H ψήφιση του νέου νόμου για την ενίσχυση της δημοσιότητας και της διαφάνειας στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, καθώς και για τη σύσταση ηλεκτρονικών μητρώων έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου σηματοδοτεί μια ακόμα προσπάθεια να μπει τάξη στα κακώς κείμενα χρόνων.

Προφανώς και δεν είναι το πλέον εύκολο πράγμα του κόσμου να νομοθετείς για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, αυτό της διαφάνειας στον Τύπο, -ένα ζήτημα για το οποίο έχουν γραφτεί τόσα και τόσα εδώ και δεκαετίες- και μάλιστα σε μια περίοδο που το συγκεκριμένο ζήτημα αποτελεί πεδίο μελέτης και προβληματισμού στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι μόνο. Κι αυτό φάνηκε και στη χώρα μας, κατά την προπαρασκευαστική περίοδο συζήτησης του σχετικού νομοσχεδίου, όπου οι επικρίσεις της αντιπολίτευσης ήταν έντονες και σοβαρές.

Ένα από τα βασικότερα σημεία προβληματισμού του νέου νόμου – που ωστόσο δεν αφορά στην διαφάνεια – είναι εκείνο που έχει να κάνει με τον αριθμό απασχολούμενων των μέσων, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης να ζητούν την τροποποίησή του, εκτιμώντας ότι με την παρούσα μορφή του, μειώνει περαιτέρω τον ελάχιστο αριθμό εργαζομένων στα κανάλια, προειδοποιώντας ότι θα φέρει νέες απολύσεις, αλλά και κύμα ελαστικοποίησης και εντατικοποίησης της εργασίας. Άποψη με την οποία φαίνεται να συμφωνεί και η ΕΣΗΕΑ, που επισημαίνει την ανάγκη περαιτέρω βελτιώσεων. Μάλιστα η ΕΣΗΕΑ πηγαίνει ένα βήμα παρακάτω και από κοινού με την ΠΟΕΣΥ ζητούν τη θέσπιση της υποχρέωσης των σταθμών πανελλαδικής εμβέλειας να διαθέτουν έναν ελάχιστο αριθμό ανταποκριτών στην περιφέρεια. Από την πλευρά της η ΕΙΗΕΑ εκτιμά ότι ο νέος νόμος κινείται προς την σωστή κατεύθυνση για την βιωσιμότητα των εφημερίδων, ζητώντας παράλληλα επιπλέον μέτρα για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά και τη θεσμοθέτηση ενισχύσεων, όπως π.χ. το 2% υπέρ του ΕΔΟΕΑΠ, την επιδότηση μεταφορικού κόστους, την επιδότηση χάρτου, κίνητρα για τους λιανοπωλητές κ.α.

Όσον αφορά ωστόσο στον κεντρικό στόχο του νόμου, τη διαφάνεια, η γενικότερη εκτίμηση είναι ότι αποτελεί μια καλή αρχή, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι… θα εφαρμοστεί. Διότι όπως γνωρίζουμε καλά, στη χώρα μας δεν πάσχουμε από έλλειψη νόμων αλλά από την μη εφαρμογή των υφιστάμενων.

Μιλώντας λοιπόν για διαφάνεια, ο νέος νόμος προβλέπει μεταξύ άλλων την υποχρεωτική αναγραφή στα έντυπα της ταυτότητας, της συχνότητας έκδοσης, του αριθμού φύλλου, ενώ απαιτεί την τιμή, την επωνυμία και την έδρα της επιχείρησης, αλλά και τα ονόματα του μετόχου, του εκδότη, του νόμιμου εκπροσώπου, του διευθυντή σύνταξης, τηλέφωνο επικοινωνίας και e-mail. Στοιχεία που μόνο δεδομένα δεν είναι σήμερα. Παράλληλα, επιβάλλει την σταθερή έκδοση του εντύπου στην περιοδικότητα που αναφέρει η ταυτότητά του. Προβλέπει δε την σύσταση ειδικής επιτροπής για την κρίση περί τήρησης ή μη των αρχών της δημοσιογραφικής ηθικής και δεοντολογίας, δίνοντάς της τη δυνατότητα να επεμβαίνει και αυτεπαγγέλτως. Όλα αυτά για να έχουν τα μέσα τη δυνατότητα εγγραφής στο Μητρώο Ηλεκτρονικού Τύπου και να δικαιούνται απορρόφηση διαφημιστικών κονδυλίων του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Μάλιστα, ο νόμος για να ενισχύσει την ανεξαρτησία της επιτροπής, προβλέπει υπέρ της, την θέσπιση ειδικού τέλους 0,04%, το οποίο αναπροσαρμόζεται σε ποσοστό 0,06% από την 1η Ιανουαρίου 2025 επί των τιμολογίων διαφημιστικής δαπάνης, ποσό που θα βαρύνει τον διαφημιζόμενο.

Σε κάθε περίπτωση, ένας νέος νόμος περί διαφάνειας στα ΜΜΕ είναι απαραίτητος και θα πρέπει να εφαρμοστεί, μετά όμως από σοβαρή και εποικοδομητική συζήτηση με όλους τους αρμόδιους φορείς για να εξασφαλίσει την μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση. Ίσως έτσι αυξηθούν και οι πιθανότητες εφαρμογής του. Άλλωστε οι νόμοι στη χώρα μας δεν «τσιμεντώνουν», αλλά πάντα μπορούν να βελτιωθούν.