ένα κατάστημα σούπερ μάρκετ που προκρίνει, όχι τις χαμηλότερες δυνατές τιμές, αλλά τη στήριξη των τοπικών προϊόντων ή των γειτόνων σας που εργάζονται στο κατάστημα. Αν τέλος, ανήκετε σε αυτούς που ανησυχούν ότι έχουν ευαίσθητα δόντια, ίσως ανησυχείτε ότι οι λευκαντικές ιδιότητες μιας οδοντόπαστας δεν είναι απόλυτα συμβατές με την προστασία τους.

Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά παραδείγματα συγκεκριμένων brands που θυσιάζουν κάποιο από τα core benefits της κατηγορίας στην οποία δραστηριοποιούνται για να μείνουν πιστά στο purpose τους και να δυναμώσουν τη σχέση με το δικό τους ιδιαίτερο κοινό. Το πιο πρόσφατο που μου έρχεται στο νου είναι αυτό της Volvo.

Πόσο εύκολο είναι για μια μάρκα αυτοκινήτων να διαφημίζει ότι βάζει στα αυτοκίνητά της κόφτη ταχύτητας στα 180 χλμ/ώρα ή σύστημα παρακολούθησης που απαγορεύει την οδήγηση από οδηγό που δεν είναι σε καλή κατάσταση; Μάλλον όσο δύσκολο ήταν κάποτε το να δένεις τον οδηγό και τους επιβάτες στις θέσεις τους. Όπως μας λέει η Volvo στην πρόσφατη καμπάνια της, «όταν το 1959 παρουσιάσαμε τη ζώνη ασφαλείας τριών σημείων, ο κόσμος την αποκάλεσε ανοησία, ενοχλητική και παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Στην πραγματικότητα και τότε και τώρα, η μάρκα δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να είναι πιστή στο brand purpose της και στον ιδιαίτερο καταναλωτή που την επιλέγει: Θυσιάζει την οδηγική του ελευθερία και απόλαυση για χάρη της ασφάλειας. Μάλιστα, βρήκα ευφυέστατο που στην πρόσφατη διαφήμισή της πάει ένα βήμα παρακάτω και βάζει τον καταναλωτή της σε δεύτερο ρόλο, προάγοντας τους χρήστες-καταναλωτές ενός ανταγωνιστικού προϊόντος: «Οι δρόμοι ανήκουν σε εσάς, τους ποδηλάτες». Παρακολουθήστε την καμπάνια που τρέχει τους τελευταίους μήνες σε Ελλάδα και εξωτερικό, έχει πολύ ενδιαφέρον.

To rebranding της ΕΡΤ

Σε αντίθεση με το τι πιστεύουν πολλοί, το να εξελίξεις την οπτική ταυτότητα για να συνεχίσει η μάρκα να εκφράζει αποτελεσματικότερα αυτά που πρεσβεύει, δεν αποτελεί rebranding. Για κάτι τέτοιο οι ειδικοί χρησιμοποιούν πιο ήπιες εκφράσεις – redesign, evolution, facelift κ.ο.κ.

Αντίθετα, το rebranding είναι μια επώδυνη εξέλιξη για μια μάρκα: Ακολουθεί τη διαπίστωση ότι κάποια κύρια συστατικά της – η πρότασή της, η τοποθέτησή της στην αγορά, κάτι από αυτά που πρεσβεύει – δεν δουλεύουν πια: Έχουν πάψει να είναι σχετικά με την εποχή, την αγορά, την κατηγορία, τον καταναλωτή και πρέπει να αλλάξουν.

Είναι σαν μια ομολογία ότι έχει χαθεί μέρος του brand equity. Το rebranding είναι η αποδοχή της θυσίας τμήματος των όσων σημαίνει η μάρκα, της ανάγκης για απομείωση της αξίας της, ώστε να γίνει ένα νέο θετικό ξεκίνημα. O ανασχεδιασμός της οπτικής ταυτότητας δεν είναι το κύριο, είναι απλά μία από τις πολλές αλλαγές που συντελούνται στη μάρκα.

Με αφορμή τον ανασχεδιασμό της οπτικής ταυτότητας της ΕΡΤ λοιπόν, σκεφτόμουν ότι αυτό που συμβαίνει τον τελευταίο χρόνο στην κρατική τηλεόραση είναι ένα πραγματικό rebranding. Κακά τα ψέματα, η κρατική τηλεόραση πρέσβευε στο μυαλό του κοινού, με μεγάλη συνέπεια για πολλές δεκαετίες, πολύ συγκεκριμένες έννοιες: Κραταιά θέση, «ποιoτικότερο» πρόγραμμα, λιγότερες κραυγές, μειωμένη «εμπορικότητα» σε σχέση με τους ιδιωτικούς σταθμούς. Αλλά ταυτόχρονα και βραδυκινησία και αναξιοκρατία. Και το κυριότερο, εξάρτηση από την εκάστοτε κυβέρνηση και σαφή υποστήριξή της.

Ακόμα και οι αλλαγές που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, δεν ήταν παρά αυτό που θα ανέμενε κάποιος από το brand. Τα πρώτη φορά κατακόκκινα στούντιο και η πρώτη φορά εκπομπές δημοσιογράφων που δεν κρατούσαν ούτε τα προσχήματα, δεν ήταν αλλαγές για τη μάρκα. Ήτανε συνεπείς με τα όσα το brand είχε εκπαιδεύσει το κοινό του: κάθε φορά που άλλαζε κυβέρνηση, η ΕΡΤ άλλαζε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν.

Αλλά τον τελευταίο χρόνο το brand έφερε εκπλήξεις: Σε αντίθεση με τις προσδοκίες, η αλλαγή κυβέρνησης και διοίκησης δεν σήμαινε αλλαγές δημοσιογράφων και εργαζομένων. Με την εξαίρεση λίγων ακραίων φωνών, δημοσιογράφοι που είχαν πάρει αρνητικές θέσεις απέναντι στην νυν κυβέρνηση παρέμειναν και διατήρησαν τους ρόλους τους.

Εμφανίστηκε το εξαιρετικό ERTflix που μάλιστα δημιουργήθηκε από εργαζόμενους της ΕΡΤ χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια. Τώρα βγαίνει ένα εντυπωσιακό νέο πρόγραμμα. Και μαζί ένα μήνυμα με μια δέσμευση που αρμόζει σε μεγάλο brand. Nα γίνει το παράδειγμα και η έμπνευση για τον καλύτερο μας εαυτό. Καλή επιτυχία σε ένα τέτοιο rebranding λοιπόν.

Νέοι ρόλοι για τα brands

Ένα από τα κυρίαρχα ζητήματα που τίθενται στην προσπάθεια αντιμετώπισης της πανδημίας είναι η έλλειψη ενημέρωσης και η κυριαρχία της παραπληροφόρησης. Αντίστοιχα προβλήματα βλέπουμε σε πολλά κοινωνικά ζητήματα αφού τα παραδοσιακά ΜΜΕ χάνουν συνεχώς τη δύναμη διείσδυσης και ενημέρωσης και υποκαθιστούνται από γνώμες και πληροφορίες που ταξιδεύουν στο διαδίκτυο χωρίς πραγματικό έλεγχο για την ποιότητα και εγκυρότητά τους.

Και ενώ οι μεγάλοι οργανισμοί που διαχειρίζονται κοινωνικά δίκτυα ή μηχανές αναζήτησης προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ ελευθερίας και δημιουργίας συστημάτων ελέγχου, η κατάσταση όχι μόνο δεν βελτιώνεται, αλλά χειροτερεύει. Η πανδημία μας έδωσε το πιο πρόσφατο παράδειγμα διασποράς της παραπληροφόρησης, η οποία έχει οδηγήσει σημαντικό τμήμα του κοινού να συνεισφέρει στη διάδοση της πανδημίας αντί να την αποτρέπει.

Το πρόβλημα μεγεθύνεται από την αδυναμία και άλλων θεσμών να παίξουν τον ενημερωτικό ή εκπαιδευτικό τους ρόλο. Η αμφισβήτηση απέναντι στο κράτος και τους πολιτικούς αυξάνεται, το ίδιο συμβαίνει και για τις ΜΚΟ, οι οποίες στο παρελθόν είχαν καταφέρει να καλύψουν μέρος αυτού του κενού. Στο δυτικό κόσμο μειώνεται και η δύναμη της κυρίαρχης θρησκείας να παίξει ρόλους που είχε παλιότερα.

Ακόμα και οι μεγάλες επιχειρήσεις βάλλονται από παντού και βλέπουμε επιχειρηματίες που παλιότερα είχαν τον σεβασμό όλων, να γίνονται με εντυπωσιακή ευκολία θύματα της αύξησης της παραπληροφόρησης, της συνωμοσιολαγνείας και της προπαγάνδας του κάθε επιτήδειου.

Τέλος, οι εκάστοτε ειδικοί – βλ. επιστήμονες και τεχνοκράτες – συνήθως αδυνατούν να καλύψουν το κενό είτε λόγω έλλειψης εξειδίκευσης στην επικοινωνία είτε λόγω μειωμένης συναισθηματικής νοημοσύνης. Παραδείγματα σαν αυτό του Δρ.Τσιόδρα είναι σπάνια.

Κάπου εδώ, αναδύεται η ανάγκη εισόδου νέων φορέων στο πεδίο της ενημέρωσης και εναντίον της παραπληροφόρησης. Φορέων που γνωρίζουν πώς να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά με το κοινό, που απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης του και που εξειδικεύονται σε συγκεκριμένα θέματα. Τρία χαρακτηριστικά που εξ ορισμού έχουν τα εγκαθιδρυμένα brands.

Γι’ αυτό και βλέπουμε συχνά σε έρευνες κοινού τους πολίτες να ζητούν από τις μάρκες να παίξουν αυτό το ρόλο. Αυτή άλλωστε η συμμετοχή των μαρκών στην κοινωνία με νέους διαφορετικούς τρόπους που ξεπερνούν την «εύκολη λύση» της διανομής μέρους του διαφημιστικού budget ή των κερδών σε κοινωφελείς σκοπούς, είναι κυρίαρχο στοιχείο σήμερα και για το branding και για την ΕΚΕ. Και εκεί είναι που η κάθε μάρκα πρέπει να βρίσκει το σωστό πεδίο δραστηριοποίησης, στηρίζοντας το λόγο ύπαρξής της: Το brand purpose που έχει μοιραστεί με την κοινωνία στον πρότερο βίο της.

H πανδημία και ο θρίαμβος του branding

Oι έρευνες και οι μελέτες για τις μεταβολές που φέρνει η πανδημία στον τρόπο που ζούμε και καταναλώνουμε διαδέχονται η μία την άλλη και μόνο μέσα στον τελευταίο μήνα είχαμε τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων δυο μεγάλων διεθνών μελετών: της Accenture που περιλάμβανε περισσότερα από 8.000 καταναλωτές από 20 χώρες και της EY σε 14.000 καταναλωτές από 18 χώρες.

Αντίστοιχα, είχαμε και τα αποτελέσματα εγχώριας μελέτης του ΙΕΛΚΑ με δείγμα 750 ατόμων την περίοδο 29 έως 31 Αυγούστου 2020. Το ενδιαφέρον βρίσκεται στη διαπίστωση ότι όσο περνάει ο καιρός και προχωράει η πανδημία, τα αποτελέσματα των μελετών συγκλίνουν, διεθνώς αλλά και σε όσα αφορούν στη χώρα μας.

Οι ανάγκες για ασφάλεια, υγιεινή, προστασία και οικονομικό προγραμματισμό ισχυροποιούνται. Αντίστοιχα, ισχυροποιούνται και οι ανάγκες για ενημέρωση και διαφάνεια, την ώρα που ο καταναλωτής δείχνει πρόθυμος να κάνει κάποιες παραχωρήσεις σε ό,τι αφορά σε μια πιο πλούσια και έντονη εμπειρία κατανάλωσης.

Η εμπιστοσύνη και η οικειότητα αναδεικνύονται σε κυρίαρχα χαρακτηριστικά επηρεασμού της καταναλωτικής επιλογής και είναι προφανής η προτίμηση «ηθικών», και συχνά τοπικών εταιρειών και μαρκών που εμφανίζονται διαφανείς και ειλικρινείς και δείχνουν πραγματικό ενδιαφέρον για τον άνθρωπο, την κοινότητα και το περιβάλλον. Όσοι δεν έχουν στρέψει ήδη την προσοχή τους προς τα εκεί, ας το σκεφτούν σοβαρά.

Αυτό το περιβάλλον ευνοεί όλους όσοι είχαν φροντίσει να εστιάζουν διαχρονικά στο χτίσιμο ισχυρών μαρκών. Οι σωστά χτισμένες μάρκες μπορούν από τη φύση τους να κινούνται σε ευρύτερα πλαίσια,  να υπόσχονται και να αντιπροσωπεύουν συνολικότερα οφέλη και βαθύτερες αξίες και όχι απλά καλά προϊοντικά χαρακτηριστικά και λειτουργικά οφέλη.

Σήμερα οι σωστοί brand builders βρίσκονται σε ευνοϊκή θέση για να εκμεταλλευτούν τις τάσεις. Το branding θριαμβεύει απέναντι στο παραδοσιακό προϊοντικό μάρκετινγκ και την απλή διαφήμιση. Το brand management απέναντι στο product management. Το ίδιο θριαμβεύει και η εταιρική φιλοσοφία και κουλτούρα απέναντι στην απλή εταιρική επικοινωνία.

Και φυσικά, όσο και αν η επιβίωση και η ευημερία των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας είναι ο απόλυτα λογικός στόχος, το ενδιαφέρον βρίσκεται στο τι θα ακολουθήσει: Στην πρόβλεψη για το ποιες από αυτές τις τάσεις, στάσεις και συμπεριφορές θα φθίνουν και ποιες θα παραμείνουν και μετά την πανδημία. Έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να διαχειριστούν ανάλογα τις μάρκες τους, μεμονωμένα και ως χαρτοφυλάκια, με τρόπο που θα τις διατηρήσει ισχυρές και την επόμενη μέρα.

Εγκαταλείποντας την Επικοινωνία

Πριν λίγους μήνες, όταν η χώρα περνούσε επιτυχώς το πρώτο κύμα της πανδημίας, αναφέρθηκα στον μεγάλο αφανή ήρωα, την Επικοινωνία. Εκθείασα την αρτιότητα με την οποία η Πολιτεία σχεδίασε και αξιοποίησε την Επικοινωνία, σώζοντας ζωές και διευκολύνοντας στο μέγιστο το έργο γιατρών και νοσοκόμων. Σήμερα η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική.

Δεν είναι τόσο που τα ρεκόρ κρουσμάτων διαδέχονται το ένα το άλλο –την ώρα που γράφεται αυτό το άρθρο οι αριθμοί είναι ακόμα μικροί συγκρινόμενοι με το τι συμβαίνει σε άλλες χώρες. Είναι που μεγάλο μέρος της κοινωνίας συμπεριφέρεται σαν να μην έχει κατανοήσει την κατάσταση, διακινδυνεύοντας την επιτάχυνση στη διάδοση του ιού.

Σε αντίθεση με την περασμένη άνοιξη, αυτή τη φορά η χρήση της Επικοινωνίας υπήρξε κάθε άλλο παρά αποτελεσματική. Όσα έφεραν αποτέλεσμα στην πρώτη φάση, εγκαταλείφθηκαν χωρίς να αντικατασταθούν. Η επικοινωνία του «Μένουμε Ασφαλείς» δεν θύμισε σε τίποτα την εξαιρετική δουλειά που είχε γίνει για το «Μένουμε Σπίτι».

Χάθηκε ο αποτελεσματικός ρόλος του φόβου, χάθηκε και ο κινητοποιός χαρακτήρας του «όλοι μαζί πετυχαίνουμε». Η απογευματινή ενημέρωση και το ντουέτο αυτής, τα διαγγέλματα του πρωθυπουργού, τα διαφημιστικά μηνύματα, τα SMS της Πολιτικής Προστασίας, η δραστηριότητα στο διαδίκτυο και τα κοινωνικά μέσα, όλα σταμάτησαν απότομα.

Ήδη από τις πρώτες ημέρες της άρσης του lockdown άρχισαν δημόσιες συγκεντρώσεις και πορείες χωρίς κανένα περιορισμό και χωρίς κανείς, πολιτικός ή δημοσιογράφος, να τολμάει να εξηγήσει το προφανές. Ο συγχρωτισμός στις κεντρικές πλατείες συνοικιών και προαστίων αυξανόταν και κανείς δεν έδειχνε να προβληματίζεται.

Οι πολιτικοί άρχισαν να εμφανίζονται σε εγκαίνια, εκδηλώσεις και διαδηλώσεις, σαν να προσπαθούσαν να κάνουν το κοινό να ξεχάσει τι είχε προηγηθεί αντί να του προσφέρουν ένα θετικό πρότυπο ή ένα νέο στόχο. Από την εποχή που χωρίς να καταβάλεις καμία προσπάθεια μάθαινες τα πάντα για τον κορωνοϊό, περάσαμε στην εποχή που αν δεν προσπαθούσες, όχι μόνο δεν μάθαινες για τον ιό αλλά έπεφτες πάνω στην συνεχώς αυξανόμενη προπαγάνδα των επιτήδειων ή αφελών συνωμοσιολόγων αρνητών του.

Καθόλου παράξενο λοιπόν που τα κοινωνικά μέσα γέμισαν με φωτογραφίες, διαφημίσεις και άρθρα για παραλίες και διακοπές, ενώ τα δυσάρεστα νέα για το θέριεμα της πανδημίας στον υπόλοιπο πλανήτη πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα από το νεαρότερο κοινό που αγνοεί τα παραδοσιακά ΜΜΕ. Άραγε στο επόμενο διάστημα θα καταφέρει η Πολιτεία να έρθει σε επαφή με τα νεότερα κοινά, αξιοποιώντας τα σωστά κανάλια επικοινωνίας; Ας το ελπίσουμε.

