Την προηγούμενη εβδομάδα «επισημοποιήθηκε» η πτώχευση του ΔΟΛ, ο οποίος βρίσκονταν υπό καθεστώς ειδικής διαχείρισης με βάση τον νόμο 4307/2014. Η απόφαση 669/2019 του Πρωτοδικείου Αθηνών κλείνει ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του ελληνικού Τύπου, λίγο πριν συμπληρωθούν 100 χρόνια από το ξεκίνημα των εκδοτικών δραστηριοτήτων του αείμνηστου Δημήτρη Λαμπράκη.

Για την ιστορία, να θυμήσουμε ότι η μετοχή του ΔΟΛ βρίσκονταν υπό την έρευνα της δικαιοσύνης και ειδικά του Άρειου Πάγου, από το καλοκαίρι του 2003, για τις περιβόητες «μετοχές-φούσκες».
Η επισημοποίηση της πτώχευσης του ΔΟΛ πέρασε μάλλον «στα ψιλά» των εφημερίδων και των μέσων γενικότερα, ωστόσο σηματοδοτεί το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, από όποια πλευρά κι αν το δει κανείς.

Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην απόφαση του Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ΔΟΛ οφείλει σε 483 πιστωτές το ποσό των 26.473.663 ευρώ, ενώ από τον πλειστηριασμό των περιουσιακών του στοιχείων συγκεντρώθηκαν 26.672.600 ευρώ. Ουσιαστικά πρόκειται για δύο πλειοδοτικούς διαγωνισμούς που διενεργήθηκαν για τα περιουσιακά στοιχεία του ΔΟΛ, στα οποία κηρύχθηκαν ως αγοράστριες η Alpha Bank με ποσό 3.780.000 ευρώ και η Άλτερ Έγκο ΜΜΕ με ποσό 22.892.000 ευρώ για τους τίτλους των εφημερίδων και τη συμμετοχή σε επιχειρήσεις όπως ο Τηλέτυπος ΑΕ και η Άργος ΑΕ.

Η Άλτερ Έγκο ΜΜΕ είναι εταιρεία συμφερόντων Βαγγέλη Μαρινάκη, υπό την ιδιοκτησία της οποίας κυκλοφορούν πλέον οι εφημερίδες «Το Βήμα» και «Τα Νέα». Η παραπάνω εξέλιξη ωστόσο δεν ήταν η μόνη για τον κλάδο των ΜΜΕ. Σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσίευσε «Η Εφημερίδα των Συντακτών», 13 υποθέσεις που αφορούν σε παλαιότερα δάνεια των ΜΜΕ τέθηκαν στο αρχείο, ενώ ανοικτές έμειναν ακόμα 12.

Το θέμα ξεκίνησε από σχετική ερώτηση 45 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, μετά από την οποία το Γραφείο του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος έδωσε στα αρμόδια όργανα της Βουλής τα σχετικά στοιχεία. Διαβάζοντας το ποια εκδοτικά συγκροτήματα αφορούν οι 25 αυτές συνολικά υποθέσεις, δεν μπορεί να μην θυμηθεί κανείς τα σημαντικά «λάθη» του παρελθόντος, τόσο από τα ίδια τα συγκροτήματα, όσο και από τον τραπεζικό τομέα, τους ελεγκτικούς φορείς και τις κυβερνήσεις.

Τα ποσά των δανείων είναι τεράστια στο σύνολό τους, ενώ κάποια αφορούν εφημερίδες αμφιλεγόμενης ταυτότητας και εγκυρότητας. Ένα «μάτι» που γνωρίζει την αγορά, εύκολα θα μπορούσε να καταλάβει από την πρώτη στιγμή ότι επρόκειτο για «θαλασσοδάνεια». Κι όμως τα δάνεια αυτά δόθηκαν, πολλά από αυτά δεν πληρώθηκαν ποτέ ή δεν εξυπηρετούνται πλέον, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό πεδίο λειτουργίας πέρα από κάθε έννοια υγιούς ανταγωνισμού και υγιούς επιχειρείν.

Τα χρόνια της κρίσης, από το 2008 και μετά, το εκδοτικό και μιντιακό τοπίο στην Ελλάδα άλλαξε πολύ, κυρίως σε σχέση με τους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται σε αυτό. Το κοντέρ των λαθών όλων των εμπλεκόμενων πλευρών θέλουμε να πιστεύουμε ότι έχει μηδενίσει και θα παραμείνει στο μηδέν.

Για να μην επαναληφθούν τα ίδια λάθη, που καταδίκασαν ιστορικούς τίτλους στην αφάνεια και εκατοντάδες δημοσιογράφους στην ανεργία. Τώρα που -θεωρητικά τουλάχιστον- το οικονομικό περιβάλλον βελτιώνεται, δεν θα υπάρχει καμία δικαιολογία για παρόμοια λάθη από κανέναν.

Δυστυχώς τα πρώτα δείγματα δεν δείχνουν ότι κάτι αλλάζει, ότι βάλαμε μυαλό. Κι αυτό είναι το πλέον ανησυχητικό. Το να μπαίνουν στο αρχείο οι μισές από τις υποθέσεις δανείων στα ΜΜΕ είναι λυπηρό. Σίγουρα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε όσα γνωρίζουν οι αρμόδιοι που αποφάσισαν τα παραπάνω, ενδεχομένως να έχουν και δίκιο.

Ωστόσο, εάν δεν χυθεί άπλετο φως στις εκκρεμούσες υποθέσεις, δεν μπορούμε να μιλάμε για ένα καλύτερο επιχειρηματικά μέλλον για τα ΜΜΕ της χώρας. Γιατί τότε τα λάθη του παρελθόντος πολύ σύντομα θα μας «επισκεφθούν» και πάλι. Και τότε οι συνέπειες θα είναι πολλαπλώς καταστροφικές για όλους. Μπροστά μας είναι μονόδρομος. Ας το αντιληφθούμε όλοι.