Όλοι γνωρίζουμε ότι το πρόβλημα στη χώρα μας δεν είναι η έλλειψη νόμων, αλλά η μη τήρηση αυτών. Πρόκειται για μια πραγματικότητα για την οποία δεν ευθύνεται μόνο η Πολιτεία, αλλά η γενικότερη νοοτροπία, που θέλει την επίκληση των νόμων να γίνεται κατά το δοκούν.

Έτσι, μόνο έκπληξη δεν προκαλεί η αναστάτωση των προηγούμενων ημερών στον κλάδο των ΜΜΕ και της διαφήμισης, για τον τρόπο κατανομής του διαφημιστικού κονδυλίου ύψους 20 εκατ. ευρώ που αφορούσε στην καμπάνια «Μένουμε Σπίτι». Σύμφωνα με τα στοιχεία που κατατέθηκαν στη Βουλή, από τα 1232 MME που προέβαλαν την καμπάνια και έλαβαν τα σχετικά κονδύλια, τα 627 είναι websites, πολλά από τα οποία δεν είναι εγγεγραμένα στο μητρώο online media. Στον παραπάνω αριθμό υπάρχουν ακόμα 272 εφημερίδες πανελλαδικής και περιφερειακής κυκλοφορίας, 245 ραδιοφωνικοί σταθμοί και 88 τηλεοπτικά κανάλια.

Ήδη το πρόβλημα γίνεται εμφανές από το γεγονός ότι κονδύλια της καμπάνιας έλαβαν και websites που δεν εμφανίζονται στο μητρώο μέσων, βασική προϋπόθεση για ένα μέσο που θέλει να λάβει κρατική διαφήμιση. Η κατάσταση έγινε ακόμα πιο προβληματική όταν η σχετική λίστα των ΜΜΕ που κατατέθηκε στη Βουλή δεν ανέφερε τα ποσά που έλαβε κάθε ένα από αυτά.

«Μα δεν υπάρχει νόμος που να επιβάλλει τη δημοσιοποίηση των στοιχείων αυτών;», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος. Προφανώς και υπάρχει και μάλιστα επικαιροποιήθηκε στις 30 Απριλίου 2020 για τις ανάγκες της συγκεκριμένης καμπάνιας, με την υπ’ αριθμόν απόφαση 179/15-3-2020, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Ο νόμος επιβάλλει την υποχρεωτική δημοσιοποίηση των στοιχείων του τρέχοντος έτους έως τον Μάρτιο του 2021 και προβλέπει κυρώσεις στην περίπτωση που διαπιστωθούν ελλείψεις, ανακριβή στοιχεία ή αποκλίσεις στα ποσά των διαφημίσεων που χορηγήθηκαν.

Γενικότερα, η εκάστοτε διαφημιστική εταιρεία που αναλαμβάνει καμπάνια του Δημοσίου, σύμφωνα με την παρ. 7α του άρθρου 10 του ν. 3444/2006, «προκειμένου να διαπιστωθεί η αναλυτική κατανομή του συμβατικού τιμήματος, πριν από την εξόφληση του τιμήματος της εκάστοτε συμβάσεως ανάθεσης διαφημιστικών υπηρεσιών πρέπει να παρέχει αναλυτική κατάσταση, στην οποία θα αναγράφονται υποχρεωτικώς το όνομα και το είδος ΜΜΕ που χρησιμοποιήθηκε, ο αριθμός, η ημερομηνία και το ποσό του τιμολογίου που εξεδόθη από το χρησιμοποιηθέν Μέσο Ενημέρωσης προς τη διαφημιστική εταιρεία. Επίσης, θα επισυνάπτονται οι αντίστοιχες εξοφλητικές αποδείξεις της διαφημιστικής εταιρείας προς το χρησιμοποιηθέν Μέσο Ενημέρωσης».

Οι φορείς του Δημοσίου που αναθέτουν διαφημιστικές καμπάνιες υποχρεούνται να υποβάλλουν στο Υπουργείο Τύπου και στο ΕΣΡ κατάσταση με το ύψος των ποσών που διέθεσαν κατά το προηγούμενο έτος για κάθε είδους δραστηριότητες. Στην περίπτωση δε που τα στοιχεία «είναι ελλιπή ή ανακριβή εν γνώσει του γενικού διευθυντή του οικείου υπουργείου», υπάρχει η δυνατότητα «για την απαλλαγή από τα καθήκοντά τους προϊσταμένων οργανικών μονάδων δημοσίων υπηρεσιών».

Μέχρι στιγμής δεν έχει προκύψει κάτι ουσιαστικό από την παραπάνω υπόθεση, ωστόσο ακόμα και ΜΜΕ που έλαβαν μέρος του σχετικού κονδυλίου ζητούν την δημοσιοποίηση των στοιχείων, ενώ κάποια άλλα δημοσίευσαν τα ποσά που έλαβαν τα ίδια.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση της διαφάνειας στη διαφήμιση του δημοσίου.

Ωστόσο πέρα από τους νόμους, εκείνο που θα πρέπει να αλλάξει είναι η νοοτροπία όλων. Όχι μόνο της Πολιτείας, αλλά και των ΜΜΕ και των στελεχών της διαφήμισης – η αναφορά προφανώς και δεν αφορά όλους. Δεν γίνεται να επικαλούμαστε την διαφάνεια κατά το δοκούν. Οι καιροί είναι δύσκολοι και η αλλαγή νοοτροπίας είναι η μόνη σταθερά που κατά τη γνώμη μου μπορεί να κάνει τη διαφορά. Γι’ αυτό είναι και η πιο δύσκολη άσκηση.