Η θετική δύναμη των brands

Η Unilever ανακοίνωσε τη διακοπή της διαφήμισης στα κοινωνικά δίκτυα στις ΗΠΑ, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους. Αντίστοιχα και η Coca-Cola, για τουλάχιστον 30 ημέρες. Το πολωμένο περιβάλλον, οι διαχωρισμοί και το hate speech οδήγησαν δύο από τους μεγαλύτερους διαφημιζόμενους στην απόφαση να αποσυρθούν από τα κοινωνικά δίκτυα, πιέζοντάς τα να λάβουν τα μέτρα τους.

Σύμφωνα με την Unilever «η συνέχιση της διαφήμισης σε αυτές τις πλατφόρμες στην παρούσα φάση δεν θα προσέθετε αξία στους ανθρώπους και στην κοινωνία» και «συνεργαζόμαστε ενεργά μαζί τους ώστε να υπάρξει σημαντική αλλαγή σε θέματα εμπιστοσύνης και διαφάνειας». Αντίστοιχα, η Coca-Cola αναφέρει ότι δεν υπάρχει θέση για τον ρατσισμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τους ζητάει να κάνουν περισσότερα για την εξάλειψη του περιεχομένου μίσους και να δείξουν περισσότερη διαφάνεια και υπευθυνότητα.

Σε μια άλλη δράση, περισσότερα από 90 μεγάλα brands, μεταξύ των οποίων η Verizon, η Patagonia και η North Face, συμμετείχαν στο #StopHateForProfit, ένα μποϊκοτάζ διαφήμισης στο Facebook με στόχο να μπουν αυστηρότεροι κανόνες για όσους υποκινούν το μίσος, τον ρατσισμό ή τη βία στο Διαδίκτυο.

Έχω γράψει συχνά εδώ όχι μόνο για τις ευκαιρίες που προσφέρει το διαδίκτυο για την προβολή των brands, αλλά και για προβληματισμούς σχετικά με το περιβάλλον που τους παρέχει για την προβολή τους. Η παρουσία ενός brand δίπλα σε ακατάλληλο περιεχόμενο, ασύμβατο με τις αξίες του και την εμπειρία που υπόσχεται, το βλάπτει αντί να το ενισχύει.

Τα κοινωνικά δίκτυα έχουν βοηθήσει στη διάδοση όχι μόνο γνώσης και ενημέρωσης αλλά και fake news και hate speech και δεν είναι άμοιρα ευθύνης στην άνθηση του λαϊκισμού, των θεωριών συνωμοσίας και του φανατισμού που διαπιστώσαμε την τελευταία δεκαετία. Επίσης έχουν κάνει λιγότερα από όσα θα μπορούσαν εναντίον αναξιόπιστων εταιρειών και brands που αξιοποιούν το περιβάλλον τους για να προβαίνουν σε phishing και άλλες απάτες, ενώ δεν είναι αμελητέες οι περιπτώσεις που κενά στην ασφάλειά τους, επέτρεψαν σε επιτήδειους να αποκτήσουν πρόσβαση σε στοιχεία εκατομμυρίων χρηστών.

Σε αυτό το πλαίσιο οι πρόσφατες κινήσεις των μεγάλων brands δημιουργούν την ελπίδα ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν. Τα κοινωνικά δίκτυα κινδυνεύουν να καταντήσουν όπως κάποιοι παρακμιακοί τηλεοπτικοί σταθμοί που χωρίς τα μεγάλα brands εξαρτώνται από περιθωριακούς επιχειρηματίες τηλεμάρκετινγκ, θαυματουργά παραφάρμακα, μαντζούνια αδυνατίσματος και αστρολογικές προβλέψεις – με άμεσες επιδράσεις όχι μόνο στα έσοδά τους αλλά και στην θελκτικότητα και αξιοπιστία τους απέναντι στους χρήστες. Οι επόμενες εβδομάδες και μήνες αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Η πανδημία και η αξία των brands

Διαβάζουμε παντού ότι για να επιβιώσεις πρέπει συνεχώς να αλλάζεις. Ότι το νέο status quo είναι το συνεχές beta. Ότι ζούμε στην εποχή που τεχνολογικές και κοινωνικές αλλαγές χωρίζουν τις επιχειρήσεις σε disruptors και disrupted – δεν υπάρχει τίποτα ενδιάμεσα. Μας προειδοποιούν ότι αν δεν αλλάξουμε, θα αλλάξει κάποιος άλλος και θα πάρει τη θέση μας. Και ότι μόνο τα brands που δεν θα σταματούν να αλλάζουν, θα επιβιώνουν.

Η βασική αξία των brands – η συνέπεια μέσα στο χρόνο – μοιάζει πια πολύ ευάλωτη στην κριτική. Τα brands επανεξετάζουν συνεχώς τα συστατικά τους στοιχεία και ο μεγαλύτερος εχθρός τους – τo rebranding – εμφανίζεται πιο συχνά από ποτέ. Ό,τι παλιότερα συνέβαινε κάθε είκοσι χρόνια τώρα συμβαίνει κάθε δέκα ή πέντε – νέα positioning statements, νέα λογότυπα, νέες οπτικές ταυτότητες, νέα γλώσσα. Και η ταχύτητα των αλλαγών στρώνει το βούτυρο στο ψωμί όσων επιθυμούν να αμφισβητούν με ευκολία την ίδια την αξία του branding.

Αλλά υπάρχουμε και εμείς, που κατανοούμε ότι σε κάθε εποχή μεγάλων αλλαγών, η ανάγκη για την ύπαρξη σταθερών είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Ότι τα brands και το branding όχι μόνο δεν χάνουν την αξία τους, αλλά την αυξάνουν όταν αλλάζουν γρήγορα οι ανθρώπινες σχέσεις και οι σχέσεις των ανθρώπων με το περιβάλλον τους και την τεχνολογία. Και η κρίση της πανδημίας ήρθε να μας προσφέρει χειροπιαστές αποδείξεις. Θυμηθείτε τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που καταναλώσατε το προηγούμενο διάστημα. Τα πιο ισχυρά brands ήταν αυτά που αύξησαν τα μερίδιά τους μέσα στην κρίση.

Οι γνωστές μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων πήραν αναλογικά μεγαλύτερο μερίδιο στο ηλεκτρονικό εμπόριο από αυτό που είχαν πριν. Στην αγορά των ΜΜΕ, τα πιο καλοχτισμένα brands ήταν αυτά που κέρδισαν την προτίμηση του κοινού στην ενημέρωση για την πανδημία. Οι οργανισμοί και οι επιχειρήσεις που είχαν επενδύσει διαχρονικά και με συνέπεια στο brand τους ήταν αυτοί που κέρδισαν το share of mind μέσα στον ατέλειωτο ωκεανό ενεργειών εταιρικής κοινωνικής ευθύνης.

Ας μην ξεχνάμε ότι το branding βασίζεται στη δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης. Kαι όλοι μας, σε κάθε ρευστή περίοδο, απευθυνόμαστε ακόμα περισσότερο σε αυτούς που έχουμε μάθει να εμπιστευόμαστε. Δεν εννοώ ότι τα brands δεν οφείλουν να επανεξετάζουν και να εξελίσσονται συνεχώς. Το αντίθετο ισχύει: Αυτή η ανάγκη είναι αυτονόητη, έτσι ώστε η μάρκα να μπορεί με συνέπεια, σε κάθε εποχή, να υπηρετεί τον λόγο ύπαρξής της και τις υποσχέσεις της και να εκπροσωπεί τις σταθερές της αξίες.

Greek Summer

Παρουσιάστηκε το τηλεοπτικό σποτ και προκάλεσε θύελλα συζητήσεων σε ΜΜΕ και κοινωνικά δίκτυα. Κάποιοι το είδαν ως αφορμή για πολιτική αντιπαράθεση και αρκετοί, ειδικοί και μη, έσπευσαν να επαινέσουν ή να ψέξουν την καμπάνια, χωρίς να γνωρίζουν τους στόχους και φυσικά το πώς θα εξελιχτεί μέσα στο χρόνο. Δεν έλειψαν fake news για το κόστος ή κάποια παραλία στην Κροατία, ούτε ασυναρτησίες περί αντιγραφής σλόγκαν μάρκας καλλυντικών ή ανάγκης κατοχύρωσης εμπορικού σήματος.

Πέρα από το να αναφέρω την ανακούφιση που ένιωσα όταν διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε άμεση πρόσκληση τουριστών – πόσο υπεύθυνο θα ήταν να προσκαλούμε ως χώρα τουρίστες όταν δεν μπορούμε να εγγυηθούμε ότι οι επόμενες εβδομάδες και μήνες θα κυλήσουν ομαλά; – δεν έχω λόγο να κρίνω την καμπάνια, μου λείπουν στοιχεία για να το κάνω με τρόπο επαγγελματικό και δίκαιο.

Αντίθετα, η προσοχή μου ως brander επικεντρώνεται στις πολλαπλές αναφορές των δημιουργών σε «ένα νέο brand, το Ελληνικό Καλοκαίρι – Greek Summer». Χρόνια τώρα, διδάσκοντας τι σημαίνει branding, υπερθεματίζω υπερβάλλοντας, λέγοντας ότι οτιδήποτε διαρκεί στο χρόνο και φέρει ισχυρό συμβολικό νοηματικό ή/και συναισθηματικό φορτίο για κάποιους, μπορεί να ιδωθεί ως brand – ακόμα και ένα έθνος, μια θρησκεία, μια ποδοσφαιρική ομάδα, ένας τόπος.

Αντίστοιχα λοιπόν θα μπορούσε να ιδωθεί ως brand και το Ελληνικό καλοκαίρι, το Αυγουστιάτικο φεγγάρι ή το ηλιοβασίλεμα της Οίας. Όμως στην πραγματικότητα, για να είναι χρήσιμος ο ορισμός, απαιτείται να υπάρχει και δυνατότητα κάποιας διαχείρισης (brand management) στον τρόπο που το κοινό αντιλαμβάνεται και βιώνει την επαφή με το brand. Δηλαδή υπάρχει κάποιος που μπορεί και ορίζει και διαχειρίζεται το «προϊόν» και τα χαρακτηριστικά του, την πρόταση και την ταυτότητα, την οπτική και λεκτική γλώσσα, και μάλιστα με μακροχρόνιο μάλιστα ορίζοντα ώστε να υπάρχει συνέπεια.

Αν λοιπόν οι φορείς μπορούν να επηρεάσουν σε βάθος χρόνου το τι θα υπόσχεται το Ελληνικό καλοκαίρι και το πώς θα το αντιλαμβάνεται ο τουρίστας και θα το προσφέρει o επαγγελματίας του τουρισμού, έχουμε μια καλή πρώτη βάση. Aν επίσης, σε μια άσκηση αρχιτεκτονικής branding, έχουν αποσαφηνιστεί οι σχέσεις του «νέου brand» με τα motherbrands (βλ. nation brand και συνολικό τουριστικό brand) και με άλλα subbrands (βλ. άλλες εκτός καλοκαιρινών διακοπών μορφές τουρισμού) τότε ίσως μπορέσει να χτιστεί το νέο brand. Αλλιώς προβληματίζομαι ότι η αναφορά στο ελληνικό καλοκαίρι ως «νέο brand» ενέχει στοιχεία εύκολου εντυπωσιασμού. Ειδικά μάλιστα όταν διαχρονικά, οι αρμόδιοι για το ελληνικό τουριστικό μάρκετινγκ μας έχουν μάθει σε σπασμωδικές κινήσεις και συνεχείς αλλαγές. Οψόμεθα.

Ένα παράθυρο προς το μέλλον;

Ένα από τα ωραία πράγματα που συμβαίνουν αυτό τον καιρό στη χώρα είναι το έργο της Επιτροπής «Ελλάδα 2021». Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της Επιτροπής, ο σκοπός της είναι να οργανώσει τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Επανάσταση και ένα συνολικό πρόγραμμα δράσεων για να μας επανασυστήσει την Ελλάδα, προβάλλοντας τα επιτεύγματά μας, αναδεικνύοντας τις δυνατότητές μας και θυμίζοντας όχι μόνο τους αγώνες αλλά και τις αδυναμίες και τα λάθη μας. Η Επιτροπή θα αξιοποιήσει την επέτειο για να μας ξαναγνωρίσει την ιστορία αλλά και για να ανοίξει ένα παράθυρο για την Ελλάδα του μέλλοντος.

Σε αυτήν της την προσπάθεια ξεκινάει με μια μεγάλη προίκα: Το βάρος που φέρει το brand 1821 για τους Έλληνες είναι τόσο μεγάλο που εγγυάται την προσοχή και τη θετική μας προδιάθεση. Αρκεί βέβαια η Επιτροπή να ακολουθήσει τη βασική λογική του branding. Όπως έχω γράψει επανειλημμένως, brand σε μεγάλο βαθμό σημαίνει συνέπεια και εμπιστοσύνη: Εμπιστοσύνη ότι η μάρκα δεν θα προδώσει τα όσα πιστεύω ότι αντιπροσωπεύει, ούτε θα διαψεύσει τα όσα προσδοκώ από αυτή και την εμπειρία που αναμένω ότι θα έχω όταν έρθω σε επαφή μαζί της.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το 1821 είναι σαφώς προσδιορισμένο για τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων –η Παιδεία, οι εορτασμοί και οι κάθε είδους Τέχνες έχουν δημιουργήσει ένα πολύ συμπαγές brand. Άρα απαιτείται μεγάλη προσοχή ώστε η επιτροπή να μην έρθει σε σύγκρουση μαζί του και ένα rebranding (όπως κάθε βίαιο rebranding) είναι εξαρχής καταδικασμένο σε αποτυχία.

Ήδη παρουσιάστηκαν τα πρώτα προβλήματα: Η οργανωτική δεινότητα του ανθρώπου που συντόνισε τους υπέροχους αγώνες του 2004 αποτελεί εχέγγυο για μια καλή διοργάνωση. Για το ρόλο όμως του spokesperson της Επιτροπής, η ισχυρή και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα μάλλον δεν συνάδει με τις προσδοκίες του κοινού.

Αντίστοιχα και το, ιδιαίτερα καλαίσθητο κατά τη γνώμη μου, σήμα: κατάλληλο για κάποια εκδήλωση της Στέγης κατά κάποιους, ή της Ακαδημίας Αθηνών κατά άλλους, ή για τη «θερινή σύναξη των Ελλήνων βιβλιοθηκάριων» όπως μου το περιέγραψε με μια μικρή δόση ειρωνείας κάποιος ειδικός, αυτό το σήμα μάλλον αποτυγχάνει να ακουμπήσει τις σωστές χορδές μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού.

Επίσης οι απρόσεχτες αναρτήσεις για τη «δικτατορία» του Καποδίστρια, την ερωτική ζωή του Καραϊσκάκη ή το αν «δουλεύουμε όλοι για να παράγουμε data για τους ιδιοκτήτες των 5 τεχνολογικών κολοσσών», μάλλον διασκορπίζουν το brand αντί να το αποστάζουν σε κάτι χρήσιμο και αποτελεσματικό. Χρειάζεται προσοχή λοιπόν, πριν να είναι πολύ αργά.

Branding στην εποχή του κορωνοϊού

Αν και ακόμα υπάρχει αβεβαιότητα για πολλά που σχετίζονται με την πανδημία, φαίνεται ότι όλοι συμφωνούν σε ένα: Σε αντίθεση με την προηγούμενη κρίση της δεκαετούς οικονομικής ύφεσης, η συγκεκριμένη κρίση θα έχει περιορισμένη διάρκεια – λίγους ή κάπως περισσότερους μήνες. Για αυτό το λόγο είναι σημαντικό η σκέψη να μην περιοριστεί στο πώς το brand θα αντέξει κατά τη διάρκειά της αλλά να αναζητήσει τρόπους για να βγει πιο δυνατό στην επόμενη εποχή, η οποία αναμένεται πολύ ενδιαφέρουσα. Πώς το brand θα διατηρήσει και θα ενισχύσει τη σχέση του με τους καταναλωτές ώστε να επωφεληθεί από την κρίση;

Η διακοπή κάθε δραστηριότητας της μάρκας κατά τη διάρκεια της κρίσης μπορεί να αποδειχτεί εξίσου μεγάλο λάθος με τη συνέχεια της δραστηριότητάς της σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα. Ο καταναλωτής χρειάζεται το brand σας και περιμένει από αυτό. Όχι αναγκαστικά την εύκολη λύση, την παροχή υγειονομικού υλικού ή οικονομικών πόρων για την άμβλυνση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας στην κοινωνία. H προσφορά ενός brand σε αυτές τις δύσκολες στιγμές έχει μεγαλύτερο νόημα όταν συνάδει ή, ακόμα καλύτερα, όταν προκύπτει από το ίδιο το brand purpose.

Δεν έχει νόημα όλες οι μάρκες να προσφέρουν ιατρικά υλικά και τρόφιμα. Αν π.χ. ένα brand υπόσχεται επικοινωνία, η εποχή του Μένουμε Σπίτι του προσφέρει πεδίο δόξας λαμπρό. Το ίδιο και αν υπόσχεται ψυχαγωγία ή μαγειρική γεύση και απόλαυση. Αν υπόσχεται αγάπη και έρωτα ας σκεφτεί, πώς μπορεί να ενώσει ανθρώπους που σήμερα είναι χωρισμένοι στα σπίτια τους; Αν υπόσχεται ευτυχία, πώς θα μπορούσε να μετριάσει την κατάθλιψη που ήδη αρχίζει και γίνεται εμφανής σε κάποια σπίτια; Προφανώς τα παραδείγματα είναι άφθονα. Και έχει ενδιαφέρον, πέρα από το αυτονόητο, να σκεφτεί κανείς και το διαφορετικό.

