Δεν είναι μυστικό ότι οι εφημερίδες την τελευταία 15ετία αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας, για μια σειρά από λόγους που λίγο ως πολύ όλοι γνωρίζουμε και δεν είναι της παρούσης να αναλυθούν. Το πρόβλημα ωστόσο εμφανίζεται εντονότερο στον περιφερειακό Τύπο, ο οποίος εκ φύσεως είναι περισσότερο ευάλωτος στις εξωτερικές συνθήκες.

Τους τελευταίους τρεις μήνες, η μεγάλη αγωνία των εφημερίδων της περιφέρειας είναι το εάν και πότε θα τους καταβληθεί η επιδότηση της πλήρους απασχόλησης, μέσω του προγράμματος ενίσχυσης ύψους 16 εκατ. ευρώ, το οποίο θα αναπτυχθεί την 4ετία 2019 – 2022, και θα επιμερίζεται ισόποσα κάθε χρόνο, στα 4 εκατ. ευρώ ετησίως.

Στην πρόσφατη συνάντηση του Συνδέσμου Ημερησίων Περιφερειακών Εφημερίδων (ΣΗΠΕ), ο Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργό και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας τόνισε στους εκπροσώπους του ΣΗΠΕ ότι η επιδότηση θα καταβληθεί μέχρι το τέλος του 2019. Μάλιστα, όπως είπε ο Γενικός Γραμματέας Ενημέρωσης & Επικοινωνίας, Γιάννης Μαστρογεωργίου, οι Υπηρεσίες έχουν ήδη ελέγξει τα δικαιολογητικά των εφημερίδων και έχουν εγκρίνει την επιδότηση στο 99% αυτών.

Στη συνάντηση αυτή τέθηκαν επί τάπητος φορολογικά και ασφαλιστικά ζητούμενα των περιφερειακών και τοπικών εφημερίδων και ειδικότερα οι επιβαρύνσεις που αυτές έχουν επωμιστεί.

Ο ΣΗΠΕ ζήτησε συγκεκριμένα:
– Την εφαρμογή των προβλεπόμενων για την επιδότηση της εργασίας στις επιχειρήσεις Τύπου της ελληνικής περιφέρειας, που καθυστέρησαν λόγω των πολιτικών εξελίξεων.
– Τη μείωση των φορολογικών συντελεστών συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ.
– Την κατάργηση της εισφοράς του 2% επί του τζίρου των εκδοτικών αυτών επιχειρήσεων υπέρ ΕΔΟΕΑΠ.
– Και αντ’ αυτής, την εγγυοδοσία με πόρους του κρατικού προϋπολογισμού υπέρ ΕΔΟΕΑΠ.
– Την επικαιροποίηση και τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου, που διέπει την λειτουργία των επιχειρήσεων Τύπου.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα παραπάνω ζητούμενα είναι πολύ σημαντικά και η επίλυσή τους αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την επιβίωση των περιφερειακών εφημερίδων. Ωστόσο, κάπου εδώ προκύπτει ένας σοβαρός προβληματισμός που έχει να κάνει με τη λογική των επιδοτήσεων γενικότερα στη χώρα μας.

Η έννοια της επιδότησης έχει πλέον «ποτίσει» κάθε κύτταρο του ελληνικού επιχειρείν, σε πολλούς τομείς. Στα δύσκολα στρεφόμαστε στο κράτος. Σε ένα βαθμό είναι λογικό, αφού το οικονομικό περιβάλλον διαμορφώνουν οι πολιτικές της εκάστοτε κυβέρνησης και οι περισσότερες ευθύνες για το αποτέλεσμα βαρύνουν την ίδια.

Το πρόβλημα ξεκινάει όταν η επιδότηση αντικαθιστά το marketing thinking, την προϊοντική στρατηγική και την εστίαση σε αναπτυξιακές πρωτοβουλίες. Γιατί οι επιδοτήσεις, όσο απαραίτητες κι αν είναι κάποιες φορές, δεν μπορούν και δεν πρέπει να αντικαθιστούν τη βασική αρχή του marketing: «Δημιουργώ προϊόντα αξιόπιστα και ποιοτικά, που τα χρειάζεται η αγορά και τα προωθώ με συγκεκριμένες τεχνικές, ώστε να είναι κερδοφόρα».

Άραγε, τα προϊόντα που παράγουμε όλοι μας, εκδοτικά ή άλλα, διαθέτουν τα παραπάνω; Τα χρειάζεται η αγορά; Είναι ποιοτικά και αξιόπιστα; Απαντούν σε ουσιαστικές ανάγκες; Αν η απάντηση είναι ένα τεχνοκρατικό «ναι», βαδίζουμε σωστά. Εάν όμως η απάντηση έχει «γκρίζες ζώνες», τότε θα πρέπει να ξαναδούμε το όλο θέμα από την αρχή.

Σε ένα ιδανικό περιβάλλον, ο στόχος θα έπρεπε να είναι να μην χρειάζονται επιδοτήσεις. Γιατί όσο κι αν αυτές αυξάνονται, εάν ένα προϊόν ή μια υπηρεσία δεν έχoυν πίσω τους marketing thinking, είναι καταδικασμένα σε αποτυχία. Κι όπως λέει μια κινέζικη παροιμία, «μη δώσεις ψάρι στον φτωχό, αλλά μάθε τον να ψαρεύει»…