Οι νεότεροι δεν θυμούνται το εξόχως βαρετό παιχνίδι «κολοκυθιά», που έπαιζαν τα παιδιά την εποχή που «δεν είχαμε σουπλά στο τραπέζι και που κάναμε ησυχία για να κοιμηθεί ο πατέρας το μεσημέρι». Ίσως και γι’ αυτό ο κ. Παππάς που – όπως και ο κ. Τσίπρας – ανήκει στη γενιά των καταλήψεων και όχι στη γενιά που έκανε ησυχία το μεσημέρι, συνεχίζει να παίζει την κολοκυθιά με το θέμα των αδειών. Η τελευταία του δήλωση ότι ο αριθμός των αδειών -για τον οποίο πρέπει με βάση το νόμο (και το Σύνταγμα), να υπάρχει σύμφωνη γνώμη του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου-, θα είναι λίγο μεγαλύτερος από αυτόν που είχε αρχικά προβλέψει και θα αποφασιστεί σε διαβούλευση με τις πολιτικές δυνάμεις, αυτό υποδεικνύει.

Στην πραγματικότητα, στο κάπως πιο συναρπαστικό από την παραδοσιακή κολοκυθιά, παιχνίδι των αδειών, αυτό που γίνεται σήμερα είναι μια κατεξοχήν αδιαφανής διαπραγμάτευση με τους καναλάρχες. Παρόντες και επίδοξους. Και η κυβέρνηση προσπαθώντας να προωθήσει τους δικούς της επίδοξους καναλάρχες, χρησιμοποιεί το μοναδικό εργαλείο που πλέον διαθέτει, δηλαδή την όποια δυνατότητα της έχει αφήσει η (μη δημοσιοποιημένη ακόμα) απόφαση του ΣτΕ να περιορίσει τον αριθμό των αδειών για να έχει οικονομικό νόημα η είσοδος νέων καναλαρχών.

Όμως όλα τα επιχειρήματα για τον περιορισμό της αγοράς έχουν πλήρως καταρρεύσει. Το περίφημο Ινστιτούτο της Φλωρεντίας, το οποίο υποτίθεται είχε ανακαλύψει ότι τεχνικά χωράνε μόνο τέσσερις άδειες, δεν θα πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα για καμιά δεκαετία. Η θεωρία ότι η διαφημιστική αγορά χωρά μόλις τέσσερις άδειες κατέρρευσε από τα αποτελέσματα του ίδιου του διαγωνισμού που έκανε ο κ. Παππάς. Τα χρήματα που έδωσαν εκεί οι επίδοξοι καναλάρχες ήταν τόσα πολλά που κανείς δεν μπορεί να μιλήσει πλέον σοβαρά για μια αγορά τεσσάρων καναλιών.

Τέλος, η προσπάθεια της κυβέρνησης (και κάποιων μετόχων του), να κλείσει το Mega απέτυχε εκ των πραγμάτων, αφού η αξία της βιβλιοθήκης του αποδείχθηκε τόσο υψηλή ώστε κανείς δεν μπορεί να την αγοράσει κοψοχρονιά, ούτε να εκχωρήσει την συχνότητα που σήμερα κατέχει, χωρίς μάχη. Οι τραπεζίτες ιδίως που έχουν δώσει τα υψηλά δάνεια και βλέπουν για πρώτη φορά μετά από χρόνια -με έκπληξή τους- ότι μπορούν να αποπληρωθούν, θα κινδυνεύουν να πάνε κατηγορούμενοι με το αδίκημα της απιστίας αν αφήσουν να συμβεί αυτό.

Οπότε, ποια θα είναι η συνέχεια; Την απάντηση δεν θα δούμε επί της οθόνης μας για αρκετό καιρό ακόμα. Γιατί εφόσον δεν υπάρχει αντικειμενικός λόγος για να περιοριστεί ο αριθμός των αδειών, είναι πολύ πιθανότερο ο σχετικός διαγωνισμός να ακολουθήσει μετά από μια μακρά περίοδο διαβούλευσης με τα κάθε είδους εμπλεκόμενα συμφέροντα και τα κόμματα της αντιπολίτευσης και όλο αυτό να καταλήξει σε ένα νέο τηλεοπτικό τοπίο που θα συμφωνηθεί πρώτα πίσω από κλειστές πόρτες και στη συνέχεια θα υλοποιηθεί και θεσμικά από το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο.

Μέχρι τότε καλή είναι και η κολοκυθιά. Περνάει και η ώρα…