Αφού τα περισσότερα brands θα προσπαθήσουν να αξιοποιήσουν την ευκαιρία, πώς μπορεί το δικό μας brand να διαφοροποιηθεί, να την αξιοποιήσει πιο δημιουργικά ώστε να κερδίσει την προσοχή και την αποδοχή; Και πώς θα το κάνει με τέτοιο τρόπο, διακριτικό και κομψό, ώστε να μην φανεί ότι προσπαθεί να επωφεληθεί μιας δύσκολης κατάστασης ή να χτυπήσει τους ανταγωνιστές του;
Αλλά όπως προανέφερα, το ζήτημα δεν είναι μόνο οι λίγοι μήνες της πανδημίας στους οποίους η μάρκα καλείται να δείξει υψηλό βαθμό ενσυναίσθησης, αλλά κυρίως οι επόμενοι. Αυτές τις μέρες συντελούνται μεγάλες αλλαγές σε αντιλήψεις και συμπεριφορές. Πώς θα αρχίσουμε από τώρα να προετοιμάζουμε το brand ώστε να αξιοποιήσει τις νέες συνθήκες που θα έχουν διαμορφωθεί στην επόμενη περίοδο;

Το brand σας σε ξένα χέρια

Πρώτη Κυριακή του κορωνοϊού και όπως η μισή Ελλάδα έτσι και εγώ μένω σπίτι. Στα κοινωνικά δίκτυα είναι έντονος ο θυμός για τον συνωστισμό της προηγούμενης ημέρας στα σούπερ μάρκετ, ο οποίος προφανώς συνέβαλε στην ταχύτερη διάδοση του ιού. Στέκομαι στο σχόλιο κάποιου φίλου που δηλώνει αγανάκτηση για την προ διημέρου ανάρτηση κάποιας blogger στο Instagram. H εν λόγω «ινφλουένσερ», εκτελώντας προφανώς κάποια συμβατική της υποχρέωση, προτείνει στους followers μέσα από τη φωτογραφία της και τη λεζάντα που τη συνοδεύει, να αντικαταστήσουν τη γυμναστική στα γυμναστήρια που έχουν ήδη κλείσει με επισκέψεις για shopping στην αλυσίδα σούπερ μάρκετ που διαφημίζει.

Η ψυχολογική φόρτιση της ημέρας οδηγεί σε πολλά αρνητικά σχόλια τόσο για την ίδια όσο και για το brand που διαφημίζει. Για ένα brand μάλιστα που έχει κάνει μεγάλη προσπάθεια μέσα στο χρόνο να ξεφορτωθεί κάποια βάρη που κουβαλούσε. Με λίγη τύχη το θέμα δεν προλαβαίνει να γίνει viral, και η «ινφλουένσερ» σβήνει τη φωτιά που πήγε να δημιουργηθεί αλλάζοντας το κείμενο της λεζάντας προς μια πιο «μένουμε σπίτι» κατεύθυνση και σβήνοντας συστηματικά για αρκετές ώρες τα αρνητικά σχόλια. Έτσι η ζημιά για την ίδια και το brand του πελάτη μένει πολύ περιορισμένη, παρά την ευαισθησία της όλης κατάστασης.

Τα περιστατικά ατυχών συσχετίσεων brands με influencers δεν είναι σπάνια. Αντίθετα, αυξάνονταν όσο αυξανόταν και η επένδυση στο influencer marketing – τα case studies είναι άφθονα. Πολλοί brand managers προσπαθούν να αποφύγουν τις κακοτοπιές ζητώντας να έχουν κάποιο έλεγχο πάνω στα posts, συχνά «σκηνοθετώντας» τα ή και προεγκρίνοντάς τα πριν βγουν στον αέρα. Αλλά δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ο influencer έχει μεγάλη ελευθερία, είτε λόγω της ειδημοσύνης του σε κάποιο θέμα, είτε επειδή ο υπερβολικός έλεγχος στα post στερεί την αμεσότητα, τον αυθορμητισμό, τη συσχέτιση με τη στιγμή – δηλαδή τα στοιχεία εκείνα που κάνουν τα κοινωνικά μέσα πιο ενδιαφέροντα και το influencer marketing λιγότερο ψεύτικο και στημένο.

Γι’ αυτούς τους λόγους, ελέγξτε διπλά αυτούς με τους οποίους θα συνδέσετε τη μάρκα σας αλλά και αυτούς που σας τους προτείνουν. Εξασφαλίσετε ότι τους εισάγετε σωστά στον κόσμο της μάρκας και τους δίνετε τα κατάλληλα brief, ενώ προσυμφωνείτε το βαθμό ελέγχου που θα έχετε στη διαδικασία. Μην ξεχνάτε ότι διαφέρουν από τους brand ambassadors. Διότι τελικά, όταν αποφασίζετε να μοιραστείτε μέρος του ελέγχου του brand σας με κάποιον τρίτο, ας είστε βέβαιοι ότι θα σας βγάλει ασπροπρόσωπους.

Σε αναζήτηση ταυτότητας (2)

Στο προηγούμενο τεύχος έγραψα για τη διαφήμιση της Scandinavian Airlines (SAS) με τον τίτλο «What is Truly Scandinavian?». Μετά από μια ολιγοήμερη διακοπή της καμπάνιας, η SAS ανακοίνωσε την πρόθεσή της να την συνεχίσει και εγώ παρακολούθησα τις αντιδράσεις, οι οποίες παρέμειναν κυρίως αρνητικές. Ανάμεσα στα χιλιάδες σχόλια η προσοχή μου έπεσε σε αυτό: «Αγαπητή SAS, αυτή η διαφήμιση δεν είναι καλή.

Μέχρι σήμερα ένιωθα υπερήφανος κάθε φορά που ξεκινούσα για να ταξιδέψω στο εξωτερικό με μια πτήση που έφερε τα αρχικά SK. Το ίδιο και όταν επέστρεφα με την πτήση της SAS πίσω στον όμορφο Βορρά, που είναι γεμάτος με τις Stokke καρέκλες, τη Volvo και την Ordning & Reda, το Tivoli, το σκανδιναβικό ντιζάιν, την υπέροχη σκανδιναβική διάθεση.

Αλλά με τη διαφήμιση αυτό άλλαξε, κάτι έσπασε, με κάνατε να νιώθω σαν εμείς οι Σκανδιναβοί να είμαστε αρπακτικά. Βλέπω δίπλα μας στο αεροδρόμιο να προσγειώνεται ένα αεροπλάνο της Norwegian Air, με την απεικόνιση ενός ακόμα σημαντικού ανθρώπου στην ουρά του. Και σκέφτομαι ότι την επόμενη φορά πρέπει να πετάξω με την Norwegian.

Καταργήστε την συγκεκριμένη διαφήμιση και ξοδέψτε τα χρήματά σας για να ξαναβγάλετε τις παλιές σας διαφημίσεις. Πρέπει άμεσα να διορθώσετε αυτό το αίσθημα δυσφορίας». Μπήκα να δω το προφίλ του γράφοντα και είδα έναν μάλλον ήπιων τόνων και μορφωμένο άνθρωπο, χωρίς εντάσεις στο timeline και τις φωτογραφίες του.

Μετά έψαξα στο διαδίκτυο τη Norwegian Air: «Όταν απογειώθηκε το πρώτο μας Boeing 737 το 2002, αμφισβητήσαμε ένα καθιερωμένο μονοπώλιο. Από τότε στολίζουμε τις ουρές των αεροσκαφών μας με προσωπικότητες που έχουν πιέσει τα όρια. Σήμερα, οι “tail fin” ήρωές μας προέρχονται από τις χώρες που λειτουργούμε, συμπεριλαμβανομένων όλων των σκανδιναβικών χωρών, καθώς και την Ισπανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ιρλανδία, τη Σκωτία, την Αργεντινή και τις ΗΠΑ».

Εφευρέτες, επιστήμονες, πολιτικοί, καλλιτέχνες, που μοιράστηκαν το έργο τους με άλλους λαούς και προχώρησαν την ανθρωπότητα μπροστά. Να μια άλλη προσέγγιση λοιπόν του πώς μια αεροπορική εταιρεία μπορεί να δείξει την αξία του ταξιδιδεύειν. Λιγότερο προβοκατόρικη αλλά μάλλον πιο αποτελεσματική.

Πρέπει να ομολογήσω ότι ως καταναλωτής και χωρίς να είμαι πελάτης της SAS, βρήκα υπέροχη την καμπάνια της. Αλλά ως επαγγελματίας αναγνωρίζω ότι πρόκειται για μια άστοχη και δικαιολογημένα αποτυχημένη καμπάνια που έβλαψε το brand του σκανδιναβικού «εθνικού αερομεταφορέα». Διότι τελικά, όπως γράφει και ο Neumeier, το brand δεν είναι αυτό που νομίζεις εσύ, αλλά αυτό που νομίζουν αυτοί. Δηλαδή οι καταναλωτές του.

The Devil inside

Marketing deceives», ήρθε η απάντηση της φοιτήτριας. Συζητάμε στην τάξη για το τι τελικά είναι το marketing και ποιος ο ρόλος του και η επίδρασή του στην κοινωνία. Η απάντηση της φοιτήτριας ήρθε να προστεθεί σε προηγούμενο σχόλιο άλλου φοιτητή που υποστήριζε ότι το marketing υπάρχει «για να δημιουργεί ανάγκες στους ανθρώπους, ανάγκες που προηγουμένως δεν είχαν». Όταν έχουν τέτοια εντύπωση για το marketing ακόμα και τελειόφοιτοι φοιτητές ενός από τα καλύτερα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών marketing της χώρας, φανταστείτε τι συμβαίνει μεταξύ στελεχών άλλων ειδικοτήτων και τομέων της επιχειρησιακής λειτουργίας ή, ακόμα χειρότερα, στην ευρύτερη κοινωνία.

Όλοι έχουμε ακούσει τη φράση «αυτό δεν είναι αληθινό, είναι marketing, μην το πιστεύεις», συχνά μάλιστα από το δημοσιογράφους στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, Μέσα που ουσιαστικά επιβιώνουν χάρη στις επενδύσεις στο marketing των διαφημιζόμενων πελατών τους. Το marketing που δήθεν παραπλανά και εξαπατά, που δημιουργεί ανάγκες που προηγουμένως δεν υπήρχαν, είναι μια αντίληψη που διαπερνά μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Πόσοι από εμάς και αν δεν έχουμε ακούσει συναδέλφους άλλων τομέων να μιλούν για τη διεύθυνση marketing που σπαταλάει τα χρήματα που δημιούργησαν άλλες πιο «ορθολογικές» διευθύνσεις, όπως αυτές της παραγωγής ή των οικονομικών.

Ακόμα θυμάμαι αυτό που μου είχε πει ένας καινοτόμος αγρότης που παράγει βιολογικά προϊόντα και τα διαθέτει στους πελάτες του κάθε εβδομάδα πόρτα-πόρτα, από το χωράφι στο πιάτο τους. «Ενδιαφέρον αυτό που κάνεις, αλλά εγώ εργάζομαι για να δημιουργώ τροφή, εσύ εργάζεσαι για να δημιουργείς αέρα». Και δώσ’ του να προσπαθώ εγώ να εξηγήσω ότι υπάρχουν αμέτρητοι παραγωγοί που μπορούν να παράξουν καλά φρούτα και λαχανικά αλλά ελάχιστοι τα παράγουν, τα προβάλλουν, τα διανέμουν και τα τιμολογούν με όρους marketing, όπως ο συγκεκριμένος. Στην πραγματικότητα ο ίδιος είναι πιο marketer παρά αγρότης – και ας μην το καταλαβαίνει.

Στη χώρα μας δυστυχώς παράγουμε λίγα προϊόντα, ακόμα λιγότερα brands, φυσιολογική λοιπόν και η αυξημένη άγνοια για την αξία του marketing. Ένας από τους κύριους λόγους λοιπόν που αφιερώνω χρόνο και στη διδασκαλία είναι γιατί ξέρω καλά ότι χωρίς marketing και χωρίς καλούς marketers, η χώρα μας και η οικονομία της δεν έχουν τύχη. Και κουράζω τους φοιτητές μου φωνάζοντας ότι δουλειά του marketing είναι να ανακαλύπτει τις ανάγκες του ανθρώπου και να τις ικανοποιεί με τον ιδανικότερο τρόπο. Είτε αρέσει, είτε όχι, στην εποχή μας οι καλοί marketers είναι αυτοί που αλλάζουν τον κόσμο μας. «Μarketing makes the world go round» που έλεγε και ένας παλιός μου καθηγητής.

Επιστροφή στην αισιοδοξία;

Έργα που ήταν παγωμένα για καιρό ξαναπήραν μπροστά, προσφορές που έμεναν στα συρτάρια για μήνες πήραν επιτέλους έγκριση, ενώ οι οχλήσεις για νέα projects έχουν πολλαπλασιαστεί. Και το σημαντικότερο, δεν έχει υπάρξει ακόμα συνάντηση στην οποία να έχω λάβει μέρος χωρίς οι συμμετέχοντες να έχουν εκφράσει σοβαρή αισιοδοξία για όσα προσδοκούν για το επόμενο διάστημα.

O εγχώριος δείκτης οικονομικού κλίματος (ESI) του ΙΟΒΕ ανέβηκε σε επίπεδα που είχε να δει από το 2008 ενώ απέχει πολύ λίγο από αυτά που είχε δει αμέσως μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Και στη βελτίωση του κλίματος φαίνεται να συμμετέχουν όλοι: Βελτίωση στην καταναλωτική εμπιστοσύνη, βελτίωση και στις μεγάλες και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Αντίστοιχα και για τον ευρύτερο κλάδο μας, η FORECOMM_s, η έρευνα που οργανώνεται από την ΕΔΕΕ μεταξύ διαφημιζομένων και διαφημιστών για να καταγράψει το οικονομικό κλίμα, δίνει αντίστοιχα αποτελέσματα: «Η ολοκλήρωση των πολιτικών διαδικασιών και το σαφές αποτέλεσμα των εκλογών φαίνεται να έχει θετική επίδραση στο επιχειρηματικό κλίμα: Σε επίπεδο επιχείρησης οι θετικές προσδοκίες επανέρχονται στα υψηλά επίπεδα των τελευταίων μετρήσεων, ενώ σε επίπεδο κλάδου σημειώνουν θετικό ρεκόρ».

Όλα αυτά παρά το γεγονός ότι πολλά από τα πραγματικά οικονομικά μεγέθη παραμένουν προβληματικά, παρά τα λιγότερο αισιόδοξα μηνύματα που φαίνεται να εξέπεμψε φέτος ο τουρισμός, παρά τις διεθνείς απειλές και τις ανησυχίες που υπάρχουν για την οικονομία στην ΕΕ και στον υπόλοιπο κόσμο. Δεν ξέρω αν αυτό το κλίμα θα διαρκέσει, άλλωστε δεν είναι σπάνιες οι βελτιώσεις των δεικτών οικονομικού κλίματος μετά από την ολοκλήρωση εκλογών και πολιτικών διαδικασιών.

Όμως είναι ξεκάθαρο ότι κάτι αλλάζει. Σαν μετά από χρόνια, η επιχειρηματικότητα και η αγορά να ένιωσαν επιτέλους λίγο πιο ελεύθερες να λειτουργήσουν ξανά, χωρίς να έχουν το κράτος απέναντι, χωρίς την απειλή νέας δημευτικής φορολόγησης ή επιβολής νέων εμποδίων, χωρίς την ανησυχία για την επόμενη αξιολόγηση. Σαν, έστω για λίγο, οι πολλές και διάφορες εγχώριες δυνάμεις που μάχονται το επιχειρείν να έπαψαν να έχουν το πάνω χέρι. Για τον κλάδο μας, αυτό το καλό οικονομικό κλίμα φαίνεται ότι ήδη οδηγεί σε αύξηση προϋπολογισμών και νέων έργων. Ας ελπίσουμε ότι θα διαρκέσει και θα βελτιωθεί περεταίρω.

Nonsense™

Ακούω έκπληκτος γνωστό ραδιοφωνικό δημοσιογράφο να αναρωτιέται αν θα υπάρξουν συνέπειες για τον υπάλληλο του Υπουργείου Ανάπτυξης που άφησε, λέει, να αναγνωριστεί το «Turkaegean» από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Λίγες ώρες αργότερα ανακοινώθηκε ΕΔΕ από το Υπουργείο Ανάπτυξης για τη συγκεκριμένη απόφαση «για τη διαπίστωση πειθαρχικών παραπτωμάτων υπαλλήλων της πρώην Διεύθυνσης Σημάτων της Γ.Γ. Εμπορίου,…, επειδή δεν υπήρξε ουδέποτε ενημέρωση για τη συγκεκριμένη υπόθεση προς την υπηρεσία ή την πολιτική ηγεσία του υπουργείου από τους αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες». Την προηγούμενη μέρα είχε προηγηθεί έντονος διάλογος με τη συμμετοχή κυβέρνησης, αντιπολίτευσης και αμέτρητων δημοσιογράφων και δημοσιολογούντων, o οποίος συνεχίζεται ακόμα και τη μέρα που γράφεται αυτό το άρθρο.

Το «turkaegean» είναι το motto διαφημιστικής καμπάνιας του Τουρκικού οργανισμού τουρισμού που (ήδη από το 2021) διαφημίζει τις τουρκικές παραλίες στο Αιγαίο με σκοπό την προώθηση του τουριστικού προϊόντος της. Και όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, επέλεξαν να κατοχυρώσουν το motto της καμπάνιας ως εμπορικό σήμα. Και μεταξύ άλλων, το κατέθεσαν και στη βάση σημάτων που έχει δημιουργήσει εδώ και αρκετές δεκαετίες η ΕΕ, προσπαθώντας να εναρμονίσει τα των εμπορικών σημάτων στο εσωτερικό της.

