Κορυφαία στιγμή αποτέλεσε η ομιλία του σημαντικού αμερικανού διανοούμενου Αβραάμ Νόαμ Τσόμσκι, ο οποίος είπε ότι «όταν τα ΜΜΕ σιωπούν ή δεν είναι απολύτως αντικειμενικά και δεν αποκαλύπτουν τους πραγματικούς στόχους και τις αληθινές επιδιώξεις όσων βρίσκονται στην εξουσία, τότε η δημοκρατία δεν είναι παρά ένας μύθος». Αλλού όμως θέλω να πάω το ζήτημα. Όλοι οι συμμετέχοντες, ομιλητές και σύνεδροι, συμφώνησαν ότι το διαδίκτυο αποτέλεσε επανάσταση για τη δημοσιογραφία ανάλογη με την ανακάλυψη της τυπογραφίας από τον Γουτεμβέργιο. Όπως είπε ο αμερικανός κοινωνιολόγος Πολ Σταρ, «τα καλά νέα είναι ότι η ψηφιακή επανάσταση αναζωογόνησε τη δημοσιογραφία, ενώ τα κακά νέα είναι ότι κανείς δεν θέλει να πληρώσει γι’ αυτή».

Τι σημαίνει αυτή η αναζωογόνηση; Πολύ απλά ότι αυξήθηκαν τα online media που παρέχουν πληροφόρηση. Διότι μπορεί με τη διεθνή οικονομική κρίση να είδαμε την συρρίκνωση παραδοσιακών εφημερίδων, περιοδικών, τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, ωστόσο η εμφάνιση νέων, online μέσων ήταν πολλαπλάσια. Ιδού ένα παράδειγμα: Στις ΗΠΑ οι αμερικανοί πολίτες έχουν σήμερα πρόσβαση σε 1 τρισ. ιστοσελίδες, 65.000 εφαρμογές σε iPhone, 10.500 ραδιοφωνικούς σταθμούς, 5.500 περιοδικά και 200 τηλεοπτικά δίκτυα. Αναλογικά, η εικόνα είναι παρόμοια σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Αυτή η πραγματικότητα σημαίνει το εξής: Είναι ευκολότερο από ποτέ να προσεγγίσεις το ευρύ κοινό, είναι όμως δυσκολότερο από ποτέ να μπορέσεις να το κρατήσεις.

Με άλλα λόγια, η δημιουργία πιστότητας των μέσων, είτε είναι παραδοσιακά, είτε νέα, αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη πρόκληση γι’ αυτά. Πώς όμως μπορεί να χτιστεί πιστότητα σε ένα τόσο πολυσχιδές περιβάλλον και με έναν «καταναλωτή μέσων» που μετακινείται διαρκώς από τηλεόραση, σε ραδιόφωνο, sites, smartphones, tablets; Απλά, με τη δημιουργία και διατήρηση ενός ισχυρού brand name μέσου (είτε τηλεόρασης, είτε ραδιοφώνου, είτε εντύπου, είτε site) και το χτίσιμο γύρω του και άλλων παράπλευρων καναλιών, υπό την ομπρέλα του κεντρικού brand. Φυσικά, όλα αυτά δεν θα έχουν κανένα νόημα εάν το κεντρικό brand δεν διαθέτει στρατηγική, περιεχόμενο και ουσία. Με άλλα λόγια, «η μπίλια παίζει στο loyalty».