Ενώ δεν θεωρούμε ότι η βασική της θέση -να ενταχθούν και οι διαφημιστές στο σχετικό ταμείο είναι σωστή- όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, υπάρχουν άλλα θέματα τα οποία τίθενται στην επιστολή αυτή, τα οποία είναι επίκαιρα και θα έπρεπε να απασχολήσουν τις κεντρικές ενώσεις που εκπροσωπούν τον χώρο της Διαφήμισης και της Επικοινωνίας.

Σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή και του χώρου της Διαφήμισης στο ταμείο του αγγελιοσήμου, αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει βάση οιασδήποτε συζητήσεως για πρακτικούς, λόγους αλλά και για λόγους αρχών. Από πρακτικής πλευράς οι εργαζόμενοι στις διαφημιστικές εταιρείες ήδη είναι κατ’ αρχήν ασφαλισμένοι στα δικά τους ταμεία. Τι νόημα θα είχε η ασφάλισή τους σε ένα ακόμα ταμείο; Και ποια θα ήταν η δίκαιη συμμετοχή στον σχετικό πόρο; Και αν συμπεριλαμβάνονταν οι εργαζόμενοι στις διαφημιστικές εταιρείες, δεν θα έπρεπε να συμπεριληφθούν επίσης και οι πολλές χιλιάδες εργαζόμενοι στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που δεν καλύπτονται από το αγγελιόσημο; Σημαντικότεροι όμως είναι οι λόγοι αρχών. Ότι δηλαδή όλες οι ουσιαστικές αδυναμίες του αγγελιοσήμου (κοινωνικά άδικος φόρος σε σχέση με τον τελικό καταναλωτή, αμφιβόλου κοινοτικής νομιμότητας, κ.λπ.), θα παρέμεναν εξ ολοκλήρου, ενώ τελείως ξένη με τη λογική και την πορεία του κλάδου της Διαφήμισης και της Επικοινωνίας τις τελευταίες δεκαετίες, είναι και η  ίδια η συντεχνιακή φιλοσοφία που αποπνέει το αγγελιόσημο.

Τα άλλα δύο θέματα όμως που έθεσε η περιφερειακή αυτή ένωση, η απεμπλοκή δηλαδή των επιχειρήσεων διαφήμισης και επικοινωνίας από τις επιπτώσεις μη καταβολής του αγγελιοσήμου λόγω πτώχευσης των διαφημιζόμενων επιχειρήσεων ή άρνησής τους να το καταβάλουν λόγω οικονομικής αδυναμίας και η κατάργηση ποινικών ευθυνών κατά των επιχειρήσεων του κλάδου όταν μια διαφημιζόμενη επιχείρηση έχει πτωχεύσει, είναι δυστυχώς επίκαιρα.

Στα συγκεκριμένα αυτά θέματα η πολιτική εξουσία, η οποία επί πολλά χρόνια επιδείκνυε παθολογική εξάρτηση τόσο από τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα του χώρου των Μ.Μ.Ε. όσο και από τις διάφορες συντεχνίες που κυριαρχούν σ’ αυτόν, έχει καθιερώσει λεόντειες διατάξεις εις βάρος αυτών που έχουν βρεθεί -άδικα και σε αντίθεση με το κοινοτικό δίκαιο- να πληρώνουν αυτόν τον φόρο υπέρ τρίτων. Οι διατάξεις αυτές, υπό συνθήκες κρίσης, έχουν αρχίσει και εφαρμόζονται και εμπλέκουν πλέον σε περιπέτειες όχι μόνο τις εταιρίες αλλά και τους ίδιους τους ανθρώπους που τις διοικούν. Η τιμολόγηση στη διαφημιστική εταιρεία (ή το media shop) και η σε συνέχεια τιμολόγηση στο Μέσο, θέτει την εταιρεία ήδη σε τεράστιους κινδύνους σε μια αγορά χωρίς ρευστότητα όπου οι καθυστερήσεις στις πληρωμές είναι πλέον κανόνας και η αδυναμία πληρωμής από πλευράς κάποιων επιχειρήσεων μια πιθανότητα που δεν μπορεί σχεδόν από κανέναν να προβλεφθεί με βεβαιότητα, μια που οφείλεται σε δραστικές αλλαγές του ευρύτερου οικονομικού περιβάλλοντος.

Στο πλαίσιο αυτό η κυβέρνηση οφείλει να αναθεωρήσει τις διατάξεις περί αγγελιοσήμου. Όσο νόμιμα ισχύει θα πρέπει να εισπράττεται, όμως η ευθύνη για τη μη καταβολή δεν μπορεί να είναι ποινική, πρέπει να είναι μόνον διοικητική και δεν μπορεί να αφορά παρά μόνον στη μη καταβολή του από κάποιον που όντως το εισέπραξε. Οι συντεχνίες που έχουν τεράστια ευθύνη γιατί φτάσαμε εδώ, ας συμμετάσχουν και αυτές στο κόστος της καταστροφικής συμπεριφοράς τους.