Φτάνει μια απλή έρευνα λίγων λεπτών για να διαπιστωθεί ότι το «Aegean», αυτούσιο ή ως συνθετικό, περιέχεται σε χιλιάδες σήματα διεθνώς, κατοχυρωμένα από εταιρείες όλου του κόσμου, αρκετές μάλιστα τουρκικές. Αρκετά είναι κατοχυρωμένα στη βάση σημάτων της ΕΕ, μάλιστα υπάρχουν σήματα που το «Aegean» είναι κατοχυρωμένο τόσο ως αυτούσιο όσο και ως συνθετικό, από κάποια τουρκική εταιρεία ήδη από το 2018. Όλα αυτά φυσικά απέχουν πολύ από το να σημαίνουν ότι το Αιγαίο πέλαγος ανήκει σε κάποια ελληνική αεροπορική εταιρεία, σε κάποια τουρκική εταιρεία υφασμάτων ή σε κάποια βραζιλιάνικη εταιρεία που παράγει διαδρόμους γυμναστικής.

Η δουλειά μου με έχει υποχρεώσει εδώ και δύο δεκαετίες να ασχολούμαι πολύ συχνά με εμπορικά σήματα. Έχω συμμετάσχει σε πολλές δεκάδες περιπτώσεις κατοχύρωσης νέων εμπορικών σημάτων, συνομιλώντας με ειδικούς νομικούς και νομικά τμήματα εταιρειών. Παρόλα αυτά, κάθε φορά που προκύπτει θέμα εμπορικών σημάτων, αποφεύγω να πάρω θέση, γιατί το δίκαιο είναι σύνθετο και η κάθε υπόθεση διαφορετική. Εκπλήσσομαι λοιπόν με την ευκολία στην υπερβολή των διαφόρων άσχετων με εμπορικά σήματα δημοσιολογούντων, ειδικά όταν κάποιοι φτάνουν να θεωρήσουν ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνώρισε Τουρκικό Αιγαίο». Η κατάντια της δημόσιας συζήτησης στη χώρα μας σε κάνει συχνά να αναρωτιέσαι τόσο για το επίπεδο της δημοσιογραφίας και της πολιτικής, όσο και για τον ρόλο των κοινωνικών δικτύων.

The good marketer

Η γενιά μου πρόλαβε την εποχή που το marketing ήταν στη μεγάλη του άνθηση: οι επιχειρήσεις ανακάλυπταν τη δύναμη και την αξία του και – ειδικά για τις επιχειρήσεις FMCGs – αποτελούσε το σημαντικότερο τμήμα. Η αναπτυσσόμενη ελληνική οικονομία σε συνδυασμό με τη συμμετοχή στην ΕΕ και την ειδική γεωγραφική θέση, έκαναν τη μικρή χώρα μας σημαντική αγορά για αρκετές μεγάλες πολυεθνικές, οι οι οποίες μάλιστα έδιναν στα γραφεία τους στην Αθήνα ρόλο hub NA Ευρώπης και Μέσης Ανατολής, επανδρώνοντας τα (και) με Έλληνες marketers.

Οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις επεκτείνονταν στα Βαλκάνια, δημιουργώντας πρόσθετες ευκαιρίες για Έλληνες marketers στις βαλκανικές τους θυγατρικές. Και επειδή οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και οι τεχνολογικές εξελίξεις ήταν ακόμα περιορισμένες, οι εγχώριοι brand managers είχαν σημαντική ελευθερία στη διαμόρφωση τοπικά, marketing plans και επικοινωνίας. Oι καλοί απόφοιτοι καλών πανεπιστημίων είχαν την ευκαιρία να εργαστούν σχεδόν άμεσα, για brands και επιχειρήσεις της επιλογής τους, που τους έδιναν σπουδαίες ευκαιρίες εξέλιξης και νέων γνώσεων και εμπειριών. Ο καλός marketer, φύσει και θέσει, είχε επαφή και κατανόηση των άλλων τμημάτων της επιχείρησης, αποκτούσε ικανότητες συντονισμού ομάδων και project management, μάθαινε τις ανάγκες του καταναλωτή, της αγοράς και του ευρύτερου περιβάλλοντος, παρακολουθούσε τις τάσεις και τις εξελίξεις, και μπορούσε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον να συνθέσει ένα σωστό SWOT (ή TOWS κατά το πιο σύγχρονο). Ο ρόλος του απαιτούσε να μπορεί να αναλύει, να συνθέτει και να δημιουργεί. Δεν ήταν τυχαίο λοιπόν που εκείνη την εποχή οι καλοί marketers ήταν εκκολαπτόμενοι μετέπειτα γενικοί διευθυντές της επιχείρησης.

Σήμερα τα πράγματα για τους νέους marketers είναι δυσκολότερα. Η μακροχρόνια ύφεση έφερε την αποχώρηση μεγάλων πολυεθνικών και την εκποίηση των βαλκανικών θυγατρικών ελληνικών επιχειρήσεων. Η αυξανόμενη κεντρική διαχείριση των διεθνών brands αφήνει στις τοπικές ομάδες εκτελεστικά καθήκοντα, περιορισμένου εύρους και μειωμένου ενδιαφέροντος. Και η ανάπτυξη του digital συνετέλεσε σε ρόλους μεγαλύτερης εξειδίκευσης αλλά μικρότερου εύρους και έκθεσης στη διαχείριση του brand. Ο σημερινός νέος marketer στην Ελλάδα έχει συνήθως μικρότερο εύρος επιλογών, λιγότερες ευκαιρίες ανάπτυξης, και πιο εξειδικευμένη, συχνά αποσπασματική, συμμετοχή στο συνολικό marketing. Γι’ αυτό πάντα συμβουλεύω τους φοιτητές μου, να δρουν από τα πρώτα χρόνια καριέρας, ανεξαρτήτως της επιχείρησης που θα εργάζονται, ως εκκολαπτόμενοι γενικοί διευθυντές, με ολιστική άποψη της λειτουργίας της επιχείρησης, ξεπερνώντας τα στενώς εννοούμενα όρια της θέσης τους. Μόνο έτσι θα δουν σοβαρή βελτίωση στις ικανότητες και στον ρόλο τους και θα βοηθήσουν το marketing να ξαναβρεί τη χαμένη του αίγλη.

Επιστροφή στο Μάρκετινγκ

Από το 1978 το Β.R. εκδίδει τακτικά τις «Αρχές Εταιρικής Διακυβέρνησης» οι οποίες προκύπτουν από τη συμφωνία εκατοντάδων CEOs των μεγαλύτερων αμερικανικών επιχειρήσεων και αποτελούν ισχυρό κανόνα για τον τρόπο επιχειρηματικής λειτουργίας. Τα τελευταία 20 χρόνια κάθε νέα έκδοση επικύρωνε την αρχή της υπεροχής των μετόχων: Οι επιχειρήσεις υπάρχουν για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των μετόχων τους τα οποία πάντα προηγούνται των συμφερόντων των υπολοίπων stakeholders – καταναλωτών, εργαζομένων, κοινωνίας, κλπ. Όμως τον περασμένο μήνα υπήρξε μια πρωτοφανής αλλαγή: Οι μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις δεν θα βάζουν πια τους μετόχους τους πάνω από κάθε άλλον.

Το B.R. ανακοίνωσε ότι τα μέλη του μοιράζονται μια θεμελιώδη δέσμευση προς όλους τους stakeholders, ο καθένας από τους οποίους είναι πολύ σημαντικός, και δεσμεύονται να δημιουργήσουν αξία για όλους, για το καλό των επιχειρήσεων, των κοινωνιών και της ίδιας της χώρας. Στο νέο «Statement on the Purpose of a Corporation» το B.R. αντικαθιστά τις προηγούμενες δηλώσεις και σκιαγραφεί ένα σύγχρονο πρότυπο για την εταιρική υπευθυνότητα, τονίζοντας ότι οι επιχειρήσεις υπάρχουν για να «δημιουργούν αξία για τους καταναλωτές, ικανοποιώντας και ξεπερνώντας τις προσδοκίες τους».

Για να «επενδύουν στους εργαζόμενους, προσφέροντας δίκαιες αμοιβές και άλλα οφέλη, φροντίζοντας για την εκπαίδευση και κατάρτιση που θα τους βοηθήσουν να αναπτύξουν νέες δεξιότητες σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο, και να στηρίζουν τη διαφορετικότητα, την ένταξη, την αξιοπρέπεια και το σεβασμό». Για να «δουλεύουν ηθικά και δίκαια με τους προμηθευτές, τις άλλες επιχειρήσεις που τις βοηθούν να πετύχουν τον σκοπό τους».

Για να «υποστηρίζουν τις κοινότητες μέσα στις οποίες εργάζονται, να σέβονται τους ανθρώπους, να προστατεύουν το περιβάλλον, να υιοθετούν βιώσιμες πρακτικές». Και για να «δημιουργούν μακροπρόθεσμη αξία για τους μετόχους οι οποίοι με τα κεφάλαιά τους, τους επιτρέπουν να αναπτύσσονται και να καινοτομούν». Η αξία όλων αυτών για το Μάρκετινγκ είναι πρόδηλη. Μια απλή επίσκεψη στον ορισμό του από το American Marketing Association και η απόλυτη ταύτιση που πλέον υπάρχει μεταξύ των σκοπών μιας επιχείρησης και των σκοπών του Μάρκετινγκ, προσφέρουν μία ακόμα ένδειξη ότι η νέα ημέρα του καπιταλισμού ξαναδίνει στο Μάρκετινγκ τον κυρίαρχο ρόλο.

Ο πόλεμος στο πλαστικό

Και όσο περνάει ο καιρός η ένταση μετάδοσής τους γίνεται ακόμα μεγαλύτερη. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η μία μετά την άλλη οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις αποφασίζουν να κάνουν κάτι γι’ αυτό. Πριν λίγους μήνες, η Nestlé, η μεγαλύτερη εταιρεία τυποποιημένων τροφίμων στον κόσμο, ανακοίνωσε τη δραστική μείωση των πλαστικού μιας χρήσης έτσι ώστε μέχρι το 2025 να έχει κάνει το 100% των συσκευασιών της  ανακυκλώσιμες ή επαναχρησιμοποιήσιμες.

Μάλιστα το νεοϊδρυθέν Nestlé Institute of Packaging Sciences στην Ελβετία θα αναπτύσσει και θα δοκιμάζει νέες λύσεις συσκευασίας για να χρησιμοποιηθούν σε όλες τις 2.000 μάρκες της, από εμφιαλωμένα νερά μέχρι τρόφιμα και σκυλοτροφές. Πέρυσι η Starbucks και η McDonald’s ανακοίνωσαν την σύμπραξή τους για την κυκλική οικονομία.

Πρώτη πρωτοβουλία της σύμπραξης είναι το NextGen Cup Challenge που έχει στόχο, μεταξύ άλλων, τον σχεδιασμό του τέλειου κυπέλλου για κρύα και ζεστά ροφήματα, από φυτικές ίνες, που θα μπορεί όχι μόνο να ανακυκλωθεί αλλά και να κομποστοποιηθεί. Υπολογίζεται ότι μόνες τους η Starbucks και η McDonald’s  είναι υπεύθυνες για το 4% από τα 600 δις κύπελλα μιας χρήσης που καταναλώνονται κάθε χρόνο. 

Σύντομα στην σύμπραξη μπήκαν και η Coca-Cola, η  Nestlé, η Wendy’s και η Yum Brands, στην οποία ανήκουν η Pizza Hut, η Taco Bell, η KFC. Μάλιστα το σχέδιο του κυπέλλου θα είναι διαθέσιμο χωρίς κόστος για οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση, χωρίς να χρειάζεται να ανήκει στην σύμπραξη. Αντίστοιχα, το Shake Shack θα σταματήσει να χρησιμοποιεί πλαστικά καλαμάκια εντός του 2019 ενώ η Subway και η Burger King έχουν ανακοινώσει να σταματήσουν να τα χρησιμοποιούν, σε όλα τα καταστήματά τους διεθνώς, μέχρι το τέλος του ερχόμενου έτους.

Η λίστα από αντίστοιχες πρωτοβουλίες δεν έχει τελειωμό. Επιχειρηματικοί κολοσσοί, παρά το μέγεθός τους, δεν φείδονται πρωτοβουλιών και οικονομικών πόρων για να ανταποκριθούν στο ενδιαφέρον της κοινωνίας. Κινούνται σχετικά γρήγορα και βελτιώνουν τη σχέση των μαρκών τους με τον καταναλωτή.

Σκέφτομαι ότι αυτή θα ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία για μικρότερους Έλληνες παίκτες, να αξιοποιήσουν την ευελιξία που τους προσφέρει το μέγεθός τους ώστε να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Αλλά δυστυχώς τα παραδείγματα που μπορώ να σκεφτώ δεν είναι πολλά. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα θα βρεθούν οι ελληνικές επιχειρήσεις και μάρκες που θα μας εκπλήξουν ευχάριστα και σε αυτόν τον τομέα.

Η ευθύνη του branding agency

Στην πραγματικότητα το branding agency για να εκτελέσει οποιοδήποτε έργο, πρέπει να εμβαθύνει στη λειτουργία και τις δραστηριότητες της επιχείρησης-πελάτη της στο βαθμό που θα μπορεί να δημιουργήσει το ίδιο το brief. Από όλους τους τομείς της επικοινωνίας, το branding οφείλει να έχει την πιο πλήρη και σφαιρική εικόνα για τις επιχειρήσεις με τις οποίες δουλεύει.

Όταν καλείται π.χ. να δημιουργήσει την εταιρική ταυτότητα μιας επιχείρησης, δεν μπορεί να μην μελετήσει – μεταξύ άλλων- τα όνειρα, τους στόχους και τις αρχές του επιχειρηματία, τους λόγους ύπαρξης, την κουλτούρα, την ιστορία, τα core competencies της, την εσωτερική οργάνωση επιχείρησης. Άλλωστε, αυτά είναι τα στοιχεία που θα συμπυκνώσει στο εταιρικό όραμα και αποστολή που θα αποτελέσουν τα θεμέλια για την εταιρική ταυτότητα.

Αντίστοιχα όταν καλείται να δημιουργήσει ένα νέο προϊοντικό brand, δεν μπορεί να μην μελετήσει – μεταξύ άλλων- τους εταιρικούς στόχους πίσω από αυτό και τον τρόπο διοίκησής του, παραγωγής του ή διακίνησής του. Ή όταν καλείται να προτείνει την νέα τοποθέτηση ενός brand δεν μπορεί να μην γνωρίζει – μεταξύ άλλων- τα υπόλοιπα brands της επιχείρησης και τη θέση τους στην αγορά.

Παραδείγματα σαν τα παραπάνω που δείχνουν το βάθος της ανάμειξης που απαιτείται να έχει το branding agency στη δουλειά του πελάτη, δεν έχουν τελειωμό. Για αυτό και η ανάληψη της σχετικής ευθύνης από το branding agency είναι τόσο σημαντική. Μόνο έτσι έχει τη δυνατότητα να απαιτήσει να του δοθούν ο χρόνος και οι αμοιβές που απαιτούνται για την σωστή υλοποίηση έργων branding.

Αποφεύγοντας τις ευτελείς αναθέσεις «δημιουργικής εκτέλεσης» γενικόλογων (δήθεν) briefs σε χρόνους και με αμοιβές που αντιστοιχούν μόνο σε υπηρεσίες απλής κειμενογραφικής ή γραφιστικής επιμέλειας. Μόνο τότε μπορεί να δημιουργήσει brands ικανά να φθάσουν στη διάκριση και την επιτυχία και να συνεισφέρει στη συνολική βελτίωση της δουλειάς των επιχειρήσεων με τις οποίες συνεργάζεται, στην ανάπτυξη και στην ευημερία τους. Και μόνο έτσι θα αναδείξει και τη δική του μεγάλη αξία.

Αλλά η ευθύνη του branding agency είναι μεγάλη και σε κοινωνικό επίπεδο. Η χώρα μας έχει όσο ποτέ την ανάγκη δημιουργίας μιας συλλογικής ιδεολογίας υπέρ της επιχειρηματικότητας και των brands που θα οδηγήσει σε επιχειρηματικές συμπεριφορές που θα παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και θα δημιουργούν πραγματική αξία για τους κατοίκους και τη χώρα μας. Το branding agency οφείλει να συνεισφέρει σε όλους αυτούς τους τομείς.

Η επαγγελματική ευθύνη του agency

Τα δεκάδες εκατομμύρια ευρώ που φέρεται να απαιτεί η Hertz από την Accenture στις ΗΠΑ είναι ένα εντυπωσιακό ποσό. Έχω ξανακούσει για απαιτήσεις επιχειρήσεων από agencies αλλά ποτέ αντίστοιχου μεγέθους. Αν τα ζητάει δικαίως ή αδίκως, προφανώς δεν μπορώ να γνωρίζω. Συζητούσαμε λοιπόν το θέμα με δυο συνάδελφους ιδιοκτήτες εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο χώρο των υπηρεσιών επικοινωνίας.

Γρήγορα η συζήτηση πέρασε στον κλάδο των εταιρειών μάρκετινγκ και επικοινωνίας, ξεπέρασε την περίπτωση μιας πλημμελούς εκτέλεσης ενός έργου και επικεντρώθηκε στο κατά πόσο μπορεί ένα agency να αναλαμβάνει την ευθύνη για το αποτέλεσμα μιας συνεργασίας ή έστω να τη μοιράζεται με τον πελάτη του. Τη συζήτηση μονοπώλησε το γεγονός ότι συνήθως το agency δεν έχει τον έλεγχο του συνόλου της δραστηριότητας ενός brand, πόσο μάλλον μιας επιχείρησης.

Άρα είναι δύσκολο να επιμεριστεί η θετική ή αρνητική επίδραση της δικής του δουλειάς και να του κατοχυρωθεί με ξεκάθαρο τρόπο. Συχνά το agency καλείται να κάνει συμβιβασμούς στη δουλειά του για να διατηρηθούν ισορροπίες ή να αμβλυνθούν διαφωνίες μεταξύ στελεχών ή τμημάτων της εκάστοτε επιχείρησης.

Αλλά και χωρίς τέτοιου είδους συμβιβασμούς, η επιτυχία δεν είναι πάντα δεδομένη: Τα ευρήματα μιας έρευνας μπορούν εύκολα να απαξιωθούν από μια λανθασμένη μετατροπή τους σε ενέργειες μάρκετινγκ. Το αποτέλεσμα ενός καλού δημιουργικού μπορεί εύκολα να μειωθεί από ένα λιγότερο καλό πλάνο μέσων. Μια καλή διαφημιστική καμπάνια μπορεί να «χαντακωθεί» από ένα κακό δίκτυο πωλήσεων, κακές εμπορικές συμφωνίες ή ανεπαρκή προγραμματισμό μιας γραμμής παραγωγής.

Μια σωστά σχεδιασμένη συσκευασία μπορεί να επηρεαστεί από το προβληματικό merchandising και μια κακή παρουσία στο ράφι. Ένα εξαιρετικά σχεδιασμένο κατάστημα μπορεί να επηρεαστεί από το εμπόρευμα ή την συμπεριφορά του προσωπικού. Και ούτω καθεξής. Και επειδή – για να παραφράσω το γνωστό γνωμικό – η επιτυχία έχει πολλούς πατέρες αλλά η αποτυχία είναι ορφανή, η συζήτηση κατέληξε ότι είναι πολύ εύκολο να χρεωθεί στο agency μια κακή στιγμή ή μια ανεπάρκεια της επιχείρησης. Άρα το να μιλάμε για πιθανή συμμετοχή του στην ευθύνη του αποτελέσματος φαντάζει παράτολμο.

Προσωπικά, μάλλον δεν συμφωνώ με την παραπάνω «αμυντική» στάση. Θεωρώ ότι όταν η συνεργασία έχει περιγραφεί σωστά από την αρχή, με ξεκάθαρα συμφωνημένα το project scope, τους στόχους, τα παραδοτέα και τα KPIs, τα ρίσκα ελαχιστοποιούνται. Ειδικά μάλιστα στα έργα branding, η συμμετοχή του agency στην ευθύνη σχεδόν αποτελεί μονόδρομο. Ειδικά για το branding θα γράψω στο επόμενο τεύχος.

Made by Greece

Στο προηγούμενο τεύχος έγραψα για τους περιορισμούς που θέτει το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς στην ανάπτυξη των ελληνικών brands και για τις αντίστοιχες ευκαιρίες που δημιουργεί για αυτά η αύξηση του τουρισμού. Έχω ξαναγράψει στο παρελθόν για την περίπτωση του Metaxa, του ισχυρότερου ίσως ιστορικού εμπορικού ελληνικού brand στο διεθνές περιβάλλον:

Οι πολύ μεγάλες πωλήσεις του σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης προέρχονται λιγότερο από την Ελληνική Διασπορά και περισσότερο από την ανάγκη των εκεί καταναλωτών να απολαύσουν ένα κομμάτι Ελλάδας στη χώρα τους. Ο Γερμανός ή ο Αυστριακός καταναλωτής, απολαμβάνοντας ένα ποτήρι Metaxa, φέρνει στη συννεφιασμένη καθημερινότητά του ηλιόλουστες στιγμές χαλαρής διασκέδασης που έζησε στη χώρα μας. Ο Τσέχος και ο Ούγγρος, πίνοντας Metaxa νιώθουν μέρος μιας κοσμοπολίτικης Μεσογειακής κουλτούρας, στυλ και διακοπών, κάπως όπως νιώθουμε εμείς όταν πίνουμε ένα ιταλικό Limoncello, Grappa, Campari ή Aperol. Στις αγορές της πρώην ΕΣΣΔ ο καταναλωτής του Metaxa γεύεται στάλες οικειότητας λόγω (και) παρεμφερών θρησκευτικών παραδόσεων. Ενώ στις ΗΠΑ και στην Αυστραλία, ο καταναλωτής Metaxa είναι συνήθως Έλληνας ομογενής που μέσα από το brand έρχεται σε επαφή με τις παραδόσεις των γονιών του ή φέρνει στο νου στιγμές από κάποια επίσκεψη στα πάτρια εδάφη. Δεν είναι τυχαίο ότι οι διεθνείς πωλήσεις του αγαπημένου brand είναι εδώ και αρκετές δεκαετίες πολλαπλάσιες των εγχώριων και το είχαν βάλει στη λίστα με τα 10 δημοφιλέστερα εκτός ουίσκι «καφέ ποτά» στον κόσμο. Σε αντίστοιχους λόγους οφείλεται και η επιτυχία του Ούζο12 σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης, του οποίου οι διεθνείς πωλήσεις κάποτε, αν όχι ακόμα, ξεπερνούσαν σημαντικά τις ελληνικές.

Τα «brands φτιαγμένα στην Ελλάδα» έχουν ενδιαφέρον μόνο για τους Έλληνες – κατοίκους της χώρας ή προερχόμενους από τη Διασπορά – οι οποίοι τα προτιμούν για λόγους οικειότητας και υποστήριξης της εγχώριας παραγωγής. Το «brands φτιαγμένα από Ελλάδα» όμως, είναι ένα τελείως διαφορετικό concept που αντιπροσωπεύει μια πιο υποσχόμενη από πλευράς μεγέθους αγορά.

Η μεγάλη ισχύς (συγκριτικά με το μέγεθος της χώρας) του εθνικού μας brand προσφέρει ευκαιρίες στις επιχειρήσεις της χώρας μας για δημιουργία πραγματικών διεθνών brands. Και το ολοένα αυξανόμενο τουριστικό ρεύμα τις μεγιστοποιεί, προσφέροντας το πεδίο για τη δημιουργία μέσω των τουριστών, των πρώτων πρεσβευτών του ελληνικού brand και των ελληνικών brands στο εξωτερικό. Μεγάλο μελλοντικό ερωτηματικό σε αυτό το περιβάλλον θα αποτελέσει το metaverse και ο τρόπος που θα το αντιμετωπίσουν ή αξιοποιήσουν η χώρα μας και οι επιχειρήσεις της. Αλλά σε αυτό θα αναφερθώ σε κάποιο επόμενο άρθρο μου.

Brands φτιαγμένα στην Ελλάδα

Τα brands, ως συστήματα υποσχέσεων, αξιών και εμπειριών, ευδοκιμούν ευκολότερα σε κοινότητες με ομοειδής επιθυμίες, αξίες και τρόπο ζωής. Και τα brands που καταφέρνουν να φτάσουν ένα κρίσιμο μέγεθος, αποκτούν περισσότερα εφόδια και πόρους για να ξεπεράσουν τα σύνορα των κοινοτήτων και να απευθυνθούν σε διευρυμένα κοινά. Έτσι, οι χώρες που έχουν μεγάλο πληθυσμό έχουν συνήθως και πλεονέκτημα στο να χτίσουν μεγάλα διεθνή brands, λειτουργώντας ως θερμοκοιτίδες που προετοιμάζουν τη διεθνή τους εξάπλωση. Και αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει το branding στη χώρα μας: το μικρό μέγεθος του πληθυσμού της δυσκολεύει την ανάπτυξη brands που αποκτούν το κρίσιμο μέγεθος.

Αν μιλήσεις με τους ανθρώπους που χειρίζονται τα μεγάλα ελληνικά brands θα διαπιστώσεις ότι, ειδικά στον τομέα των FMCGs, οι εξαγωγές σπάνια αποτελούν μερίδιο μεγαλύτερο του 5, 10 ή έστω 15% του συνόλου των πωλήσεών τους. Συνήθως σε χώρες που εργάζονται Έλληνες μετανάστες ή ζουν δεύτερης και τρίτης γενιάς συμπατριώτες μας. Δυστυχώς, τα περισσότερα ελληνικά «love brands» αφορούν μόνο τον εγχώριο πληθυσμό, άντε και την ελληνική ομογένεια. Και οι επιχειρήσεις που τα παράγουν, αν και οι πλέον «επώνυμες» στην Ελλάδα, κατατάσσονται στην κατηγορία των μικρομεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων στο ευρωπαϊκό οικονομικό γίγνεσθαι. Κάπως έτσι προκύπτει το ερώτημα: πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε ελληνικά brands που ξεπερνούν τα σύνορα;

Στο παρελθόν έχω αρθρογραφήσει επανειλημμένα για αυτό το θέμα, κοιτώντας το από διάφορες γωνίες. Επανέρχομαι με αφορμή τις αισιόδοξες προβλέψεις για τις φετινές τουριστικές αφίξεις στη χώρα μας. Οι περισσότεροι θα εστιάσουν στο αυτονόητο: τα άμεσα οικονομικά οφέλη τα οποία προφανώς δεν είναι διόλου αμελητέα. Λίγοι όμως θα ασχοληθούν με τις ευκαιρίες που δημιουργεί για το ελληνικό branding το γεγονός ότι περισσότεροι από 30 εκατ. άνθρωποι θα ζήσουν για λίγες ημέρες στη χώρα μας και θα πάρουν πίσω μαζί τους όσα γνωρίσουν για αυτήν και τον τρόπο ζωής μας, δημιουργώντας έτσι ένα νέο πεδίο ανάπτυξης για ελληνικά brands.

Έχουμε την τύχη να ζούμε σε μια χώρα που αν και μικρή, αποτελεί πόλο έλξης τεράστιου αριθμού επισκεπτών και έχει πολλές ιδιαιτερότητες που μπορεί να αξιοποιήσει στην επαφή της μαζί τους. Και όσοι ασχολούμαστε με το marketing και το branding έχουμε τη διπλή τύχη να μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτή την ευκαιρία και τις ικανότητές μας για ανάλυση, σύνθεση και δημιουργία, ώστε να δημιουργήσουμε brands που θα ξεπερνούν τα σύνορα του Ελληνισμού. Περισσότερα στο επόμενο τεύχος.

Η επαγγελματική ευθύνη του agency

Σύμφωνα με τη σχετική αγωγή που κατατέθηκε σε δικαστήριο των Η.Π.Α. και δημοσιεύθηκε στον Τύπο, η γνωστή εταιρεία ενοικιάσεως αυτοκινήτων ανέθεσε στην Accenture το 2016 τον συνολικό ανασχεδιασμό της παρουσίας της στο διαδίκτυο αλλά δύο χρόνια μετά το έργο δεν είχε ολοκληρωθεί ως έπρεπε και οι επιπτώσεις τόσο σε επίπεδο άμεσων ζημίων όσο και διαφυγόντων εσόδων ήταν μεγάλες.

Έτσι, ζητάει οικονομική αποζημίωση η οποία αφορά σε επιστροφή αμοιβών αλλά και στη κάλυψη των ζημιών που προέκυψαν. Σύμφωνα με τη δήλωση εκπροσώπου της Accenture, οι ισχυρισμοί της Hertz δεν έχουν βάση και σκοπεύουν να υπερασπιστούν σθεναρά τη θέση τους στο δικαστήριο.
Διαβάζοντας τη συγκεκριμένη είδηση η σκέψη πάει αναπόφευκτα στην κατάσταση που ισχύει στον χώρο μας στην ελληνική αγορά.

Μια αντίστοιχη περίπτωση όπως αυτή μεταξύ Hertz και Accenture θα μπορούσε να οδηγήσει σε χρεωκοπία οποιαδήποτε εταιρεία του ευρύτερου χώρου υπηρεσιών μάρκετινγκ και επικοινωνίας. Άραγε πόσες εταιρείες κατανοούν το μέγεθος της ευθύνης που αναλαμβάνουν απέναντι στους πελάτες τους; Πόσες άραγε – πέραν ίσως των λίγων εναπομενουσών «μεγάλων» – έχουν αξιόπιστη νομική υποστήριξη; Πόσες έστω διαμορφώνουν σοβαρές συμβάσεις έργου που να περιγράφουν σωστά τις υποχρεώσεις και να εξυπηρετούν τα συμφέροντα και των δύο πλευρών;

Η ρηχότητα της ελληνικής αγοράς, με τις αμέτρητες μικρού μεγέθους εταιρείες και τις νέες εταιρείες που ξεφυτρώνουν συνεχώς, σε συνδυασμό με την αυξημένη λόγω ύφεσης ανάγκη για ανάληψη έργων, μπορούν εύκολα να οδηγήσουν σε απρόβλεπτες καταστάσεις. Τα τελευταία χρόνια είχαμε την τύχη ως εταιρεία να μπούμε στο roster μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών και να παρέχουμε υπηρεσίες branding σε παγκόσμια κλίμακα.

Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, τα συμβόλαια απαιτούσαν ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης με καλύψεις που θα εξασφαλίζουν και τα δύο μέρη από πιθανές κακοτοπιές. Είχα λοιπόν την ευκαιρία να διαπιστώσω από πρώτο χέρι ότι ελάχιστες από τις μεγάλες εγχώριες ασφαλιστικές εταιρείες φάνηκε έστω να γνωρίζουν την ύπαρξη τέτοιων προϊόντων. «Δεν υπάρχει ζήτηση για τέτοιες καλύψεις στην ελληνική αγορά» μας έλεγαν.

Απευθύνθηκα και στην ΕΔΕΕ μήπως γνώριζε κάτι σχετικό για να με κατευθύνει. Χωρίς αποτέλεσμα. Ασφαλιστικά προϊόντα που θεωρούνται αυτονόητα για μια κατασκευαστική ή ιατρική εταιρεία φαίνεται να είναι στα αζήτητα για τις εταιρείες του μάρκετινγκ και της επικοινωνίας στη χώρα μας. Η υπόθεση Hertz – Accenture ίσως πρέπει να χτυπήσει κάποιο καμπανάκι και για την εγχώρια αγορά.

The taste of pixels

Πριν πολλά-πολλά χρόνια, όταν οι marketers προβληματίζονταν για τον τρόπο που θα ενέτασσαν τα brands τους στο νέο περιβάλλον που διαμόρφωνε το ίντερνετ, τους λέγαμε το εξής απλό: On=Off. To on-line και το off-line ήταν στην πραγματικότητα ένας ενιαίος κόσμος και θα έπρεπε να μην τα αντιμετωπίζουν αποσπασματικά. Με τα χρόνια αυτή η άποψη έγινε κοινό κτήμα και σήμερα η επαυξημένη πραγματικότητα και το metaverse έρχονται να επισφραγίσουν την αλήθεια της. Τα brands το έχουν καταλάβει προ πολλού και έτσι τα πρώτα βήματα τους στο metaverse δεν είναι αποσπασμένα από τον φυσικό κόσμο.

Ένα εξαιρετικό παράδειγμα έρχεται, από ποιον άλλο, την Coca-Cola. Η νέα πλατφόρμα του brand «Real magic» δείχνει υποδειγματική. Η πρώτη ταινία που βγήκε με τον gamer και το ορκ, ενώνει το «μέσα» με το «έξω», το φαντασιακό με το πραγματικό, τους συμμαχητές με τους αντιπάλους. Και έπαιξε τόσο στα παραδοσιακά όσο και στα «νέα» μέσα. Η πρόσφατα λανσαρισμένη σε κάποιες αγορές limited edition Coca-Cola Starlight, συνδυάζει, σύμφωνα με το δελτίο Τύπου, «την υπέροχη γεύση της Coca-Cola με μια απόχρωση του απροσδόκητου» και «περιλαμβάνει πρόσθετες γευστικές νότες που θυμίζουν το ατένισμα των αστεριών γύρω από μια φωτιά και μια δροσερή αίσθηση που ξυπνά την εντύπωση ενός ταξιδιού στο διάστημα». Στη συσκευασία της φέρει QR codes που οδηγούν τον καταναλωτή σε μια augmented reality συναυλία της pop-star Ava Max σε έναν διαστημικό σταθμό.

Τα πρώτα πειραματικά NFΤs που έβγαλε το brand στο Decen-traland, μεταξύ αυτών ένα «Coca-Cola Bubble Jacket Wearable» για τα άβαταρ και ένα sound visualizer με χαρακτηριστικούς ήχους Coca-Cola πέτυχαν τιμή μεγαλύτερη των $500.000 σε πλειστηριασμό στο OpenSea. Kαι οι νικητές πήραν μαζί συλλεκτικό αληθινό ψυγείο Smeg-Coca-Cola γεμάτο με το αναψυκτικό ώστε η εμπειρία τους να μη μείνει μόνο ψηφιακή.

Και τώρα, η νέα limited edition Coca-Cola Zero Sugar Byte που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες σε χώρες της Αμερικής παρουσιάζεται ως η «πρώτη γεύση Coca-Cola που γεννήθηκε στο metaverse και θα ζωντανέψει τη γεύση των pixel σε ένα ποτό περιορισμένης έκδοσης που υπερβαίνει τον ψηφιακό και τον φυσικό κόσμο» και θα συνοδεύεται από τη δημιουργία του «Pixel Point», ενός branded «οικοπέδου» στο Fortnite.

Και ως επιστέγασμα, ήρθε τo νέο «hug» logo να σφραγίσει αυτή την ένωση κόσμων, ανθρώπων και εμπειριών. Και οι νέες καθαρές χρωματιστές συσκευασίες των κυρίων προϊόντων του brand στο ράφι που ενώνουν μέλλον και παρελθόν.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση όσον αφορά στη συνοχή του branding.

Πολιτικό branding

Με τη νέα πρόταση κλείνει το μάτι στις τάσεις της εποχής και σε τμήμα των ψηφοφόρων των δύο «μεγάλων». Δεν ξέρω πόσο συνεπές και ειλικρινές μπορεί να είναι κάτι τέτοιο, ειδικά μεσοπρόθεσμα, αλλά αναμένεται μεγέθυνση». Οι συνεχόμενες εκλογικές επιτυχίες δικαίωσαν τις προβλέψεις.

Μέσα σε λίγα χρόνια, το rebranding μετέτρεψε το ΣΥΡΙΖΑ από brand που αντιπροσώπευε μια μάλλον μετριοπαθή πρόταση κάποιας ανανεωτικής αριστεράς, στον κύριο φορέα μιας νέας ιδιόμορφης πρότασης που αναζητούσε τότε η πολιτική αγορά: Συνδυάζοντας με θαυμαστό τρόπο τον λαϊκισμό και τον εθνικισμό, κατάφερε να εκφράσει το αίτημα των πλατειών για κάποια «λαϊκή κυριαρχία» και «εθνική ανεξαρτησία» απέναντι στις «ελίτ», τις «Βρυξέλλες», τα «μνημόνια», τη «Βουλή», αλλά και τους «άριστους», το «lifestyle της επιτυχίας» και τα υπόλοιπα αρνητικά φορτισμένα buzzwords εκείνης της εποχής.

Κυρίαρχα αισθήματα του λαϊκισμού, όπως η πικρία και η μνησικακία είχαν βρει ιδανική έκφραση. Αντίστοιχα και ο εθνικός ναρκισσισμός, η άρνηση ανάληψης ευθυνών και το αίσθημα μαζικής κινητοποίησης εναντίον των Ευρωπαίων. Όλα πακεταρισμένα σε ένα brand που έδειχνε ταυτόχρονα «αριστερό» και φρέσκο.

Η περίοδος 2010-2015 είχε γεννήσει ένα παράδειγμα σωστά οργανωμένου και αποτελεσματικά εκτελεσμένου πολιτικού branding. Η απόφαση σύνδεσής του ΣΥΡΙΖΑ με το άλλο brand που κόμιζε παρόμοια πρόταση, τους ΑΝΕΛ, ενίσχυε το brand equity έτι περαιτέρω και έβαζε τις βάσεις για μακροχρόνια επιτυχία στα μερίδια αγοράς.

Μέχρι που ήρθαν τα όσα συνέβησαν το καλοκαίρι του 2015 και μετά. Μπροστά στο ενδεχόμενο καταστροφής της αγοράς, το brand ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε να διστάζει να παραμείνει συνεπές στα όσα εκπροσωπούσε. Και όπως έχω γράψει επανειλημμένα, χωρίς τη συνέπεια δεν νοείται branding. Οι συνεχείς τακτικισμοί και παλινωδίες, οι σχέσεις με τις Βρυξέλλες και τις ελίτ, τα νέα μνημόνια, η συμφωνία των Πρεσπών, όλα ήταν αντίθετα με την κεντρική πρόταση της μάρκας.

Με συνέπειες όχι μόνο στα ενδεχομένως χαμηλότερα μερίδια αγοράς στις ερχόμενες εκλογές, αλλά κυρίως στους ποιοτικούς δείκτες της σχέσης της μάρκας με το δυνητικό καταναλωτή της. Τον τελευταίο καιρό βλέπουμε να επιχειρείται ένα νέο rebranding, προς άλλη κατεύθυνση αυτή τη φορά, μήπως και «γεφυρωθούν» κάποιες σχέσεις.

Θα πετύχει άραγε; Δυσκολεύομαι να προβλέψω. Όπως δυσκολεύομαι να θυμηθώ περιπτώσεις που συνέβησαν επιτυχώς δύο ριζικά rebranding σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Συνήθως, στη σχέση τους με τις μάρκες οι καταναλωτές δεν έχουν τόσο κοντή μνήμη.

There is no finish line

Στο πλαίσιο του μαθήματος branding που διδάσκω αυτόν τον καιρό σε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα, μελέτησα τη διαχρονική εξέλιξη της επαφής με τον καταναλωτή κάποιων σημαντικών, επιδραστικών καταναλωτικών brands. Ανάμεσά τους και της Nike. Και όσο και αν το περίμενα, εντυπωσιάστηκα από τη συνέπεια και συνοχή που έχει επιδείξει το brand στο πέρασμα του χρόνου.

Σε κάθε σημείο επαφής, από τον σχεδιασμό των προϊόντων, τα καταστήματα και τη συσκευασία, μέχρι τη διαφήμιση, είναι εντυπωσιακή ακόμα και για ένα brand της δικής της εμβέλειας η διαχρονική συνέπεια της Nike στις αξίες και το brand proposition της: Από τις αρχές των ‘70s όταν ο Bill Bowerman έφτιαχνε τη σόλα για το πρώτο παπούτσι τρεξίματος στη βαφλιέρα του και κάποια Carolyn Davidson σχεδίαζε το διάσημο σήμα, τη θρυλική πρώτη διαφημιστική καμπάνια «There is no finish line», το πρώτο TVC του ‘82 με το «people out there who run as their life depended on it», τα Air Jordan του ’85 και τα Air Max του ’87, το «Just Do It» του ’88 και το πρώτο Niketown το ’90, μέχρι το «Find Your Greatness» του ’12 και τη διάσημη ταινία με τον Colin Kaepernick του ‘18, «Don’t ask if your dreams are crazy, ask if they are crazy enough».

Και επειδή ως marketer αλλά και ως δρομέας μεγάλων αποστάσεων βρίσκω συγκλονιστικά τα consumer insights και το brand narrative του «There is no finish line» του 1975, τα μεταφράζω και τα παραθέτω αυτούσια:

«Αργά ή γρήγορα, ο σοβαρός δρομέας περνάει μια ξεχωριστή, πολύ προσωπική εμπειρία που είναι άγνωστη στους περισσότερους ανθρώπους. Κάποιοι το λένε ευφορία. Άλλοι λένε ότι είναι ένα νέο είδος μυστικιστικής εμπειρίας που σε ωθεί σε μια αυξημένη κατάσταση ενσυνείδησης. Μια αναλαμπή χαράς. Μια αίσθηση αιώρησης καθώς τρέχεις. Η εμπειρία είναι διαφορετική για τον κάθε έναν από εμάς, αλλά τη στιγμή που συμβαίνει περνάς το φράγμα που σε ξεχωρίζει από τους περιστασιακούς δρομείς. Για πάντα. Και από εκείνο το σημείο και μετά, δεν υπάρχει γραμμή τερματισμού. Τρέχεις για τη ζωή σου. Αρχίζεις να είσαι εθισμένος σε αυτά που σου δίνει το τρέξιμο.

Εμείς στη Nike καταλαβαίνουμε αυτό το συναίσθημα. Δεν υπάρχει γραμμή τερματισμού ούτε για μας. Δεν θα σταματήσουμε ποτέ να προσπαθούμε να υπερέχουμε, να παράγουμε παπούτσια για τρέξιμο που είναι καλύτερα και καλύτερα κάθε χρόνο.

Το να νικήσεις τον ανταγωνισμό είναι σχετικά εύκολο. Αλλά το να νικήσεις τον εαυτό σου είναι μια δέσμευση που δεν τελειώνει ποτέ».

Ένα αρχετυπικό brand

Δεν πρόκειται για την Apple, την Coca-Cola, τη Ferrari ή κάποιο άλλο brand που έρχεται πρώτο στο νου. Δεν πρόκειται καν για κάποιο από όσα έχουν εμφανιστεί τα τελευταία αρκετά χρόνια στα 100 Best Global Brands της Interbrand. Και όμως, κάθε φορά που το χρησιμοποιώ ως παράδειγμα, όλη η τάξη καταλαβαίνει αμέσως τι θέλω να πω.

Ας σας δώσω μερικά hints. Πρόκειται για brand αυτοκινήτων, σχεδιαστικά και οδηγικά μάλλον βαρετών, που βλέπουμε από μικροί στις κινηματογραφικές ταινίες να μεταφέρουν οικογένειες με παιδιά και σκύλους. Τετράγωνα, συχνά καφέ station-wagons, που σχεδιάζονταν για να αποπνέουν στιβαρότητα και ασφάλεια, συχνά σε βάρος του στυλ και της ομορφιάς.

Και που τα εγχειρίδια χρήσης τους ξεκινούσαν πάντα με οδηγίες για ασφαλή και περιβαλλοντικά υπεύθυνη οδήγηση. Κάπου εδώ έχετε καταλάβει ότι μιλάμε για τη Volvo. Ένα brand για πολλούς ελάχιστα ελκυστικό, αλλά για κάποιους άλλους αυτόματη και μοναδική επιλογή όταν αποκτούν οικογένεια και θέλουν να νιώσουν ασφάλεια και προστασία για τα παιδιά τους. Ένα brand που θαυμάζω γιατί αποτελεί παράδειγμα αφοσίωσης στο brand purpose και το συνεπές brand management.

Απέναντι στα «ultimate driving machine» και «vorsprung durch technik» των Γερμανών ανταγωνιστών της, η Volvo καταφέρνει όχι μόνο να επιβιώνει αλλά να ευημερεί και να κερδίζει μερίδια. Ακόμα και όταν τα αυτοκίνητά της δεν είναι τα ασφαλέστερα στο δρόμο, η αντίληψη στο μυαλό των καταναλωτών παραμένει και οδηγεί στην επιλογή, την αφοσίωση και ένα αξιοζήλευτο brand loyalty.

Όλα αυτά χάρη στη σταθερή δέσμευσή της στο brand purpose: την ασφάλεια και την προστασία της ζωής. Δεν είναι άλλωστε τυχαίος ο φιλόδοξος στόχος της που θέλει μέχρι το 2020 να έχουν μηδενιστεί οι θάνατοι από αυτοκινητιστικά δυστυχήματα με Volvo. Φυσικά δεν φτάνει μόνο η δέσμευση αλλά και οι πράξεις. Και η Volvo μας θυμίζει ότι brand purpose σημαίνει θυσίες και αντίσταση στο εύκολο βραχυπρόθεσμο κέρδος.

Η εξέλιξη σε συστήματα ασφάλειας και μείωσης των ρύπων είναι συνεχής: Τα αυτοκίνητα παραμένουν βαριά, ασφαλή, μειωμένου περιβαλλοντικού αποτυπώματος, σε βάρος των επιδόσεων και της οδηγικής απόλαυσης. Στην ίδια κατεύθυνση και οι εντυπωσιακές νέες ανακοινώσεις, που αποτέλεσαν και την αφορμή για το παρόν σημείωμα: Σύντομα η ανώτατη ταχύτητα θα μειωθεί σε όλα τα νέα Volvo και θα μπουν αισθητήρες και κάμερες που θα παρακολουθούν τον οδηγό, ώστε να εμποδίζουν την οδήγηση σε κατάσταση μειωμένης προσοχής ή μέθης.

Χύμα γάλα: Ωραία ιδέα;

Τα περισσότερα φαίνεται πώς  αντιμετωπίζουν το θέμα μάλλον επιδερμικά. Επικεντρώνονται σε θέματα οικονομικών στοιχείων αμελώντας να μπουν στην  ουσία: Την πραγματική αξία της επιχείρησης για τους καταναλωτές. Η αποστολή μιας επιχείρησης καταναλωτικών αγαθών, η πρότασή της απέναντι στους καταναλωτές, δεν μπορεί παρά να είναι ο σημαντικότερος  λόγος ύπαρξης της και βασικός παράγοντας που την κρατάει υγιή.

Παρακολουθώ την πορεία του ΘΕΣγάλα σχεδόν από την έναρξή του, ως ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον πείραμα στο χώρο του μάρκετινγκ. Υπήρχαν σημεία που φαίνονταν να είχαν μια σχετική κίνηση, υπήρχαν και σημεία που έδιναν εικόνα ερημιάς. Συζητούσα το θέμα με φίλο marketer ο οποίος δηλώνει έκπληκτος από την αποτυχία του, αφού «ο ΘΕΣγάλα είναι μια επιχείρηση που, σε αντίθεση με το τι συμβαίνει συνήθως στους συνεταιρισμούς – έχει ακολουθήσει τα βασικά του μάρκετινγκ: Κανένα από τα 4 P’s του Kotler, δεν έχει αγνοηθεί.

Προϊόν, τιμή, διανομή και προώθηση όλα δείχνουν να έχουν μια κάποια σκέψη από πίσω. Και η υλοποίηση δείχνει προσεγμένη και επαγγελματική, τόσο σε επίπεδο κατασκευών και εγκαταστάσεων όσο και σε επίπεδο ταυτότητας». Προσωπικά, δεν εξεπλάγην. Είχα ακούσει κάποιους φίλους να ορκίζονται στην ποιότητα των προϊόντων, είχα ακούσει και άλλους που θεωρούσαν ως ταλαιπωρία τη διαδικασία αγοράς, μεταφοράς, αποστείρωσης των γυάλινων φιαλών, κ.ο.κ.

Με προβλημάτιζε και ο χρόνος λανσαρίσματος που συνέπεσε με τα προβλήματα της γαλακτοβιομηχανίας και τις διάφορες τάσεις διατροφής που δεν ευνοούσαν το γάλα, με προβλημάτιζε και η ανασφάλεια που γεννούσε η «χύμα» διάθεση του βασικού προϊόντος. Παρ’όλα αυτά ήλπιζα στην επιτυχία του- θα ήταν ωραίο παράδειγμα για άλλους συνεταιρισμούς.

Ένα κύριο πρόβλημα των συνεταιρισμών είναι ότι συνήθως υπάρχουν για να διαθέτουν το προϊόν της παραγωγής των μελών τους και σκέφτονται λιγότερο τις ανάγκες της αγοράς και των καταναλωτών.  Όμως στους καιρούς του τεράστιου ανταγωνισμού, τα 4 P’s δεν μπορούν να  λειτουργούν ανεξάρτητα από τις ανάγκες και τις στάσεις του καταναλωτή.

Χωρίς marketing insights, μεθοδικό STP (Segmentation-Targeting-Positioning), ξεκάθαρο brand purpose, χωρίς μίγμα και πλάνο μάρκετινγκ μελετημένα στην τελευταία τους λεπτομέρεια, η καινοτομία δεν οδηγεί πουθενά. Έχω την εντύπωση ότι σε αυτά υστέρησε ο ΘΕΣγάλα. Δεν έχει καταφέρει ακόμα να αρθρώσει μια πραγματικά πειστική και παρακινητική πρόταση προς τον καταναλωτή. Ελπίζω να μην είναι αργά και να καταφέρει να το κάνει στο μέλλον.

A lovebrand on love

Σε αυτή τη στήλη έχω αναφερθεί δεκάδες φορές σε περιπτώσεις brands που συμμετέχουν στον κοινωνικό διάλογο – μόνο τους τελευταίους μήνες θυμάμαι τις περιπτώσεις των Nike, Ben & Jerry’s και Gillette. Νομίζω ότι θα είναι η πρώτη φορά που θα το κάνω για ένα ελληνικό brand. H Lacta λοιπόν, μια εβδομάδα πριν την ημέρα των ερωτευμένων, μας καλεί να «αγκαλιάσουμε όλες τις γεύσεις της αγάπης». Προσθέτει ότι «Η αγάπη δεν έχει χρώμα, ηλικία, εθνικότητα και φύλο. Δεν έχει κανόνες και όρους. Η αγάπη δεν κάνει διακρίσεις. Κάθε ερωτευμένο ζευγάρι την αισθάνεται διαφορετικά. Γι’ αυτό και η αγάπη δεν έχει μόνο μία γεύση, αλλά αμέτρητες, που όλες αξίζουν να τις αγκαλιάσουμε» και δημιουργεί μια δίλεπτη ταινία και μια σειρά από εικόνες που ταξιδεύουν στο διαδίκτυο, προκαλώντας συζητήσεις.

Μια εβδομάδα μετά την ανάρτηση της ταινίας στο Υoutube, οι προβολές έχουν ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο, οι θετικές αξιολογήσεις φτάνουν τις δέκα χιλιάδες και είναι σχεδόν πενταπλάσιες από τις αρνητικές. Διαβάζοντας κάποια πρώτα από τα σχεδόν δυόμισι χιλιάδες σχόλια, δεν βλέπω πολλά αρνητικά – τουναντίον. Στα υπόλοιπα κοινωνικά μέσα τα σχόλια που βλέπω είναι κυρίως θετικά ενώ η ρητορική μίσους – πότε ομοφοβική και πότε ρατσιστική – και περιορισμένη δείχνει και προέρχεται από άτομα μιας ηλικίας που απέχει πολύ από το εφηβικό και μεταεφηβικό κοινό-στόχο του brand.

Τα στοιχεία λοιπόν είναι εντυπωσιακά και η καμπάνια ήδη δείχνει επιτυχημένη. Η κριτική όσων έσπευσαν να τη χαρακτηρίσουν ως προκλητική, υπερβολική ή μη σχετική με ένα brand σοκολάτας μάλλον δεν δικαιώνεται. Άλλωστε πολύ δύσκολα μια τέτοια καμπάνια θα φαινόταν προκλητική στο κοινό-στόχο της μάρκας, στο οποίο θέματα όπως η ομοφυλοφυλία και η πολυπολιτισμικότητα έχουν πάψει προ πολλού να αποτελούν taboo. Φτάνει μια επίσκεψη σε οποιοδήποτε λύκειο ή η παρακολούθηση λίγων λεπτών εφηβικού περιεχομένου στο Netflix ή το Υoutube για να διαπιστώσει κανείς ότι για τα νεότερα μέλη της Generation Z τέτοια θέματα αποτελούν στοιχεία της καθημερινότητάς τους.

Αντίστοιχα, φαίνεται ότι το brand Lacta έχει χτίσει επαρκώς στην περιοχή της αγάπης ώστε η συμμετοχή του στον σχετικό διάλογο να μπορεί να γίνεται εύκολα αποδεκτή από το κοινό του. Εν κατακλείδι, προφανώς οι καλοί συνάδελφοι, marketers και διαφημιστές, ήξεραν καλά τι έκαναν και στην πραγματικότητα δεν πήραν κάποιο σοβαρό ρίσκο. Τόσο το brand όσο και το κοινό του ήταν ώριμα για μια τέτοια προσέγγιση.

Γιατί ανήκουν εδώ.

Ο κ.Παπαχελάς εκφράζει τον θαυμασμό του για τους κ.κ. Αντετοκούνμπο, Δασκαλάκη, Λάνθιμο, Τσιτσιπά «και πολλούς ακόμη που εκπροσωπούν μια γενιά Ελλήνων που πάλεψαν, προετοιμάσθηκαν σκληρά, αντίκρισαν τον υπόλοιπο κόσμο χωρίς φόβο και δέος, και πέτυχαν». Επιλέγει όμως να κλείσει το άρθρο του αναφερόμενος σε κάποιους άλλους: «Ομολογώ πως θαυμάζω ακόμη περισσότερο όλους εκείνους που έμειναν στην Ελλάδα και κάνουν σπουδαία πράγματα στις πολλές νησίδες αριστείας που άντεξαν την κρίση και την παρακμή. Είναι όλοι αυτοί που, όταν ακούν εκείνο τον στίχο του Πορτοκάλογλου που λέει “από πείσμα και τρέλα θα ζω στην έρημη χώρα, ώσπου να βρω νερό γιατί ανήκω εδώ”, νιώθουν ότι τους αφορά».

Το μυαλό μου πάει κατευθείαν στους δικούς μας μικρόκοσμους: Αυτόν του branding και αυτόν του design. Σκέφτομαι πόσες ξεχωριστές δουλειές, πόσες διεθνείς συνεργασίες, πόσες διακρίσεις έχουν βγει μέσα στα χρόνια της κρίσης από τους δυο τομείς που στα πλαίσια της ΕΔΕΕ δρουν ως ένας. Μικρές επιχειρήσεις των δέκα ή είκοσι ανθρώπων που έχουν καταφέρει να πείθουν πελάτες από τα πέρατα του κόσμου να έρχονται στην Ελλάδα για τη μελέτη ή το σχεδιασμό κάποιου brand, μιας εταιρικής ταυτότητας, μιας νέας συσκευασίες, ενός νέου προγράμματος.

Ποιος θα το φανταζόταν κάποτε ότι η καναδέζικη εταιρεία που αποτελεί το μεγαλύτερο κατασκευαστή αεροπλάνων και τραίνων στον κόσμο ή ο πολυεθνικός κολοσσός που δημιουργεί έναν κόσμο χωρίς τον καπνό του τσιγάρου, θα συνεργάζονταν μαζί μας σε πολλά έργα branding, για σειρά ετών, κατευθείαν από τα κεντρικά τους γραφεία; Και υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα.
Μαθαίνω ότι κάποιες εξαιρετικές επιχειρήσεις του χώρου φεύγουν για άλλους τόπους. Πολυβραβευμένη εταιρεία packaging design εγκατέλειψε την ΕΔΕΕ γιατί μετεγκατάσταθηκε στην – πολύ φιλικότερη στην προκοπή – Κύπρο.

Εξαιρετικό design agency αποχαιρετά την Αθήνα και μετακομίζει στην εξωτική Ντόχα. Λυπάμαι αλλά καταλαβαίνω. Δεν αντέχεις εύκολα την εγχώρια μιζέρια ή τους τρόπους που σκαρφίζεται καθημερινά το ελληνικό κράτος για να κάνει την καθημερινότητά μας αφόρητη. Όμως και εγώ με τη σειρά μου, θαυμάζω τις εταιρείες του χώρου μας που αντιστέκονται στο brain drain. Που κάποτε «είχαν πει θα φύγουν, κι όμως είναι ακόμα εδώ». Που παρά τις αντιξοότητες επιχειρούν στην Ελλάδα κυνηγώντας την αριστεία, αναπτύσσοντας το εγχώριο ταλέντο, χτίζοντας γνώση και εμπειρία εντός των τειχών. Άλλωστε, για να κλείσω και εγώ με στίχο του Πορτοκάλογλου, έτσι «ίσως μια μέρα να πάμε πιο πέρα, πιο πέρα απ’ την νύχτα, μέχρι την αυγή».

The best a brand could be?

Τριάντα χρόνια αργότερα, αποφάσισε να του δώσει νέο νόημα. Με την καμπάνια «The best men can be» στηρίζει το κίνημα #MeToo και παρουσιάζοντας παραδείγματα εικόνες «τοξικής» αρρενωπότητας αναρωτιέται: «Is this a best a man can get?». Και ξεσηκώνει θύελλα αντιδράσεων στο διαδίκτυο – πολλών θετικών αλλά ακόμα περισσότερων αρνητικών. Γιατί άραγε;

O πιο προφανής λόγος ήταν ότι το brand αποφάσισε να χρησιμοποιήσει κατηγορητικό λόγο. Δεν προσπάθησε να εμπνεύσει τη βελτίωση δείχνοντας καλά παραδείγματα αλλά επικεντρώθηκε στην καταγγελία των κακών παραδειγμάτων. Και αυτό ενόχλησε πολλούς που θεώρησαν ότι «όλοι οι άνδρες δεν είμαστε ίδιοι». Αλλά θεωρώ ότι υπάρχει και κάτι άλλο, μεγαλύτερο: Με βάση το brand purpose «Gillette gives men the very best to help them look, feel and be their best every day» και αυτό απέχει ακόμα αρκετά από το να φτάσει να θεωρείται από τον μέσο καταναλωτή ως ένα brand που μπορεί να καταπιάνεται με τόσο μεγαλύτερα θέματα.

Στην πραγματικότητα ούτε η Gillette, αλλά ούτε και η μητρική της εταιρεία, η Procter and Gamble, μας είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους προσέγγιση. Συνήθως προτιμούσαν επικοινωνίες που αποσκοπούσαν σε πιο άμεση ανάδειξη προϊοντικών πλεονεκτημάτων. Άλλωστε και το purpose της P&G – «We will provide branded products and services of superior quality and value that improve the lives of the world’s consumers» – αλλά και η σχεδόν θρησκευτική προσήλωσή της στην έρευνα καταναλωτή, οδηγούν σε πιο «ασφαλείς» προσεγγίσεις. Σε αντίθεση με τη Unilever, η οποία μας έχει συνηθίσει σε πιο τολμηρές κινήσεις όπως π.χ. με τις ξεχωριστές, συχνά προκλητικές, καμπάνιες του Axe ή το πολύ ενδιαφέρον rebranding του Dove από την απόλυτης ενυδάτωση στο «real beauty», η P&G παραμένει μια πιο συντηρητική εταιρεία – και αντίστοιχη ήταν μέχρι σήμερα και η συμπεριφορά της Gillette.

Ίσως λοιπόν η νέα καμπάνια να ήταν μη αναμενόμενη από μια μάρκα που δεν έχει χτίσει το authority για να μπει στη συζήτηση του #MeToo και για αυτό να δημιούργησε τέτοιες αντιδράσεις. Δεν σημαίνει όμως ότι αυτό θα συνεχίζεται επ’ άπειρον. Η καμπάνια μπορεί να είναι η απαρχή μιας εξελικτικής πορείας του brand purpose και μια πρόσκαιρη μείωση του brand equity να ακολουθηθεί από μια σημαντική αύξησή του. Αρκεί φυσικά η συγκεκριμένη καμπάνια να μην αποτελέσει πυροτέχνημα.

Το τέλος του «blanding»;

Στη δεκαετία που τελειώνει σχεδιάζονταν οπτικές ταυτότητες σαν κάποιοι να προσπαθούσαν να αρνηθούν έναν από τους βασικούς στόχους που εξυπηρετεί μια ταυτότητα – αυτόν της διακριτότητας και της διαφοροποίησης. Tαυτότητες επιχειρήσεων και αγαθών χωρίς ισχυρά οπτικά στοιχεία, που αντί να αυξάνουν μείωναν τα visual assets του brand. Συσκευασίες που έμοιαζαν περισσότερο με private labels ή διακοσμητικά χαρτιά περιτυλίγματος και λιγότερο με σημαντικές πηγές έκφρασης της μοναδικότητας του brand.

Τα διαδικτυακά λευκώματα που παρουσιάζουν δουλειές branding ή design είναι γεμάτα παραδείγματα. Δουλειές με δύο κύρια χαρακτηριστικά: Πρώτον, είναι όμορφες και καλαίσθητες. Δεύτερον, στερούνται διαφοροποιητικής δύναμης – τις μπερδεύεις. Σπάνια θυμάσαι ποιο brand αφορούσαν. Θα μπορούσαν εύκολα με μια απλή αντικατάσταση του λογοτύπου να αφορούν κάποιον ανταγωνιστή χωρίς κανείς να το πάρει είδηση. Καλές φωτογραφήσεις, ενδιαφέρουσες εικονογραφήσεις, επιλογή από μοντέρνες γραμματοσειρές.

Αλλά ο λογότυπος όλο πιο μικρός και ουδέτερα σχεδιασμένος. Βασισμένος σε απλές, απέριττες γραμματοσειρές και συχνά στερούμενος της προσθήκης άλλων συμβόλων ή ακόμα και χρωμάτων, πολλές φορές υπολείπεται σε ένταση κάποιου προϊοντικού περιγραφέα που του κλέβει την προσοχή. Τα στοιχεία brand housestyle επίσης, σχεδόν ανύπαρκτα. Μινιμαλισμός, μονοχρωμίες, κενό. Σπάνια τα σύμβολα, σπάνια και άλλα έντονα σχεδιαστικά στοιχεία.

Η συγκεκριμένη πρακτική μπορεί να είναι πραγματικά επωφελής γι’ αυτά τα λίγα brands που είναι πασίγνωστα, παντοδύναμα και αφορούν χειροπιαστά προϊόντα, (Apple ή Burberry). Τέτοια brands πιθανόν όχι μόνο να μην έχουν ανάγκη τα επιπλέον οπτικά στοιχεία, αλλά με την αφαίρεσή τους να ενισχύουν τη δύναμη και το εύρος του κατοχυρωμένου εμπορικού τους σήματος και να στερούν δυνατότητες από πιθανούς αντιγραφείς.

Η ταυτότητά τους στηρίζεται αποτελεσματικά στο όνομά τους και στην όψη των προϊόντων τους. Τα υπόλοιπα brands όμως δεν έχουν πια την ευκαιρία να ξεχωρίσουν μέσα από την έλλειψη έντονης οπτικής ταυτότητας, όπως συνέβαινε κάποτε, αφού πλέον είναι πάρα πολλές οι ταυτότητες που μοιάζουν μεταξύ τους. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που στην αρθρογραφία των τελευταίων μηνών έχουν αρχίσει και εμφανίζονται πολύ συχνά ειρωνικές αναφορές για το φαινόμενο του «blanding» (bland = αδιάφορο, ουδέτερο, βαρετό), όπως και προβλέψεις ότι με το νέο έτος, μετά την κορύφωσή του το 2018, θα σημάνει η αρχή του τέλους του.

Branding trends 2019: Ο ψηφιακός δαρβινισμός «γεννά» τα agile brands

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια φράση που από την πολλή χρήση κινδυνεύει να γίνει κλισέ: «Ζούμε στην εποχή του Ψηφιακού Δαρβινισμού». Σύμφωνα με τον όρο, ζούμε στην περίοδο της ιστορίας που η τεχνολογία και η κοινωνία αλλάζουν γρηγορότερα από όσο μπορούν να ακολουθήσουν πολλές επιχειρήσεις. Το Internet of Things και η επανάσταση της πληροφορίας, η τεχνητή νοημοσύνη και η ρομποτική, η νανοτεχνολογία και η βιοτεχνολογία, τα big data και οι απίστευτες ταχύτητες μεταφοράς και επεξεργασίας τους, δημιουργούν ένα συνεχώς και ταχύτατα εξελισσόμενο περιβάλλον.

Μέσα σε αυτό, εισβάλλουν όλο και περισσότεροι digital natives (νέες επιχειρήσεις που γεννήθηκαν στην ψηφιακή εποχή) διεκδικώντας την κυριαρχία και αλλάζοντας συθέμελα τις κατηγορίες: Σκεφτείτε τα παραδείγματα της Uber και της Airbnb. Το νέο μάντρα για τις παραδοσιακές επιχειρήσεις είναι το «Αdapt or Die» και όσες δεν καταφέρουν να προσαρμοστούν, θα κινδυνεύσουν με αφανισμό.

H ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ AGILE BRANDING
Η αναλογία για τα brands είναι ξεκάθαρη. Όλοι διαπιστώνουμε ότι όσα φέρνει η 4η βιομηχανική επανάσταση μεταμορφώνουν τα πρότυπα κατανάλωσης και τον τρόπο που αλληλοεπιδρούμε, όχι μόνο μεταξύ μας, αλλά και με τα brands, αλλάζοντας και τη σχέση μας μαζί τους. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, όσο πιο μεγάλο, ισχυρό και δομημένο ήταν ένα brand, τόσο πιο μεγάλη ήταν και η ικανότητά του να επιβάλλει την ταυτότητά του, να κερδίζει την εμπιστοσύνη του καταναλωτή και να χτίζει μαζί του τις σχέσεις που επιθυμούσε.

Αυτό αλλάζει. Τα μικρότερα, νεότερα, συχνά πιο «ευκίνητα» brands που γεννήθηκαν στο νέο περιβάλλον, βρίσκουν πολύ περισσότερες και μεγαλύτερες ευκαιρίες από ότι στο παρελθόν να συναντηθούν με τον σημερινό καταναλωτή και να διεκδικήσουν μια σχέση μαζί του. Όπως οι επιχειρήσεις, έτσι και τα brands που επιθυμούν να μακροημερεύσουν στον σημερινό γρήγορο και υπέρ-ανταγωνιστικό κόσμο θα πρέπει να προσαρμοστούν και να εξελιχθούν.

RESPONSIVE ΚΑΙ ΕΥΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΑ BRANDS
Σε αυτό το περιβάλλον, τα τελευταία δύο χρόνια πολλοί φτάνουν στο σημείο να αμφισβητήσουν την σημαντικότερη ίσως έννοια του branding, έτσι όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα: Τη «Συνέπεια». Από τα καλύτερα business schools μέχρι τις κορυφαίες στο marketing πολυεθνικές επιχειρήσεις, από τα κλασσικά textbooks μέχρι τα πιο προηγμένα brand consultancies, αυτό που πάντα μας μάθαιναν ήταν ότι εφόσον brand σημαίνει «Εμπιστοσύνη», η «Συνέπεια» πρέπει να αποτελεί το δομικό συστατικό στην καθημερινή διαχείριση της μάρκας.

Όσο εργαζόμασταν ως brand managers, καλούμασταν να ακολουθούμε με θρησκευτική ευλάβεια λεπτομερή brandbooks που περιείχαν αναλυτικές οδηγίες για καθετί που μπορεί να χρειαζόμασταν. Αργότερα, ως brand consultants, η δουλειά μας αξιολογείτο συχνά από την πληρότητα των brandbooks που δημιουργούσαμε για τα brands των πελατών μας, ώστε να μπορούν να τα ακολουθούν με συνέπεια οι νέοι brand managers. Η νέα λέξη όμως της μόδας στο branding στέκεται απέναντι στη «Συνέπεια» ως κυρίαρχο συστατικό της μάρκας: το «Agile Brand» – στα ελληνικά η ευέλικτη μάρκα – απαιτεί από τον brand manager να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα.

Τα νέα brands δεν είναι στατικά. Είναι responsive, ευπροσάρμοστα, ευέλικτα, ζωντανά, δέχονται ερεθίσματα και αντιδρούν γρήγορα σε αυτά, ακούνε και ανταποκρίνονται. Δεν κηρύττουν τις αλήθειες τους αλλά συνομιλούν, συμμετέχουν και είναι τόσο διάφανα ώστε να μπορεί να τις ανακαλύψει ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος. Ο καταναλωτής τους δίνει χώρο για να τον ψάξουν, δεν απαιτούν πλέον να τα ψάξει αυτός. Και με τη σειρά τους, κάποιες φορές, του δίνουν τη δυνατότητα να συμμετέχει και εκείνος στην εξέλιξή τους, να τα βοηθήσει να προσαρμοστούν στις επιθυμίες του.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα μεγάλων brands που δείχνουν agility και αυξάνουν συνεχώς την αξία τους στα διάφορα brand valuation studies, δεν είναι μόνο συνήθεις ύποπτοι όπως Apple, Google ή Nike, αλλά και brands που πριν δέκα χρόνια θα χαρακτηρίζαμε συντηρητικά και μονολιθικά: H H&M πρωτοστατεί στην ανακύκλωση ρούχων, κάνει απροσδόκητες συνεργασίες με fashion designers και influencers, προσθέτει νέες προϊοντικές κατηγορίες και χτίζει νέα brands.

H Samsung οδηγεί την τεχνολογία, εξελίσσοντας συνεχώς νέα πρωτοποριακά προϊόντα και εφαρμογές και πρωτοστατεί σε κάθε κατηγορία στην οποία εμπλέκεται αλλάζοντας δραστικά την εικόνα της. Η IKEA, ακολουθώντας την αποστολή της για happy everyday lifestyles ανανεώνει συνεχώς την ποικιλία και το design, προσφέρει διαφορετικά προϊόντα και υπηρεσίες ανάλογα με την περιοχή – έπιπλα μεγαλύτερου μεγέθους στις ΗΠΑ, πληρωμές με αντικαταβολή στη Ρωσία- και προσθέτει απροσδόκητα προϊόντα από combo τηλεοράσεις και ασύρματα ηχοσυστήματα μέχρι ηλιακά πάνελ.

ΤΟ ΝΕΟ BRAND MANAGEMENT
Πώς προσαρμόζουμε λοιπόν τη μάρκα μας στα νέα δεδομένα; Πώς την εξελίσσουμε σε ένα agile brand; Πώς επηρεάζεται το brand governance και το brand management;

– Brand Entrepreunership: Στην εποχή που μόνη βεβαιότητα είναι η αβεβαιότητα, το brand δεν μπορεί να μην ακολουθεί τις τάσεις και τις εξελίξεις, να μην ακούει την αγορά και την κοινωνία, να φοβάται το ρίσκο, να μην προσαρμόζεται. Οφείλει να επανεφεύρει το είναι του, να θυμηθεί τα νιάτα του για να δει το μέλλον του. Να ξαναθυμηθεί την επιχειρηματική του πλευρά, τον οραματικό του εαυτό, αυτόν που κάποτε του είχε δώσει την ικανότητα να ξεχωρίσει και να μεγαλώσει.

– Brand Purpose Vs Brand Guidelines:
Μπορεί τα λεπτομερή brand guidelines να αποτελούν παρελθόν αλλά το brand purpose και τα brand values παραμένουν οι κυρίαρχες πυξίδες της μάρκας και τα απόλυτα συνεκτικά της στοιχεία. Όπως πάντα έτσι και σήμερα, τίποτα από όσα κάνει και λέει το brand δεν μπορεί να μην είναι σε συνέπεια μαζί τους.

– Brand Coherence Vs Brand Consistency:
Η έννοια της συνέπειας μπορεί να μην αποτελεί πια το ιερό δισκοπότηρο του παρελθόντος αλλά δεν εξαφανίζεται. Δεν αποτελεί πια το στόχο αλλά το μέσο για να φτάσουμε στον νέο στόχο, αυτόν της συνοχής και της συνεκτικότητας.

– Brand Experience Vs Brand Promise:
Το να χτίζουμε τα brands ως εμπειρίες και όχι ως υποσχέσεις δεν είναι κάτι καινούργιο. Αλλά ποτέ δεν είχαμε τόσο εύφορο έδαφος. Ποτέ δεν είχαμε την πληθώρα touchpoints και την ευκολία να συναντήσουμε τον καταναλωτή. Και ποτέ δεν είχαμε τις ευκαιρίες σαν αυτές που μας δίνoυν π.χ. το διαδίκτυο, η τεχνητή νοημοσύνη ή το augmented reality, για να διαμορφώσουμε μοναδικές εμπειρίες, συχνά σε συνεργασία με τον ίδιο καταναλωτή.

– Brand Leadership Vs Brand Management:
Πολλά brand teams, εξυπηρετώντας την ανάγκη τους για συνέπεια και έλεγχο, ξεχνούν τη δύναμη που μπορούν να προσφέρουν στο χτίσιμο της μάρκας οι υπόλοιποι stakeholders. Τo brand team οφείλει να εγκαταλείψει τον έλεγχο του brand και να αναλάβει την ηγεσία του. Να μην περιορίζει το brand delivery και το brand expression στα απόλυτα ελεγχόμενα από αυτόν κανάλια αλλά να εμπνεύσει και άλλους stakeholders να τα αναλάβουν, να τα φέρουν στα μέτρα των κοινοτήτων τους και ως influencers να πολλαπλασιάσουν τη δύναμή τους μέσα σε αυτές. Δεν μπορώ να σκεφτώ μεγαλύτερους σύμμαχους για τον brand manager από τους ίδιους τους εργαζόμενους της επιχείρησης ή τους πιστούς καταναλωτές της μάρκας του. Σε αυτό τον τομέα, το internal branding, το influencers marketing ή το (συνεπές με το brand purpose) CSR μπορούν να αποδειχτούν πολύ σημαντικά εργαλεία.

ΣΤΟΧΕΥΟΝΤΑΣ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ BRAND EQUITY
Εν κατακλείδι, στις μέρες του Agile Branding οι δραστηριότητες του brand δεν είναι πια σε γραμμική σύνδεση αλλά σε παράλληλη, ώστε η πρόοδος στη σχέση μάρκας και καταναλωτή από αριθμητική να γίνεται γεωμετρική. Ο στόχος για αυξημένο brand equity όχι μόνο δεν αλλάζει αλλά γίνεται ακόμα σημαντικότερος. Είναι τέτοια η ταχύτητα των αλλαγών και ο πολλαπλασιασμός των νέων παικτών που μας υποχρεώνει να πάρουμε όσο ρίσκο χρειάζεται για να επιτύχουμε τη συνεχή μεγέθυνσή του. Ας μην ξεχνάμε ότι, στους καιρούς που ζούμε η προσπάθεια για απλή συντήρηση σταθερού brand equity δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο για πλήρη αφανισμό του.

Logic & Magic

Tο να αναπτύσσεις brands που ακουμπούν τις σωστές χορδές, που χτίζουν σχέσεις εμπιστοσύνης, που γεννούν συναισθήματα και εμπειρίες και ταυτίζονται μαζί τους, που κερδίζουν το μυαλό και την καρδιά του καταναλωτή ή, ακόμα καλύτερα, μετατρέπονται σε αυτό που οι Βρετανοί ονομάζουν «gut feeling», απαιτεί πλούσια γνώση και εμπειρία και ιδιαίτερες δεξιότητες και χαρίσματα.
Διότι, πώς άραγε μπορείς να προτείνεις τη σωστή τοποθέτηση (brand position) για έναν οργανισμό, εταιρεία ή αγαθό, αν δεν είσαι σε θέση να διακρίνεις και να καταλάβεις ποιο είναι το περιβάλλον, ποιοι είναι οι στόχοι του, ποιες οι κύριες ικανότητές του (core competencies) και ποιες αυτές των ανταγωνιστών του;

Πώς μπορείς να επιλέξεις μια τοποθέτηση που κρύβει πραγματική αξία για το brand και για το κοινό του, αν δεν γνωρίζεις – ή έστω μπορείς να κατανοήσεις – τον τρόπο που λειτουργεί η κατηγορία, τον τρόπο που επιλέγει ο καταναλωτής, τις επιθυμίες του, τον τρόπο που τη ζει και την καταλαβαίνει, αυτά με τα οποία παθιάζεται και τον κινητοποιούν; Πώς γίνεται να είσαι ικανός brander αν δεν έχουν γίνει δεύτερη φύση σου τα όσα ορίζει το S.T.P., αν δεν γνωρίζεις καλά την έρευνα μάρκετινγκ, αν δεν μπορείς να αποστάξεις ένα πολύτιμο insight, αν δεν παρακολουθείς τις τάσεις, αν δεν έχεις έμφυτη περιέργεια για τα όσα συμβαίνουν γύρω σου και δεν τα μεταφράζεις σε όρους branding;

Πώς είναι δυνατόν να χτίσεις μια αποδοτική αρχιτεκτονική μάρκας αν δεν γνωρίζεις τις επιλογές, αν δεν μπορείς να τις αξιολογήσεις βάσει των πραγματικών πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων τους, αν δεν τις έχεις δει να δουλεύουν στην πράξη σε διαφορετικές κατηγορίες και περιβάλλοντα; Και άραγε, πώς μπορείς να μεταφράσεις το brand positioning σε ταυτότητες και εμπειρίες που το κοινό να καταλαβαίνει, να αγαπάει, να του μένουν αξέχαστες, αν δεν έχεις το χάρισμα της χρήσης της γλώσσας και του design, αν δεν παίζεις στα δάχτυλα το κείμενο και τις λέξεις, τα σχήματα, τις εικόνες, τα χρώματα;

Διότι τελικά, δεν μπορείς να είσαι brander αν δεν αξιοποιείς ταυτόχρονα και τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου. Aν δεν αγαπάς τη λογική όσο τη φαντασία και τη δημιουργικότητα – «the logic and the magic» όπως έλεγε ένας παλιός συνάδελφος- και αντίστροφα. Αν δεν σε γοητεύει να είσαι ταυτόχρονα επιστήμονας και τεχνίτης. Και αν με τη σειρά σου δεν έχεις μετουσιώσει τις μεθόδους και τις πλούσιες γνώσεις και εμπειρίες σου, στο δικό σου μοναδικό «gut feeling».

Τα καρύδια που αντιστέκονται

Πάρε θέση και έλα στην πρώτη γραμμή». Το παραπάνω κείμενο στη συσκευασία ενός brand FMCG μπορεί σε άλλη περίπτωση να φάνταζε παράτολμο ή ακόμα και παράταιρο. Όχι όμως όταν προέρχεται από τα γνωστά παγωτά Ben&Jerry’s. Σύμφωνα με ανακοίνωσή της «η επιχείρηση δεν μπορεί να παραμένει σιωπηλή μπροστά στις πολιτικές του Προέδρου Trump που επιτίθενται και προσπαθούν να ακυρώσουν δεκαετίες προόδου στη φυλετική ισότητα και την ισότητα των φύλων, την κλιματική αλλαγή, τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ και τα δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών – όλα τα θέματα που είναι στο επίκεντρο της κοινωνικής αποστολής της εταιρείας μας εδώ και 40 χρόνια».

Ως μέρος της καμπάνιας, το brand θα δωρίσει $25.000 από τα έσοδα που θα προκύψουν από τις πωλήσεις του limited edition Pecan Resist στις οργανώσεις Colour of Change, Honour the Earth, Women’s March και Neta. Σε προηγούμενο άρθρο αναφέρθηκα για πολλοστή φορά σε θέματα brand citizenship, με αφορμή το μεγάλο θόρυβο που δημιουργήθηκε από την καμπάνια της  Nike με τον Colin Kaepernick. Και όπως κάνω κάθε φορά, έκλεισα με το συμπέρασμα ότι η συμμετοχή ενός brand στο δημόσιο διάλογο και στα κοινωνικά ζητήματα πρέπει να καθοδηγείται από το brand purpose και τα brand values και όχι από οποιαδήποτε ευκαιριακά οφέλη ή βραχυπρόθεσμους στοχεύσεις. Ο ακτιβισμός αποτελεί δομικό στοιχείο της υπόσχεσης της Ben&Jerry’s, ήδη από την ενδιαφέρουσα ιστορία της γέννησής της στα τέλη των 70s. Τα παραδείγματα ακτιβισμού  που την χαρακτηρίζουν είναι πολλά, ακόμα και μετά την εξαγορά της από τη Unilever τo 2000.

Μόνο τα τελευταία χρόνια μπορώ εύκολα να θυμηθώ την εκστρατεία τους σε συνεργασία με το WWF εναντίον της Αυστραλιανής κυβέρνησης για την σωτηρία κοραλλιογενών υφάλων και το λανσάρισμα της γεύσης  «Bernie’s Yearning» προς υποστήριξη του Bernie Sanders και εναντίον της ανισοκατανομής του διεθνούς  πλούτου προς όφελος του 1% του παγκόσμιου πληθυσμού. Εξίσου χαρακτηριστική και η χαριτωμένη άρνηση της επιχείρησης να προσφέρει στα καταστήματά της στην Αυστραλία δύο ίδιες μπάλες παγωτού σε ένα χωνάκι μέχρι η κυβέρνηση να σταματήσει να αντιτίθεται στην άδεια γάμου ατόμων του ίδιου φύλου. Όπως η Nike, έτσι και η Ben & Jerry’s αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα brand που συμμετέχει συχνά-πυκνά σε κοινωνικά ζητήματα, πάντα σε συνέπεια με το DNA του – την «κοινωνική του αποστολή» όπως επαναλαμβάνει συχνά.

To rebranding(?) της ΝΔ

Συνήθως οι σχετικές προσπάθειες χαρακτηρίζονται πότε από προχειρότητα, ρηχότητα και ασάφεια και πότε από ατολμία, κλισέ και γενικότητες. Αντίθετα η πρόσφατη αλλαγή της ταυτότητας της Νέας Δημοκρατίας με εξέπληξε θετικά. Από την πρώτη στιγμή μου δόθηκε η εντύπωση ότι προηγήθηκε σοβαρή δουλειά και στρατηγική, πράγμα σπάνιο σε αντίστοιχες περιπτώσεις.
Αφού πέρασαν λίγες ημέρες και είχα την ευκαιρία να εκτεθώ περισσότερο στην νέα ταυτότητα και στις εφαρμογές της, οι εντυπώσεις μου παρέμειναν θετικές. Τόσο σε επίπεδο μηνυμάτων και συμβολισμών, όσο και σε επίπεδο λειτουργικότητας και εφαρμογών, είναι σαφές ότι ο σχεδιασμό της νέας ταυτότητας υπηρετεί ξεκάθαρη στρατηγική branding.

Πρόκειται για μια ριζική εξέλιξη ταυτότητας που εμφανίζει ένα brand αποφασισμένο να κάνει τη ρήξη με το παλιό, χωρίς να χάσει τη συνέχεια με το παρελθόν και την ιστορία του. Ένα brand θετικό, ανοιχτό στον καθένα, που προσκαλεί και χωράει τα νεότερα κοινά που μέχρι σήμερα το έβρισκαν γερασμένο, κουρασμένο και απωθητικό. Μια ταυτότητα που χωράει πλέον και νέα χρώματα, που εφαρμόζεται και λειτουργεί καλά στα νέα μέσα, που μπορεί όχι μόνο να υπογράφει αλλά και να σφραγίζει περιεχόμενο. Και που όταν στέκεται δίπλα στις οπτικές ταυτότητες των άλλων πολιτικών brands τα κάνει να φαίνονται πολυκαιρισμένα και συντηρητικά.

Προφανώς η νέα ταυτότητα ενέχει το ρίσκο να αποξενώσει κάποιους από τους σημερινούς, πιο ηλικιωμένους και συντηρητικούς, χρήστες του brand. Όμως η πιστότητα αυτών των κοινών στο συγκεκριμένο brand είναι μάλλον αρκετά υψηλή για να κινδυνέψει από την αλλαγή της οπτικής ταυτότητας. Αντίθετα όλες οι έρευνες δείχνουν ότι το brand υστερεί δραματικά σε διείσδυση στα πιο νεανικά κοινά και φυσιολογικά εκεί βρίσκονται οι μεγαλύτερες ευκαιρίες. Αλλά το πιο σημαντικό ρίσκο είναι στο κατά πόσον το brand θα καταφέρει να ανταποκριθεί στη νέα του ταυτότητα. Βρήκα και παρακολούθησα τη σχετική ομιλία του κ. Μητσοτάκη.

Το περιεχόμενό της έδειχνε συνεπές με το brand purpose, τα brand values και την προσωπικότητα ενός κόμματος που φέρει μια τόσο διακριτή οπτική ταυτότητα. Το ερώτημα είναι το κατά πόσον τα υπόλοιπα στελέχη της ΝΔ μπορούν να ακολουθήσουν. Και το κυριότερο, το κατά πόσον όταν και αν γίνουν κυβέρνηση, θα είναι συνεπείς με όσα υπόσχεται το ανανεωμένο τους brand. Γιατί ως γνωστόν καλό το brand identity αλλά έχει αξία μόνο όταν ακολουθείται από συνεπές brand delivery. Αλλιώς όχι μόνο δεν κάνει καλό αλλά λειτουργεί αρνητικά, τραβώντας την προσοχή και εκθέτοντας το brand.

Τα φλεγόμενα sneakers

Τον περασμένο μήνα, ο μεγάλος θόρυβος που δημιουργήθηκε από την καμπάνια της Nike με τον Colin Kaepernick έδωσε αφορμή για την αναζωπύρωση σχετικών συζητήσεων. Αμέσως μόλις βγήκε στον αέρα η καμπάνια της Nike πυροδότησε έντονες αντιδράσεις θαυμασμού αλλά και αντίστοιχες οργής που έφτασαν μέχρι τη δήλωση του προέδρου των Η.Π.Α., τις απειλές για μποϋκοτάζ και τα βίντεο με φλεγόμενα sneakers. Διάβασα δεκάδες σχετικά άρθρα. Πολλοί έσπευσαν να πάρουν θέση υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς. Άλλοι – δημοσιογράφοι, οικονομικοί αναλυτές και άλλοι δημοσιολογούντες- έσπευσαν να αξιολογήσουν την αποτελεσματικότητα της καμπάνιας.

Οι περισσότεροι από αυτούς διάλεξαν να μετρήσουν κέρδη και απώλειες για την εταιρεία μέσα από τις απότομες διακυμάνσεις της μετοχής στη Wall Street ή τα ρεκόρ δωρεάν θετικών και αρνητικών αναφορών για το brand στα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα. Κάποιοι παρέθεσαν και τα πρώτα στοιχεία από μετρήσεις κοινής γνώμης. Λίγοι όμως ήταν αυτοί που μπήκαν στην ουσία του θέματος – κυρίως άνθρωποι του marketing που αρθρογράφησαν σχετικά στον εξειδικευμένο Τύπο και σχετικά ιστολόγια: Τέτοιου είδους καμπάνιες πηγάζουν από την ίδια την ταυτότητα του brand και δεν μπορούν να αξιολογούνται με τόσο εφήμερα κριτήρια, ούτε σε τόσο σύντομο χρόνο.

Όπως έχω γράψει και εγώ παλαιότερα, ο τρόπος να κριθεί η συμμετοχή ενός brand στο δημόσιο διάλογο δεν μπορεί να έχει να κάνει με πιθανά βραχυπρόθεσμα οφέλη. Ούτε και με τις (ούτως ή άλλως μεταβαλλόμενες) επιθυμίες και απόψεις του εκάστοτε κοινού στόχου – και ας μας λένε οι έρευνες για την αυξημένη επιθυμία των καταναλωτών να βλέπουν τα brands να συμμετέχουν πιο ενεργά σε κοινωνικά ζητήματα προς την κατεύθυνση που προτιμούν οι ίδιοι. Οι μόνοι οδηγοί πρέπει να είναι το brand purpose και τα brand values. Mόνο αυτά μπορούν να αποτελέσουν κριτήρια για την απόφαση ή την αξιολόγηση της συμμετοχής ενός brand στο δημόσιο διάλογο.

Και αν ανατρέξουμε στο purpose και τα values της Nike, θα διαπιστώσουμε ότι όχι μόνο μπορεί αλλά και οφείλει να δρα με αυτόν τον τρόπο. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά. To έχει κάνει επανειλημμένα και με συνέπεια μέσα από τις καμπάνιες της, ενθαρρύνοντας διάφορες ομάδες να τα καταφέρουν ξεπερνώντας τα εμπόδια που τους τίθενται. «Believe in something. Even if it means sacrificing everything» μας λέει η Nike. «Αλλιώς δεν θα γίνεις ποτέ brand», συμπληρώνω εγώ.